
Απόβαση τουρκικού οχηματαγωγού στην ακτή Πέντε Μίλι της Κερύνειας, Ιούλιος 1974
Τον Ιούλιο του 1974 ήμουν μόλις ενός έτους. Η μητέρα μου, έχοντας περάσει έναν εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο τοκετό σε εμένα, περίμενε κιόλας να γεννήσει το δεύτερο παιδάκι της, την αδερφή μου, που ήρθε στον κόσμο τον Αύγουστο του 1974, λίγες μόνον ημέρες μετά την επιστράτευση για την Κύπρο. Ήταν ήδη επιστρατευμένοι τόσο ο νεαρός τότε μαιευτήρας της όσο και ο πατέρας μου που είχε την ίδια ηλικία με τον γιατρό. Ο μπαμπάς μου ανήκε στους πρώτους τεχνικούς υπαλλήλους της Motor Oil και πέρασε όλη την επιστράτευση, ως προσωπικό ασφαλείας -χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο λόγω στρατιωτικού απορρήτου- στις εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου της εταιρείας στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας το οποίο αποτελούσε και εχθρικό στόχο κοντά στην Αθήνα, σε περίπτωση που η χώρα δεχόταν τουρκική επίθεση για τη βοήθειά της προς την Κύπρο.

Οι γονείς μου το 1970, τη χρονιά του γάμου τους

Στην αγκαλιά του πατέρα μου, τα Χριστούγεννα του 1974,
στο σπίτι μας στον Πειραιά
Η μαμά ζούσε τη δική της μοναχική αγωνία με ένα βρέφος στην αγκαλιά και ένα ακόμα που περίμενε να γεννηθεί από στιγμή σε στιγμή. Ως τότε είχε διανύσει μια ολόκληρη εποχή, από την Κατοχή ως τη Χούντα, στην οποία η μοίρα των απλών ανθρώπων ταυτίστηκε ανέκαθεν με τα πολιτικά γεγονότα που καθόρισαν τη νεώτερη ιστορία του τόπου. Και τώρα, αυτό που πάντα ήξερε, συνέβαινε ακόμα μια φορά και έπρεπε να το αντιμετωπίσει μόνη της. Μοναδική συντροφιά της ήταν καθημερινά οι δύο ηλικιωμένοι πια γονείς της που έμεναν στο κάτω σπίτι κι εγώ…


Ο πατέρας μου (πάνω αριστερά και κάτω) με συνάδελφό του στο συντονιστικό κέντρο
της Motor Oil στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της (1975)
Απλές ιστορίες απλών ανθρώπων ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες, που τις εξαιρετικά τεταμένες εκείνες ημέρες του καυτού Ιουλίου του ’74 έδωσαν πρόθυμα, χωρίς πολλές – πολλές σκέψεις, το δικό τους παρών στο κάλεσμα της μοίρας, στο κάλεσμα της πατρίδας και της Κύπρου μας που δοκιμαζόταν σκληρά και που την ένιωθαν πατρίδα κι εκείνη βαθιά μες στην καρδιά τους, ένα αναπόσπαστο και ατόφιο κομμάτι Ελληνισμού που έπρεπε με κάθε τρόπο να παραμείνει ελεύθερο, περήφανο και δυνατό, φορέας του λαμπρού πολιτισμού μας στο σύγχρονο κόσμο.

Με τη Νάντια, το Πάσχα του 1975
Κι όμως τίποτα από όλα αυτά τελικά δεν έγινε… Η επιστράτευση σύντομα έληξε. Ο γιατρός επέστρεψε μερικές ημέρες μετά και ξεγέννησε κανονικά τη μαμά μου. Κι ο πατέρας μου στο πλάι της κράτησε στην αγκαλιά του το δεύτερο κοριτσάκι τους, τη Νάντια μας, με ένα πλατύ χαμόγελο. Κι εγώ δεν θα ξαναέπαιζα ποτέ πια μόνη, αφού είχα κιόλας παντοτινή συντροφιά τη μικρή μου αδερφούλα. Και κάπως έτσι οι ωδίνες του τοκετού της μητέρας μου συνέπεσαν με τη συλλογική οδύνη για όσα εκτυλίσσονταν στην Κύπρο, με τον Αττίλα ΙΙ να ολοκληρώνει όσα δεινά έφερε ο Αττίλας Ι και την εισβολή να μετατρέπεται σύντομα σε κατοχή στα εδάφη της Μεγαλονήσου.


Πρωτοσέλιδα των ημερών της επιστράτευσης
Είναι τρομερό από πόσες διαφορετικές συναισθηματικές εντάσεις και καταστάσεις μπορεί να περάσει ο άνθρωπος μέσα σε λίγες ημέρες ή και ώρες… Η ζωή στην Ελλάδα ξαναπήρε τον φαινομενικά καθιερωμένο ρυθμό της, αυτόν που είχε επιβάλει επί χρόνια η Απριλιανή δικτατορία, μόνο που τώρα πια στα ατέλειωτα κρίματά της είχε προστεθεί και η ανείπωτη τραγωδία της Κύπρου. Της Κύπρου που θυσιάστηκε μέσα από τα φρικώδη εγκλήματα που έφερε η τουρκική εισβολή και κατοχή, με τις χιλιάδες των αγνοουμένων παιδιών της, των νεκρών στα πεδία των μαχών εκείνων των ημερών, των εκπατρισμένων Ελληνοκυπριών που ξεριζώθηκαν βίαια από τις υπερχιλιετείς πατρογονικές εστίες τους, που βίωσαν και εξακολουθούν να βιώνουν το πιο σκληρό και άδικο καθεστώς που διατηρείται προκλητικά έως και σήμερα, αποτελώντας τη μεγαλύτερη ντροπή της ανθρωπότητας και όνειδος για την παγκόσμια «πολιτισμένη» κοινότητα.

Εικόνα της επιστράτευσης, Ιούλιος 1974
Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, ουσιαστικά μεγαλώσαμε με την Κύπρο υπό τουρκική κατοχή, ένα καθεστώς απόλυτης ανομίας που προσβάλλει κάθε έννοια διεθνούς και ανθρωπιστικού δικαίου και καταδεικνύει περίτρανα την υποκρισία των ισχυρών της γης που επιτρέπουν τη διαιώνισή του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις -με πολύ πιο επουσιώδεις ή ακόμα και «κατασκευασμένες» αφορμές- έχουν επέμβει άμεσα -με κάθε κόστος και τίμημα- για την υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου και την αποκατάσταση της διαταραχθείσας τάξης. Αντιθέτως, για την Κύπρο το μόνο που έχει γίνει, εδώ και μισό αιώνα, είναι η εισήγηση «λύσεων» για το Κυπριακό που, επί της ουσίας, υπονομεύουν ακόμα χειρότερα τη θέση της και παγιώνουν το καθεστώς κατοχής προωθώντας την οριστική διχοτόμησή της. Ένα ακόμα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι γιατί, από την εποχή της ανεξαρτησίας της Κύπρου (1960) έως και σήμερα, απετράπη συστηματικά η ένταξή της σε οποιαδήποτε ισχυρή στρατιωτική συμμαχία που αναμφίβολα θα απέτρεπε ή τουλάχιστον θα καθιστούσε λιγότερο επαχθή τη μοίρα που της επιφυλάχθηκε το καλοκαίρι του 1974.

Το βομβαρδισμένο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία (15 Ιουλίου 1974)
Αρκετά χρόνια μετά, μαθήτρια πια του Γυμνασίου, έμαθα τι ακριβώς συντελέστηκε στην Κύπρο εκείνον τον μακρινό Ιούλιο από τον τότε καθηγητή μας των Μαθηματικών με καταγωγή από την κατεχόμενη πια Αμμόχωστο… Συχνά σταματούσε το μάθημα και, ανάμεσα σε θεωρήματα και εξισώσεις, μας μιλούσε για την Κύπρο και έβλεπες τα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του βρέχοντας το φωτεινό πρόσωπό του. Είχε πολεμήσει -μαθητής ακόμα- τους βρετανούς στους κόλπους της ΕΟΚΑ και είχε εμφανή σημάδια από τραύματα σφαίρας στην παλάμη του που τον εμπόδιζαν να κρατήσει όρθια την κιμωλία. Μιλούσε για όσα χάθηκαν στην Αμμόχωστο το καλοκαίρι του ’74… Για την ολοκαίνουργια οικογενειακή επιχείρηση που είχαν στήσει με τον πατέρα του και τον γαμπρό του επενδύοντας όλη τους την περιουσία και την οποία είδαν να καταστρέφεται από τους τούρκους. Για τα σπίτια, τα χωράφια, τα ζώα, τις σοδειές, τα μαγαζιά που δεν θα ξαναέβλεπαν. Για τους συντρόφους, τους φίλους, τους συγγενείς που χάθηκαν για πάντα. Για την προσφυγοποίησή τους μέσα στην ίδια τους τη χώρα, την προδοσία και την εγκατάλειψη. Για την όμορφη πατρίδα με όλα τα χρώματα, τις μνήμες, τις μυρωδιές της, τα τοπία, τα χωριά και τις εξοχές της που πέρασε βέβηλα μέσα σε λίγες ώρες σε ξένα χέρια. Για όλους τους εκπατρισμένους που έφυγαν από τη ζωή χωρίς ποτέ να δουν το όνειρο και την ελπίδα του επαναπατρισμού να δικαιώνονται. Για όλους τους κόπους, τον μόχθο, τους αγώνες που πήγαν του κάκου… Για όλα εκείνα τα «γιατί» που έβλεπες να παλεύουν αναπάντητα στα μάτια ενός ανθρώπου που δεν μπορούσαν να χωρέσουν το άδικο, δεν μπορούσαν να δεχτούν την αναξιοπρέπεια, τη βία, την τρομοκρατία, την υποκρισία, την προσβολή, την ατιμωρησία, το έγκλημα.

Με τον Κύπριο καθηγητή μας των Μαθηματικών κ. Αλέξανδρο Γεωργαλλίδη
σε σχολική εκδρομή στο Λουτράκι Περαχώρας, τέλη της δεκαετίας του ‘80
Έχουν πολλά ειπωθεί για το δράμα της Κύπρου και για το Κυπριακό από ειδήμονες, επιστήμονες, δημοσιογράφους, πολιτικούς, διπλωμάτες, ακαδημαϊκούς και πολλούς ακόμα που γνωρίζουν τα πράγματα από «πρώτο χέρι» και σε βάθος. Για μένα όμως η Κύπρος για όλα όσα είναι και σημαίνει, μέσα από την τραγωδία της, με τους αιώνες της ιστορίας της, τη δόξα, τη λάμψη, την ανθρωπιά και την ομορφιά της, θα υπάρχει πάντοτε μέσα σε εκείνα τα δακρυσμένα μάτια του Καθηγητή μας που δεν θα πάψω ποτέ να τον ευχαριστώ για την αγάπη που έβαλε στην καρδιά μας για τη μικρή, μα τόσο σημαντική, τυραννισμένη του πατρίδα. Εύχομαι πριν κλείσουν για πάντα πάνω σε αυτόν τον κόσμο τα μάτια εκείνα, να γεμίσουν από το φως και τη χαρά της λεύτερης Αμμοχώστου, της λεύτερης Κερύνειας, της Μόρφου, της Κυθρέας, της Καρπασίας. Είθε!

Καρτερούμεν
Καρτερούμεν μέραν νύχταν
να φυσήσει ένας αέρας
Στουν τον τόπον πο ‘ν καμένος
τζι’ εν θωρεί ποτέ δροσιάν
Για να φέξει καρτερούμεν
το φως τζιήνης της μέρας
Πο ‘ν να φέρει στον καθ’ έναν
τζιαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν

(Στίχοι: Δημήτρης Λιπέρτης, Μουσική: Δημήτρης Λάγιος,
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας, Δώρος Δημοσθένους)