Απ. Παύλος, Προς Κορινθίους Α’ (ΙΓ,1-13)


Ο Απόστολος Παύλος συνέταξε την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του μεταξύ των ετών 53-55 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Έφεσο, επιδιώκοντας να συμβάλει στην αντιμετώπιση προβλημάτων που είχαν ανακύψει στην εκκλησία της Κορίνθου (κεφ. 1-6), αλλά και για ν’ απαντήσει σε ερωτήματα που του είχαν απευθύνει οι Κορίνθιοι με επιστολή τους (κεφ. 7-15.) Ως προς τη μορφή ακολουθεί τους κανόνες της ελληνικής επιστολογραφίας, έχει όμως επίσης δεχτεί την επίδραση των διατριβών (έργων που αποτύπωναν σε γραπτή μορφή το περιεχόμενο προφορικών ρητορικών επιδείξεων και έφεραν την σφραγίδα της κυνικής – στωικής φιλοσοφίας).

Πρόκειται για έναν ύμνο στην αρετή της αγάπης, ως της διαπρεπέστερης μεταξύ των χριστιανικών αρετών, και μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερα μέρη: Στο πρώτο (1-7) διακηρύσσεται κατ’ αρχάς η ανωτερότητα της αγάπης έναντι των χαρισμάτων της γλωσσολαλίας και της προφητείας (1-3) και εν συνεχεία περιγράφονται χαρακτηριστικές ιδιότητες της αγάπης (4-7). Στο δεύτερο μέρος (8-13) ο Παύλος τονίζει τον εφήμερο χαρακτήρα των χαρισμάτων και την κατάργησή τους με την έλευση της μέλλουσας βασιλείας του Χριστού, ενώ παράλληλα επισημαίνει τον «νηπιακό», ατελή χαρακτήρα της γνώσης που αποκτάται μέσω αυτών. Στο τέλος παραμένει μόνο η αγάπη, γιατί αποτελεί το κατ’ εξοχήν γνώρισμα του Θεού και αποκαλύπτει το αιώνιο μέσα στον χρόνο:
| Ελληνιστική κοινή | Απόδοση στη νεοελληνική |
| [13.1] Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. [13.2] καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. [13.3] καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. [13.4] ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται· ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ· ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, [13.5] οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, [13.6] οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· [13.7] πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. [13.8] ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει· εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται. [13.9] ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν, καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· [13.10] ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. [13.11] ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. [13.12] βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. [13.13] νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη. | [13.1]Εάν τις γλώσσες των ανθρώπων μιλώ και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έγινα χαλκός που ηχεί ή κύμβαλο που αλαλάζει.[13.2] Και αν έχω το χάρισμα της προφητείας και κατέχω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, κι αν έχω όλη την πίστη, ώστε και όρη να μετακινώ, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα.[13.3] Και αν μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, και αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, ποιο το όφελος;[13.4] Η αγάπη μακροθυμεί, είναι γεμάτη καλοσύνη· η αγάπη δεν είναι ζηλότυπη, δεν μεγαλαυχεί, ούτε επαίρεται,[13.5] δεν ασχημονεί, δεν είναι εγωιστική, δεν είναι ευερέθιστη, δεν θυμάται το κακό,[13.6] δεν χαίρεται με την αδικία, μετέχει όμως στη χαρά για το ορθό·[13.7] τα πάντα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, για όλα ελπίζει, τα πάντα υπομένει[13.8] Η αγάπη ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει. Τα λόγια των προφητών κάποτε θα στερέψουν, οι γλώσσες θα σιγήσουν· η γνώση θα καταργηθεί.[13.9] Γιατί γνωρίζουμε σπαράγματα μόνο της αλήθειας, και οι προφητείες μας είναι ατελείς.[13.10] Όταν όμως έλθει το τέλειο, το μερικό θα παύσει να υπάρχει.[13.11] Όταν ήμουν μικρό παιδί, μιλούσα σαν μικρό παιδί, σκεπτόμουν σαν μικρό παιδί, συλλογιζόμουν σαν μικρό παιδί. Όταν όμως έγινα άντρας, έπαυσα να φέρομαι σαν παιδί.[13.12] Γιατί τώρα βλέπουμε αμυδρά, σαν μέσα σε καθρέφτη· τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα η γνώση μας είναι μερική, τότε όμως θα έχουμε πλήρη γνώση, όπως και ο Θεός ήδη στην εντέλεια γνωρίζει.[13.13] Στο τέλος μένουν αυτά τα τρία: η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη· και από αυτά το μεγαλύτερο είναι η αγάπη. |
Το 1961, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ίγκμαρ Μπέργκμαν σε σκηνή της ταινίας του «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη», δανείστηκε τον στίχο από τον «Ύμνο της Αγάπης»: «Τώρα βλέπουμε αμυδρά, σαν μέσα σε καθρέφτη· τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο με πρόσωπο». Και το 1993, ο Πολωνός σκηνοθέτης Κριστόφ Κισλόφσκι θα ντύσει μουσικά την ταινία του «Μπλε» (από την περίφημη τριλογία του «Τα τρία χρώματα») με τον «Ύμνο της Αγάπης» στην ελληνική γλώσσα, μελοποιημένο από τον Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ σε εκτέλεση της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βαρσοβίας. Ο Κισλόφσκι επιχειρεί, μέσω της αναφοράς του στο τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη» που ενέπνευσε τη Γαλλική Επανάσταση (σε καθεμία από τις μεγάλες αυτές έννοιες αποδίδεται ένα από τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας: μπλε για την ελευθερία, λευκό για την ισότητα και κόκκινο για την αδελφοσύνη), να συνδέσει τη μυστηριακή λατρεία με τον χριστιανισμό και να καταδείξει ότι η αγάπη μπορεί να σκλαβώσει τους ανθρώπους με τα δεσμά της, αλλά ταυτόχρονα και να τους απελευθερώσει.