
Στο Υπουργείο Εξωτερικών, αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας
της Βάρκιζας. Από αριστερά: Σκομπορίνας, Σαράφης, Σιάντος, Τσιριμώκος,
Σοφιανόπουλος, Παρτσαλίδης, Μπαρούτσος. Πίσω, στο κέντρο,
ο Μαρκόπουλος και ο στρατηγός Κατσώτας
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 η ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό, τότε, τον Νικόλαο Πλαστήρα, και το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η Συνθήκη αυτή ήταν η προσπάθεια να λήξουν όσα δεινά είχαν προκληθεί από τα «Δεκεμβριανά» (Δεκέμβριος 1944 – Ιανουάριος 1945), δηλαδή την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) -στρατιωτικού σκέλους του ΕΑΜ- από τη μία και των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων και των Βρετανών από την άλλη.
Ακριβώς τέσσερις μήνες πριν την υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας, στις 12 Οκτωβρίου 1944, η Αθήνα γέμισε σημαίες, γέλια και ζητοκραυγές. Τα ναζισιτικά στρατεύματα αποχωρούσαν, η πρωτεύουσα και, σταδιακά, ολόκληρη η χώρα απελευθερώνονταν. Η Κατοχή, που τόσα δεινά είχε σημάνει για τον τόπο, είχε τελειώσει και οι Έλληνες ήταν και πάλι ελεύθεροι. Παράλληλα, όμως, με τη χαρά υπήρχε και ένα μούδιασμα για το τι θ’ ακολουθούσε… Εμφύλιες έριδες αλλά και συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ελληνικών ομάδων είχαν ήδη εκδηλωθεί, ώσπου στις 3 Δεκεμβρίου του ’44 ξέσπασαν στην Αθήνα τα τραγικά γεγονότα που, αργότερα, ονομάστηκαν «Δεκεμβριανά».

H δολοφονία πολιτών στην Αθήνα που πυροδότησε τα Δεκεμβριανά του 1944
Βασικά ζητήματα, καθώς έμπαινε ο Δεκέμβρης του ’44, ήταν οι όροι ανασυγκρότησης του ελληνικού εθνικού στρατού, η αντιμετώπιση των δοσίλογων και των Ταγμάτων Ασφαλείας, των ελλήνων συνεργατών, δηλαδή, των Ναζί, και ο αφοπλισμός των ανταρτικών δυνάμεων. Τα Δεκεμβριανά θα διαρκέσουν ως τον Ιανουάριο του 1945 και θα οδηγήσουν στον θάνατο χιλιάδες ανθρώπους και από τις δύο πλευρές. Ο κυβερνητικός στρατός, με τη συνδρομή των Βρετανών, επικράτησε των κομμουνιστών και με τη Συνθήκη της Βάρκιζας έγινε μια ατυχής προσπάθεια να διευθετηθούν τα ζητήματα μεταξύ των δύο πλευρών.
Γράφει στο «ΒΗΜΑ» της 19ης Φεβρουαρίου 1995 ο Σπύρος Λιναρδάτος: «Η τότε κυβέρνηση Πλαστήρα και το ΕΑΜ υπέγραφαν τη συμφωνία για τον “οριστικό” τερματισμό των συγκρούσεων που είχαν αρχίσει στις 3 Δεκεμβρίου 1944 και “δια την ανάπτυξιν ελευθέρου και ομαλού πολιτικού βίου, του οποίου κύριον χαρακτηριστικόν θα είναι ο σεβασμός της πολιτικής συνειδήσεως των πολιτών … και ο σεβασμός προς τας ελευθερίας τας οποίας ο καταστατικός χάρτης του Ατλαντικού και αι αποφάσεις Τεχεράνης διεκήρυξαν”.

Ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπήρξε καρπός πολυήμερων συνεδριάσεων και διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους αντιπροσώπους της κυβέρνησης Πλαστήρα και του ΕΑΜ (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), κατόπιν πρωτοβουλίας που είχε αναλάβει ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο οποίος εκτελούσε τότε χρέη Αντιβασιλέως. Την κυβερνητική αντιπροσωπεία στη λεγόμενη «Διάσκεψη της Βάρκιζας» (στην πραγματικότητα, το πρώτο πρωτόκολλο αυτής υπεγράφη όχι στη Βάρκιζα, αλλά στη γειτονική Βάρη, στη βίλα Κανελλόπουλου) αποτελούσαν οι Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης, υπουργός Εσωτερικών, και Ιωάννης Μακρόπουλος, υπουργός Γεωργίας. Μέλη της εξουσιοδοτημένης από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αντιπροσωπείας ήταν οι Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ, και Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματέας της ΕΛΔ (Ενώσεως Λαϊκής Δημοκρατίας).
Η υπογραφή της οριστικής συμφωνίας των δύο πλευρών άρχισε ακριβώς στις 7:20 μ.μ. της Δευτέρας 12ης Φεβρουαρίου 1945, στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών. Πρώτος έβαλε την υπογραφή του κάτω από το «Πρακτικόν Συμφωνητικού» ο υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος της Διασκέψεως της Βάρκιζας, Ιω. Σοφιανόπουλος, μέσα σε κλίμα έκδηλης συγκίνησης, σχετικής ανακούφισης, αλλά και αναμφισβήτητης δυσπιστίας. Ακολούθησαν, καθένας με το δικό του στυλό, ο Στέφανος Σαράφης (στρατιωτικός σύμβουλος της εαμικής αντιπροσωπείας), ο Δημ. Παρτσαλίδης, ο Γ. Σιάντος (πρόεδρος της εαμικής αντιπροσωπείας), ο Ηλ. Τσιριμώκος, ο Περ. Ράλλης, ο Ιω. Μακρόπουλος και ο Παυσανίας Κατσώτας (στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας) που είχαν καταλάβει τις θέσεις τους στο μεγάλο ωοειδές τραπέζι της αίθουσας του υπουργείου Εξωτερικών.

Από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας
Είχε προηγηθεί η ανακωχή του ΕΛΑΣ με τους Άγγλους (στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι), που υπεγράφη στις 11 Ιανουαρίου 1945 και ίσχυε από τις 15 του ίδιου μήνα. Ο ΕΛΑΣ, που είχε υποχρεωθεί ήδη από τις 5 Ιανουαρίου να φύγει από την Αθήνα, τερματίζοντας έτσι τη «δεκεμβριανή» σύγκρουση στην πρωτεύουσα και τον Πειραιά που είχε κρατήσει έναν μήνα με την ανακωχή, συμφώνησε μέσα σε τέσσερις ημέρες να υποχωρήσει στη γραμμή Ιτέα – Λαμία – Δομοκός – Φάρσαλα – Βόλος και στην Πελοπόννησο νότια από τη γραμμή Πύργος – Άργος και να εγκαταλείψει και τη Θεσσαλονίκη.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας εξασφάλιζε, κατ’ αρχάς, την ελεύθερη εκδήλωση των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων των πολιτών καθώς και την απρόσκοπτη λειτουργία των ατομικών ελευθεριών (του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, της ελευθερίας του Τύπου, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες). Επίσης, προέβλεπε την άρση του στρατιωτικού νόμου σε όλη την επικράτεια, την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων που είχαν διαπραχθεί από την 3η Δεκεμβρίου 1944 και μετά, καθώς και την άμεση απελευθέρωση των ομήρων. Συγκεκριμένα άρθρα της Συμφωνίας αναφέρονταν στη στελέχωση του Εθνικού Στρατού και στην αποστράτευση των ενόπλων αντιστασιακών δυνάμεων (ΕΛΑΣ, ΕΛΑΝ, Εθνικής Πολιτοφυλακής), ενώ ο ΕΛΑΣ ανελάμβανε την υποχρέωση να παραδώσει, εντός 14 ημερών (έως την 26η Φεβρουαρίου), σαφώς καθορισμένο αριθμό όπλων (τυφεκίων, οπλοπολυβόλων, βαρέων πολυβόλων, όλμων, πυροβόλων κ.ά.).

Η Συμφωνία διευκρίνιζε ακόμα τους μηχανισμούς με τους οποίους θα γινόταν η εκκαθάριση του Δημοσίου (δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων δημοτικών και κοινοτικών υπηρεσιών κ.λπ.) και των Σωμάτων Ασφαλείας (Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων). Τέλος, τα μέλη των δύο αντιπροσωπειών συνομολογούσαν την όσο το δυνατόν πιο σύντομη (σε κάθε περίπτωση εντός του 1945) διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα και, εν συνεχεία, ψηφοφορίας για την εκλογή Συντακτικής Εθνοσυνελεύσεως με σκοπό την κατάρτιση του νέου Συντάγματος της χώρας, παρουσία μάλιστα παρατηρητών από πλευράς των μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων.
Στην πραγματικότητα, η Συμφωνία αποδείχθηκε φενάκη και απαρχή νέων δεινών για την Ελλάδα και τον λαό της. Όπως γράφει και ο άγγλος συγγραφέας και γνώστης των ελληνικών πραγμάτων Γουντχάουζ – Κρις, «χωρίς εγγυήσεις καλής πίστεως, η Συμφωνία της Βάρκιζας αποδείχθηκε στείρα. Γιατί η μεν Αριστερά δεν παρέδωσε όλα της τα όπλα, ενώ η Δεξιά, εξοπλισμένη με την αναστολή του “χαμπέας κόρπους” (για τις αυθαίρετες συλλήψεις) και με την απειθάρχητη εκδικητική μανία της νεοσύστατης Εθνοφυλακής, ήταν ασύδοτη στην εκτέλεση πράξεων προσωπικής βεντέτας εναντίον καθενός που μπορούσε να θεωρηθή κομμουνιστής» (C.M. Woodhouse, «Το Μήλον της Έριδος», εκδόσεις Εξάντας, σ. 343).

Η ίδια η Αριστερά (Ζαχαριάδης, Ιωαννίδης, Παρτσαλίδης κ.ά.) έχει παραδεχθεί ότι έκρυψε έναν σημαντικό αριθμό όπλων, αν και παρέδωσε όσα είχαν συμφωνηθεί. Ταυτόχρονα όμως παραθέτει τους αριθμούς (1.289 φόνοι, 6.671 τραυματισμοί, 31.632 βασανισμοί, 34.931 συλλήψεις, 165 βιασμοί γυναικών κ.λπ.) που φανερώνουν τον όργιο της τρομοκρατίας της Εθνοφυλακής, της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και των ποικιλώνυμων τρομοκρατικών οργανώσεων της Δεξιάς μόνο τον πρώτο χρόνο μετά τη Βάρκιζα. Αυτό το όργιο της τρομοκρατίας, που εσήμαινε ευθεία παραβίαση της Συμφωνίας Βάρκιζας, κατήγγειλε το 1946 και ο επικεφαλής της κυβερνητικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη, ο υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Πλαστήρα Ιω. Σοφιανόπουλος. Είπε ότι θα προτιμούσε να κόψει το χέρι του παρά να βάλει την υπογραφή του στη Συμφωνία, αν ήξερε με ποιον τρόπο θα «εφαρμοζόταν».
Το άρθρο της Συμφωνίας που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις και, παρ’ όλίγον, τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, ήταν το σχετικό με την αμνηστία, δεδομένου ότι η κυβερνητική πλευρά απέκλειε τη γενική και χωρίς εξαιρέσεις αμνηστεία. Τελικά έγινε δεκτή και από τις δύο πλευρές μία διατύπωση κατά την οποία «αμνηστεύονταν τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944», αλλά «εξαιρούνταν της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήταν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος». Η υπογραφή του άρθρου αυτού έγινε αργότερα το αντικείμενο της σοβαρότερης κριτικής στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, δεδομένου ότι διευκόλυνε την εξαπόλυση δικαστικού διωγμού, καταδικών, ακόμα και εκτελέσεων αγωνιστών της Αριστεράς για «αδικήματα κατοχικά» αλλά και των Δεκεμβριανών».

Σπύρος Μελετζής, Αντάρτες στη Βίνιανη
Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ ΤΟΥ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΔΣΕ)

«Εγώ, παιδί του λαού της Ελλάδας και μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ορκίζομαι να πολεμήσω με το όπλο στα χέρι, να χύσω το αίμα μου και να δώσω και την ίδια μου τη ζωή για να διώξω από τα χώματα της πατρίδας μου και τον τελευταίο ξένο κατακτητή. Για να εξαφανίσω κάθε ίχνος φασισμού. Για να εξασφαλίσω και να υπερασπίσω την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μου. Για να εξασφαλίσω και να υπερασπίσω τη Δημοκρατία, την τιμή, την εργασία, την περιουσία και την πρόοδο του λαού μου.
Ορκίζομαι να’ μαι καλός, γενναίος και πειθαρχικός στρατιώτης να εκτελώ όλες τις διαταγές των ανωτέρων μου, να τηρώ όλες τις διατάξεις του κανονισμού και να κρατώ τα μυστικά προς τον λαό, φορέας και εμψυχωτής στη λαϊκή ενότητα και συμφιλίωση και να αποφεύγω κάθε πράξη που θα με εκθέτει και θα με ατιμάζει σαν άνθρωπο και σαν μαχητή.
Ιδανικό μου έχω τη λεύτερη και ισχυρή δημοκρατική Ελλάδα, την πρόοδο και την ευημερία του λαού. Και στην υπηρεσία του ιδανικού μου θέτω το όπλο μου και τη ζωή μου.
Αν ποτέ φανώ επίορκος και από κακή πρόθεση παραβώ τον όρκο μου, ας πέσει πάνω μου αμίληκτο το τιμωρό χέρι της πατρίδας και το μίσος και η καταφρόνια του λαού μου».
«ΟΛΟΙ ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ. ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ»
(Σύνθημα του ΔΣΕ)

Αντάρτες, Λυκορράχη Γράμμου (1946-49)
Πάντως τη συμφωνία εκάλυψε με την ευθύνη της η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αλλά και ο Νίκος Ζαχαριάδης που είχε επιστρέψει στο μεταξύ στην Ελλάδα. Ο Ζαχαριάδης επέμεινε στην τήρηση των όρων της Συμφωνίας και φέρθηκε με εξαίρετική σκληρότητα στον Άρη Βελουχιώτη που διεφώνησε με τη Βαρκίζα και επεχείρησε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα με μερικούς ακόμα πρώην αντάρτες. Μόνο μετά το 1950, ύστερα από μια συζήτηση με τον Στάλιν, στην προσπάθειά του να μεταθέσει στην παλαιά ηγεσία (Σιάντο, Ιωαννίδη, Παρτσαλίδη κ.λπ.) την ευθύνη για την αποτυχία και τη συντριβή του κινήματος, ο Ζαχαριάδης αποκήρυξε και τη Βάρκιζα.
Γενικότερα πάντως ο άγριος διωγμός που εξαπολύθηκε εναντίον της Αριστεράς μετά τη Συμφωνία, ιδιαίτερα στις επαρχίες, στηρίχθηκε νομικά απολύτως μόνο στα κενά της συμφωνίας της Βάρκιζας, αλλά και σε νομικά τεχνάσματα – κατηγορίες για «αντιποίησιν αρχής» με πράξεις της ΠΕΕΑ (σ.σ. Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), για παράβαση κάποιου άρθρου του Ποινικού Νόμου περί «προσκλήσεως αμοιβαίας διχόνοιας» κ.λπ. Κυρίως όμως «στηρίχθηκε» στην απόλυτη αυθαιρεσία των πρώην ταγματασφαλιτών και χιτών και άλλων τρομοκρατών που δεν δίστασαν να εισβάλουν και ν’ ανοίξουν ακόμα και φυλακές και να σφάξουν ομαδικά πολιτικούς κρατουμένους (Γύθειο, Σπάρτη).

Άρης Βελουχιώτης
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας επικράτησε άγρια κρατική και παρακρατική τρομοκρατία που αφενός την ανέχθηκαν, για τους δικούς τους σκοπούς, οι αγγλικές υπηρεσίες και, σε μεγάλο βαθμό, την υποκίνησαν αφού στόχος τους ήταν, όχι μόνον η διατήρηση του αστικού καθεστώτος, αλλά και η επαναφορά του πιστού τους Γεωργίου Γλύξμπουργκ, ως εγγύηση για την επιρροή τους στην Ελλάδα, και αφετέρου την ευνόησαν οι δεξιές κυβερνήσεις (Π. Βούλγαρη, Κ. Τσαλδάρη) και δεν μπόρεσαν να την αντιμετωπίσουν οι κεντρώες (Πλαστήρα, Σοφούλη). Η Ελλάδα βάδιζε ολοταχώς προς τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό, που επισήμως ξεκίνησε το 1946 και διήρκεσε ως τις 29 Αυγούστου του 1949. Και όπως σημειώνει στο «ΒΗΜΑ» της 4ης Δεκεμβρίου 1994 ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος: «Ενώ στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά το εξάμηνο του πολέμου 1940-1941 είχαμε 15.000 οπλίτες και αξιωματικούς νεκρούς, στα Δεκεμβριανά είχαμε 17.000 και στον Εμφύλιο 47.000 και από τις δύο πλευρές…».

Μάρκος Βαφειάδης
Στο φύλλο της εφημερίδας «Τα Νέα», της Πέμπτης 21 Μαρτίου 1985, και στο πλαίσιο προδημοσίευσης του δεύτερου τόμου των «Απομνημονευμάτων» του Μάρκου Βαφειάδη, που θα κυκλοφορούσε λίγες ημέρες αργότερα από τον εκδοτικό οίκο «Νέα Σύνορα» (Λιβάνη), είχε περιληφθεί ένα άρθρο που έφερε τον τίτλο «Πώς παραδώσαμε τα όπλα μας – Η Συμφωνία της Βάρκιζας». Εκεί, μεταξύ πολλών άλλων μαρτυριών, σκέψεων και αισθημάτων που περιλαμβάνονται στο «αυτοβιογραφικό γραφτό» -έτσι το χαρακτήριζε ο ίδιος- του πάλαι ποτέ αρχιστρατήγου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και πρώτου προέδρου της αποκαλούμενης «Κυβέρνησης του Βουνού», διαβάζουμε τα εξής:
Στις μεγάλες μονάδες του ΕΛΑΣ δεν στάλθηκαν αντίγραφα αυτής της συμφωνίας με όλα της τα άρθρα. Αλλά σε κάθε μονάδα κείνο το σημείο (άρθρο) που την αφορούσε. Π.χ. στην ΟΜΜ (σ.σ. Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας) στάλθηκε μόνο το κομμάτι, το άρθρο 3, που αφορούσε τη Μακεδονία. Γιατί; Φαίνεται πως κάποια αντίδραση από μέρος των άλλων μονάδων φοβόντουσαν, γιατί αυτή η περιβόητη ανακωχή δεν ήτανε μόνο μια υποχώρηση από την Αθήνα – Πειραιά όπως υποτίθονταν, μια που είχε χαθεί μόνο μια μάχη και όλη η εκτός Αθήνας Ελλάδα ήταν λαοκρατούμενη. Κι εκεί που οι Εγγλέζοι ήτανε απελπισμένοι και για την Αθήνα – Πειραιά και κουβάλησαν και τον Τσώρτσιλ στην Αθήνα και εκλιπαρούσαν μόνο την Αθήνα – Πειραιά, εμείς τους δώσαμε όλη την Ελλάδα! […]
Και μόνο το γεγονός που η συμφωνία «ανακωχής» εφαρμόστηκε με τη μεγαλύτερη συνέπεια από μέρους της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, δείχνει πως η επιτροπή έφερε μια συμφωνία στα μέτρα της ηγεσίας, κι εδώ το ζήτημα πια δεν είναι οι κάθε κατηγορίας επιφυλάξεις που δεν απαντούν στο καθαυτό πρόβλημα, αλλά μια σε βάθος έρευνα της υπόστασης της ηγεσίας και του κάθε μέλους της χωριστά, που θα οδηγούσαν στο αδυσώπητο γεγονός της ταξικής διάβρωσης που την απεχθάνονται και οι δύο τώρα ηγεσίες και την απορρίπτουν «μετά βδελυγμίας»! […]

Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο
Την εξουσία εμείς την παραδώκαμε στους Εγγλέζους. Δεν υπήρχε άλλη εξουσία, ούτε χωροφυλακή κι ούτε τίποτα άλλο, τους είχαμε καταργήσει σαν θεσμούς που υπηρέτησαν τους καταχτητές, ούτε εθνοφυλακή – στρατός, αλλά μόνο Ελασίτικος και Πολιτοφυλακή και ΕΛΑΝ. Μετά ήρθανε. Εμείς φύγαμε και στη συνέχεια ήρθανε εκείνοι. Από χέρι σε χέρι δηλαδή. Οι Εγγλέζοι την πήρανε από μας, κατάργησαν τα αυτοδιοικητικά όργανα εξουσίας, τη λαοκρατία, μεταφύτεψαν την Σκομπία της Αθήνας και την παρέδωσαν στους δικούς τους πιστούς υπηρέτες της αποικιοκρατίας τους χωρίς εξαίρεση αν ήταν ταγματασφαλίτες, δοσίλογοι, αρκεί να μην ήταν Εαμίτες! […]
Εκεί, στη Βέροια, μας ήρθε και το νέο μαντάτο, η υπογραφή της «Συμφωνίας της Βάρκιζας», μαζί και η διαταγή για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και παράδοσης των όπλων. Καλέσαμε σε συγκέντρωση το επιτελείο της ΟΜΜ, τις διοικήσεις των τμημάτων μας που ήταν στρατωνισμένοι στη Βέροια και άλλων στρατιωτικών υπηρεσιών, για να τους ανακοινώσουμε τους όρους της «Συμφωνίας της Βάρκιζας» και τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ που ’χε εκδοθεί με βάση την παραπάνω συμφωνία. Ήταν μάλιστα μια διαταγή παρηγοριάς, θα λέγαμε, γιατί ονομαζόντανε σαν αποχαιρετιστήρια Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ προς όλους τους Ελασίτες, όπου λέγονταν ότι ο ένοπλος αγώνας μας τέλειωσε και ο στρατός μας, ο ΕΛΑΣ, αποστρατεύεται!! (δικά μου τα θαυμαστικά για το «αποστρατεύεται», που ’ταν το χρυσωμένο χάπι τού «παραδίνεται»).
Αμέσως όμως φάνηκε πως οι αγωνιστές μας δεν είχαν ανάγκη από δραγουμάνους. Κι αυτοστιγμεί κατάλαβαν πώς, γιατί και τι είδους «αποστράτευση» πρόκειται να γίνει, και μόλις τους ανακοίνωσα πως πρέπει να παραδώσουμε τα όπλα μας, ένα ξάφνιασμα πρώτα και ξέσπασε αμέσως η οργή και η κατάρα για την κατάντια μας. Δάκρυα και κλάματα πνίγαν αντρειωμένους αγωνιστές που δεν είχαν σκεφτεί ούτε λεπτό τον εαυτό τους, αλλά τον αγώνα για τη λευτεριά. Μα πώς θα γίνει αυτό; Πώς θα παραδώσω εγώ το όπλο μου που το πήρα από τον Γερμανό, από τον Ιταλό, από τον Βούλγαρο, πολεμώντας αυτούς τους καταχτητές της χώρας μου; Μου ανήκει αυτό το όπλο, μου το ’δωσε η Ελλάδα, ο λαός μου το ’δωσε, πώς να το παραδώσω εγώ στους Εγγλέζους και τους δοσίλογους, στους ταγματασφαλίτες;
Κι όμως, πειθάρχησαν μέχρι τον τελευταίο. Όλοι τους, και μέχρι πιστόλι, μέχρι και την τελευταία σφαίρα παραδώσανε. Φως φανερό ήταν με πόση αγωνία και ψυχικό πόνο ο Ελασίτης, ο Πολιτοφύλακας, ο Ελανίτης πήγαινε να παραδώσει το όπλο του, χωρίς τη θέλησή του. Γιατί καταλάβαινε ότι χάνει τη δύναμή του, το δίκιο του, ένιωθε αγανάχτηση γι’ αυτό που έπρεπε να γίνει, για την αδικία -το έγκλημα που γίνεται σε βάρος του αγώνα, σε βάρος της ακριβοπληρωμένης λευτεριάς του.

Είναι όμως χαραχτηριστικό και τ’ άλλο: απ’ τη στιγμή που έριχνε το όπλο του στο σωρό, δεν τον κράταγες ούτε λεπτό πια, ούτε λεπτό. Έφευγε όπως μπόραγε. Ούτε για φαΐ έμενε, ούτε για να πάρει, ξέρω γω, αν δεν ήταν έτοιμα και δεν του δίναν για το δρόμο, την ξερή τροφή για το δρόμο. Δεν σε κοίταγε στα μάτια, έφευγε, αγνώριστος πια γινόντανε ο μαχητής. Και οι αξιωματικοί και οι καπεταναίοι ακόμα είχαν την ίδια ψυχολογία, και λίγοι ήταν κείνοι που δείχναν κάποια αισιοδοξία, «ε, θα τους δείξουμε ακόμα…», που έμοιαζε πιότερο για επιβεβαίωση του ξαφνικού αδιέξοδου που του ’χε προκαλέσει το αίσθημα της αβεβαιότητας παρά κάποια προγραμματισμένη σκέψη – πρόθεση μελλοντική!
Έτσι, εμείς παραδώσαμε τα όπλα ριγμένα στο σωρό για να πέσουν, ύστερα από λίγο, στα χέρια κείνων που μαζί με τους καταχτητές δολοφονούσαν τους πατριώτες αγωνιστές, για να ξαναρχίσουν το δολοφονικό τους έργο στο μεταβαρκιζιανό καθεστώς της αγγλοκρατίας και του δοσιλογισμού.
Μάρκος Βαφειάδης
Πηγή: in.gr, ergatikosagwnas.gr, in.gr