(Δίηγημα)
Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου

«Όταν το ξεροβόρι θέριευε, το χιόνι ντούνες – ντούνες σκέπαζε σπίτια, μαντριά, κονίσματα, μνήματα και το μοναστήρι το μεγάλο. Πώς να πορεύονταν άνθρωποι με τόσες δυσκολίες, φτώχεια κι ορφάνια. Λύγιζαν προς τα κάτω τα κλαριά μπαμπακένια, κάτασπρα, λύγιζαν κι οι ψυχούλες. Περνούσαν δυο και τρεις βδομάδες και να μην φαίνεται ουρανός. Βοήθεια, από πουθενά. Μπόρες απάλευτες, κι όμως εμείς εκεί, στον αγώνα… Δύσκολοι καιροί, αβάσταχτες καταστάσεις σ’ όλα τα σπίτια, πονεμένος κόσμος μα και δυνατός. Η φωτιά σε τούτα τα σπίτια ήταντη αναμμένη μέρα και νύχτα το χειμώνα, πώς να τα κατάφερναν αλλιώς στη λακιά με το ποτάμι να τρέχει παγωμένο και τα κρούσταλλα που κρέμονταν από τη γρεντέ σαν κουρτίνες…». Ένα εξαιρετικό διήγημα απ’ τη μαγευτική γραφή της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου.
Συνέχεια