
Γιώργος Γραμματικάκης
(Ηράκλειο Κρήτης, 21 Μαΐου 1939 – 25 Οκτωβρίου 2023)
Οι δημιουργοί της επιστημονικής γνώσης -ερευνητές σε εργαστήρια, Καθηγητές, σε Πανεπιστήμια και νέοι, στα πρώτα στάδια των σπουδών τους- έχουν απέναντι στην επιστήμη, τη σχέση που έχει ο γλύπτης νε τα γλυπτά του ή ένας ποιητής με την ποίηση. Σχέση βασανιστική, αγάπης και εντάσεως. Όμως, μήτε οι δημιουργοί της επιστημονικής γνώσης είναι απαλλαγμένοι από τα σύμφυτα της εποχής και της ανθρώπινης φύσης: τον ανταγωνισμό και την ευτέλεια των επιδιώξεων, την αχρωματική όραση και την αποθέωση της μερικότητας. Οι γνώσεις, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε Γνώση. Και αν έχει κάτι ανάγκη ο σύγχρονος πολιτισμός, είναι περισσότερη σοφία, περισσότερο δηλαδή πολιτισμό.
Γιατί εδώ έγκειται η αίσθηση του τραγικού που, εν πολλοίς, φέρει τη μάσκα του μάσκα του ανεξήγητου. Η σημερινή πρόοδος της επιστήμης, η ανασύνθεση του κόσμου που επιχειρεί, υπογραμμίζει τις εν δυνάμει ανθρώπινες δυνατότητες. Και ενώ οι δυνατότητες αυτές επιτρέπουν να περιγραφεί η έκρηξη ενός υπερκαινοφανούς, ή αλλάζουν την καθημερινότητα με τη χρήση των υπολογιστών, δεν φαίνεται να οδηγούν σε μια ποιοτική εξέλιξη των κοινωνιών και του ανθρώπου. Οδηγούν αναμφισβήτητα σε μια ζωή διαφορετική ως προς τις εξωτερικές συντεταγμένες της. Που, εν τούτοις, συμπιέζει και πάλι ό,τι απετέλεσε το ουτοπικό ανθρώπινο όνειρο: την ισορροπία με τους άλλους και τον εαυτό μας, τη δίκαιη συγκρότηση του κοινωνικού ιστού, την ενίσχυση των δημιουργικών δυνάμεων που εν είδει μικρής φωτιάς ενυπάρχουν στον καθένα.

Και ενώ το όνειρο αυτό εμφανίζει σε ολόκληρο τον κόσμο μια μοιρολατρική υποχώρηση -είναι το Κακό, απλώς, που αλλάζει πρόσωπο- παραμένει ένα όνειρο όσο ποτέ επίκαιρο και οδυνηρό. Διότι, επιπρόσθετα, στον παραλογισμό των εξοπλισμών και στις αυταπάτες της αναπτύξεως, ένα καινούργιο φάσμα έχει αναδυθεί: το περιβαλλοντικό πρόβλημα. Και αυτό δεν αποτελεί μόνο φάσμα για ολόκληρο τον πλανήτη. Αποτελεί φάσμα -και πραγματικότητα- για την ίδια την ανθρώπινη καθημερινότητα. Εφόσον της στερεί, ολοένα και περισσότερο, τις ποιοτικές παραμέτρους και την υποχρεώνει να συμβιώνει με τη ρύπανση της στεριάς και των θαλασσών, την ένταση των μεγαλουπόλεων και με μια φύση τραυματισμένη και εκδικητική. Έτσι, τη στιγμή που ο άνθρωπος διακηρύσσει τους επιστημονικούς του θριάμβους, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί όχι μόνο την αλλοτρίωσή του από ένα επίπλαστο σύστημα αξιών, αλλά και το υπερβολικά κοντόθωρο και αλαζονικό της οράσεώς του.

Οι μονολεκτικοί προσδιορισμοί είναι κατά κανόνα επικίνδυνοι. Δεν είναι, ωστόσο, μακριά από μια συνολική θέαση της ανθρώπινης πορείας η αντίληψη ότι από τον βιολογικό άνθρωπο -τον υποχρεωμένο να αμυνθεί και να εξελίξει τις ικανότητές του- περάσαμε κάποτε στον θρησκευτικό άνθρωπο· που μετέθετε τη δικαίωση και την ηθική του σε δυνάμεις ή κόσμους εξωλογικούς. Στη συνέχεια, κυριάρχησε ο κοινωνικός άνθρωπος· εδώ, η δικαίωση απαιτήθηκε επί της Γης, με αιτήματα δικαιοσύνης και ελευθερίας. Με το τέλος του 20ού αιώνα -αιώνα της επιστήμης αλλά και βίαιων ανακατατάξεων- μια νέα κατηγορία, ένας νέος άνθρωπος διαμορφώθηκε: ο μετέωρος άνθρωπος. Με την υποψία ότι δεν συνιστά το περιούσιο δημιούργημα μιας θεϊκής δυνάμεως, αλλά την πολυπλοκότερη οργάνωση της ίδιας της ύλης. Απελευθερωμένος -ο μετέωρος άνθρωπος- από ηθικές επιταγές που είχαν κατά κανόνα ρίζες θρησκευτικές, αλλά και από την αυταπάτη ότι μια δίκαιη κοινωνία αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Ο μετέωρος άνθρωπος -ο εξόριστος από τον Θεό και το κέντρο του Σύμπαντος- γνωρίζει, εν τούτοις, ότι κατέχει το κέντρο του πλανήτη και το κέντρο της ίδιας του της ιστορίας.

Τούτο, ακριβώς, αποτελεί ένα σημείο με αδιάψευστη βαρύτητα. Διότι υπονοεί έναν καινούργιο ανθρωπισμό, χωρίς στηρίγματα θρησκευτικά ή τον ρομαντισμό της άγνοιας. Ο μετέωρος άνθρωπος υποπτεύεται ήδη ότι μόνο ένας κόσμος που ξεκινά από αυτόν και καταλήγει στον Άλλο -τους άλλους μετέωρους ανθρώπους- έχει κάποια λογική υπάρξεως ή δυνατότητα να επιβιώσει. Αυτή είναι η προσωπική ευθύνη, αλλά και η χάρις του: τον μετέωρο άνθρωπο θα ισορροπήσει μόνο το άπλωμα του χεριού στους άλλους κατοίκους του πλανήτη, και στη φύση ή τη θάλασσα που υπήρξαν μάρτυρες στη γέννησή του. Μόνο που, αν αυτό γίνει, τώρα θα είναι ένα χέρι όχι οδηγούμενο από την ιστορία ή τον φόβο της τιμωρίας, αλλά από βαθύτατη γνώση. Τη μόνη ικανή μαζί με τον έρωτα ή την Τέχνη, να υπερβεί το δέος και το κενό· το Κενό.
Ο μετέωρος άνθρωπος. Έποικος ενός ιδιόμορφου πλανήτη που ανήκει σ’ έναν ασήμαντο γαλαξία, γνώστης της ακραίας του ήττας -«δεν γνωρίζω τίποτα», γράφει ο Μπόρχες, «ούτε καν την ημερομηνία του θανάτου μου»- αυτός ο άνθρωπος τολμά εν τούτοις να θέτει ερωτήματα που αγγίζουν την ίδια του την ύπαρξη και την ύπαρξη του κόσμου. Αν αυτό συνιστά το μεγαλείο ή τη σισύφια μοίρα του, είναι μια απάντηση που ξεπερνά κατά πολύ την επιστήμη.
Γιώργος Γραμματικάκης, «Η Κόμη της Βερενίκης», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1990, σελ. 186-189 (απόσπασμα)

Παιδιά, κι είντα γινή- παιδιά, κι είντα γινήκανε
του κόσμου οι γι-α- ε νε, του κόσμου οι γι-αντρειωμένοι;
Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται μουδέ στ’ αναμεσάδες
Κάτω στην άκρη τ’ ουρανού, στην τέλειωση του κόσμου,
εκειδά πύργο χτίζουνε του Χάρου να κρυφτούνε…
(Ριζίτικο)

Ο Γιώργος Γραμματικάκης (21 Μαΐου 1939 – 25 Οκτωβρίου 2023) γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης. Διέγραψε έναν μεγάλο κύκλο σπουδών και επιστημονικής έρευνας, για να επιστρέψει το 1982 στα πάτρια εδάφη ως καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ενδιάμεσοι σταθμοί του ήταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Imperial College του Λονδίνου, ο «Δημόκριτος» και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών (CERN) στη Γενεύη.
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα στρέφονταν γύρω από τη δομή της ύλης και την κοσμολογία, ενώ ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Harvard ασχολήθηκε επίσης με την ιστορία της επιστήμης. Συμμετείχε από την αρχή στο πείραμα «Νέστωρ», που προσπαθεί να ανιχνεύσει τα φαντασματικά νετρίνα στα θαλάσσια βάθη της Πύλου. Εξελέγη δύο φορές (1990-1996) Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενώ για μια τετραετία διετέλεσε Πρόεδρος του Ιονίου Πανεπιστημίου. Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της ΕΡΤ και είχε συμμετάσχει σε επιτροπές εμπειρογνωμόνων για τις προοπτικές της παιδείας και της έρευνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπήρξε επίσης Προέδρος του Μουσείου «Νίκος Καζαντζάκης» στην Κρήτη και Αντιπρόεδρος στο Δ.Σ της Λυρικής Σκηνής.

Είχε συγγράψει τα βιβλία: «Η κόμη της Βερενίκης» – στο οποίο και βασίσθηκε η τηλεοπτική σειρά «Αναζητώντας την Βερενίκη» στην ΕΤ1, «Κοσμογραφήματα» και «Η αυτοβιογραφία του φωτός», «Συνομιλίες με το φως», «Ένας αστρολάβος του ουρανού και της ζωής», ενώ άρθρα του είχαν δημοσιευθεί παλαιότερα στην εφημερίδα «Το Βήμα» και στη συνέχεια στην «Ελευθεροτυπία». Ήταν συνεργάτης του διαδικτυακού Protagon. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη σύνδεση της Επιστήμης με τη Μουσική. Οι σχετικές εκδηλώσεις, με τη συνεργασία κορυφαίων μουσικών, είχαν παρουσιασθεί σε πολλά μέρη της Ελλάδος, αλλά και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Τιμήθηκε με ποικίλες διακρίσεις, και πρόσφατα από την Ένωση Ελλήνων Φυσικών για τη συμβολή του στην Παιδεία και την Επιστήμη.
Έφυγε από τη ζωή σήμερα, σε ηλικία 84 ετών, στο Ηράκλειο της Κρήτης όπου διέμενε μόνιμα. Η είδηση της εκδημίας του γέμισε βαθιά θλίψη τον επιστημονικό, τον πολιτικό και τον ακαδημαϊκό κόσμο της χώρας και ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Αιωνία η μνήμη. Καλό Παράδεισο.
Πηγές: biblionet.gr, neakriti.gr, domnasamiou.gr