
Νίκος Ξυλούρης
(Ανώγεια, 7 Ιουλίου 1936 – Πειραιάς, 8 Φεβρουαρίου 1980)
8 του Φλεβάρη 1980. Η μέρα που η μοίρα «έβαλε σημάδι» τον αρχάγγελο της Κρήτης, Νίκο Ξυλούρη… Τραγούδησε την ξαστεριά, όμως η ξαστεριά ήταν στη φωνή του. Στο βλέμμα του. Τραγούδησε για τη λευτεριά και η λευτεριά ήταν φωλιασμένη στην καρδιά του. Σαν σήμερα πριν από 44 χρόνια έφυγε από τη ζωή ο αξεπέραστος Νίκος Ξυλούρης.

Με τους γονείς του Γεώργιο και Ελευθερία Ξυλούρη
Η ψυχή της Κρήτης δε βρίσκεται στα τουριστικά μέρη. Βρίσκεται στα βουνά της. Στην αίσθηση της ελευθερίας και στην κουζουλάδα των ανθρώπων της που πάντα τα έβαζαν με στρατούς ισχυρότερους για να κερδίσουν με αίμα τη λευτεριά τους. Βρίσκεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Στον Νίκο Καζαντζάκη. Στον Μανώλη Πασπαράκη. Η ψυχή της Κρήτης βρίσκεται στο πρόσωπο και στη φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Και την 8η Φεβρουαρίου του 1980 η Κρήτη έχασε ένα κομμάτι της ψυχής της. Έχασε ένα από τα πιο άξια κοπέλια της.

Ο Νίκος Ξυλούρης με την αδερφή του Ευρυδίκη
Μπορεί να λέμε πως ο Νίκος ο Ξυλούρης ζει μέσα από το έργο του αλλά, αλίμονο, ο «Ψαρονίκος» έφυγε νωρίς. Πολύ νωρίς. Και άφησε στα μισά την αποστολή του στη γη. Και αυτό οι Κρήτες το γνωρίζουν. Γι’ αυτό και όταν «έβαλε ο θεός σημάδι» τον Ξυλούρη, έκλαψαν σαν να έχασαν έναν άνθρωπο δικό τους. Θρήνησαν σαν να χτύπησε ο χάρος το δικό τους σπιτικό. Συμπληρώνονται σήμερα 44 χρόνια από την ημέρα που ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε από τη ζωή. Όσα και τα χρόνια που έζησε. Μόνο που τα 44 χρόνια που έζησε ήταν λίγα. Αυτά τα 44 που λείπει είναι πολλά.
«Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου;»
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1936. Τόπος γέννησης τα αδούλωτα Ανώγεια. Ήταν το τέταρτο παιδί και πρώτος γιος του Γιώργη και της Ελευθερίας Ξυλούρη μετά από τρεις κόρες την Ζουμπουλιά, την Ευρυδίκη και την Έλλη. Μετά από εκείνον η οικογένεια απέκτησε ακόμα δύο γιους, τον Αντώνη (Ψαραντώνης) και τον Γιάννη.

Το πατρικό σπίτι του Νίκου Ξυλούρη στα Ανώγεια της Κρήτης
Στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Ναζί, εξοργισμένοι από τα διαδοχικά σαμποτάζ των Κρητών που είχαν βγει στα βουνά, μπαίνουν στ’ Ανώγεια και τα καίνε. Οι κάτοικοι του ιστορικού χωριού αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να μεταναστεύσουν στην κοντινή κοιλάδα του Μυλοποτάμου, μέχρι να περάσει η «μπόρα». Ανάμεσα σε αυτούς και ο 5χρονος Νίκος ο οποίος, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, γνώρισε τις δυσκολίες, τη φτώχεια και την ανέχεια.

Όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι Ανωγειανοί, ανάμεσα σε αυτούς και οι Ξυλούρηδες, επιστρέφουν στο κατεστραμμένο χωριό τους και προσπαθούν από τις στάχτες του να το αναγεννήσουν. Όσοι μπόρεσαν έστειλαν τα παιδιά τους σε συγγενείς στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο ή στα Χανιά. Στις μεγάλες πόλεις τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Ο μικρός Νίκος Ξυλούρης πηγαίνει στο Ηράκλειο για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, μοιάζει με αγγαρεία και ο 10χρονος τότε Νίκος «μαγεύεται» από τον ήχο της λύρας. Εγκαταλείπει το σχολείο μόλις στη Γ’ δημοτικού και αρχίζει τις σπουδές στη μουσική δίπλα στον σπουδαίο Λεωνίδα Κλάδο.
Ο πατέρας του Νίκου, αρχικά είχε τις ενστάσεις του, ωστόσο, ο δάσκαλος του μικρού, Μενέλαος Δραμουντάνης, που τον είχε ακούσει να παίζει, τον έπεισε να του αγοράσει μια λύρα και να τον αφήσει να ακολουθήσει αυτό που αγαπούσε. Έτσι και έγινε… Σταδιακά αρχίζει και παίζει λύρα σε γάμους, βαπτίσεις και τοπικά γλέντια. Σε ηλικία 17 χρονών πιάνει δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο» και βγάζει τα πρώτα του λεφτά τα οποία, ωστόσο, αρκούν μόνο για να επιβιώνει.

Ο αδερφός του Νίκου Ξυλούρη, Ψαραντώνης
Κάποτε ο μικρότερος αδερφός του Νίκου Ξυλούρη, ο εμβληματικός Ψαραντώνης, διηγήθηκε πώς ο Νίκος ανακάλυψε τη σχέση του με τη μουσική και τη λύρα:
«Ο Νίκος ήταν πιο μεγάλος από μένα και πήγαινε σχολείο. Εμένα, ως πιο μικρό, με κρατούσαν στο σπίτι. Αν και παιδί ακόμα, ο Νίκος είχε τη δική του λύρα που την πρόσεχε ως κόρην οφθαλμού και δεν ήθελε κανείς να την πειράζει. Κάθε πρωί που έφευγε την τακτοποιούσε και την άφηνε και όταν επέστρεφε την έπιανε ξανά και έπαιζε ως αργά. Εγώ τον άκουγα να παίζει και τον θαύμαζα και μαγευόμουν από τον ήχο της λύρας και τα τραγούδια που μπορούσε και έπαιζε! Ξεκίνησα στα κρυφά, κάθε πρωί που εκείνος έφευγε για το σχολείο, και έπαιρνα τη λύρα του και προσπαθούσα να παίζω όπως τον είχα δει να κάνει και ο ίδιος αποβραδίς. Σιγά σιγά έμαθα να παίζω μονάχος μου. Έλα όμως που μια μέρα ο Νίκος επέστρεψε νωρίτερα από το σχολείο και, καθώς μπήκε στο σπίτι μας, με άκουσε να παίζω! Εγώ τρόμαξα γιατί νόμιζα ότι θα θυμώσει και δεν θα με ξαναφήσει να πλησιάσω τη λύρα… Εκεινού όμως του άρεσε φαίνεται αυτό που άκουσε! Γέλασε πλατιά και είπε: Εσύ ωρέ είσαι λυράρης! Από τότε μου έδειξε κι άλλα και έτσι προχώρησα…».

Με τη σύζυγό του Ουρανία Μελαμπιανάκη
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Νίκος Ξυλούρης είχε καταφέρει να φτιάξει ένα όνομα που του επέτρεπε να παίζει σε όλο και περισσότερα γλέντια. Ένα από αυτά έγινε στο χωριό Βενεράτο του Ηρακλείου. Ήταν οι αποκριές του 1956 και ο Νίκος ήταν πλέον 20 ετών. Κάποια στιγμή, και ενώ το γλέντι έχει ανάψει, ο Ξυλούρης εντοπίζει μέσα στο πλήθος μια όμορφη κοπέλα. Οι ματιές τους διασταυρώνονται και ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Τα ήθη της εποχής, ωστόσο, δεν επιτρέπουν στους δυο νέους να έρθουν σε επαφή. Όλο το «παιχνίδι» γίνεται με τα μάτια. Το γλέντι τελειώνει αλλά ο Ξυλούρης δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει τη μάχη τόσο εύκολα. Μαθαίνει ποιο είναι το σπίτι της κοπελιάς και σχεδόν κάθε βράδυ πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της και με τη λύρα του της κάνει καντάδες, σκαρφίζοντας μαντινάδες αγάπης και έρωτα.

Με τα παιδιά του Γιώργη και Ρηνιώ
Αυτό κράτησε για σχεδόν δυο ολόκληρα χρόνια! Όταν κάποια στιγμή οι δυο τους κατάφεραν να συναντηθούν τυχαία στον δρόμο αποφάσισαν πως θέλουν να παντρευτούν. Υπήρχε, ωστόσο, ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Νίκος ήταν ένας φτωχός και άσημος λυράρης, ενώ η Ουρανία κόρη μιας πλούσιας οικογένειας. Εμπόδιο ανυπέρβλητο στα μάτια πολλών. Όχι όμως και του Ξυλούρη ο οποίος, στις 21 Μάη του 1958, κάνει αυτό που εκείνη την εποχή στην Κρήτη έμοιαζε με… παράδοση. Αν θέλει η νύφη και ο γαμπρός τότε ο γαμπρός «κλέβει» τη νύφη! Ο Νίκος παίρνει την όμορφη κοπέλα στ’ Ανώγεια και όλοι περιμένουν την αντίδραση της οικογένειας της Ουρανίας.

Την επόμενη ημέρα κιόλας, ο Ξυλούρης πηγαίνει στον παπά του χωριού και του ζητάει να τους παντρέψει. Εκείνος, ωστόσο, τηρώντας τα αυστηρά ήθη της εποχής αλλά, κυρίως, φοβούμενος μην ξεσπάσει βεντέτα, αρνείται να τους παντρέψει και πηγαίνει τα χαρτιά του γάμου στον πατέρα της Ουρανίας. Όχι μόνο η οικογένεια της Ουρανίας αλλά και ολόκληρο το Βενεράτο «βράζουν» από οργή. Οι δυο νέοι με την απερισκεψία τους είχαν προσβάλει μια ολόκληρη τοπική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, προς γενική κατάπληξη, ο πατέρας της 18χρονης Ουρανίας, υπογράφει τα χαρτιά, που του πήγε ο ιερέας, δίνοντας έτσι την τυπική συγκατάθεση που χρειαζόταν για να γίνει ο γάμος. Είναι ενδεικτικό, πάντως, πως παρά το γεγονός ότι υπέγραψε τα χαρτιά, έκανε πολλά χρόνια να μιλήσει στην κόρη του και ν’ αποκατασταθούν οι σχέσεις τους!

Με τον Σταύρο Ξαρχάκο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου (Νοέμβρης 1973)
Λίγο μετά το γάμο του, τον Νοέμβριο του ’58, με την αγαπημένη του Ουρανία, τη σύντροφο μιας ολόκληρης ζωής, φεύγουν από την Κρήτη και μετακομίζουν στην Αθήνα, προκειμένου ο Νίκος να κυνηγήσει όσες πιθανότητες είχε για μια καριέρα. Εκείνη τη χρονιά ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών με την εταιρία «Odeon», με τα τραγούδια «Μια μαυροφόρα που περνά» και το «Δεν κλαιν’ οι δυνατές καρδιές». Λεφτά δεν υπήρχαν για να πάρει τραγουδίστρια, που θα έκανε δεύτερη φωνή, και έτσι τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει η ίδια η Ουρανία. Η αμοιβή του ήταν 150 δραχμές, όμως ζούσαν ευτυχισμένοι και απέκτησαν δύο παιδιά: τον Γιώργη το 1960 και τη Ρηνιώ το 1966.

Στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο», 1973
Τη χρονιά της γέννησης της κόρης του ο Νίκος Ξυλούρης κέρδισε και το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ μουσικής στο Σαν Ρέμο – 1966, παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επομένη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος» και πλέον δεν ανησυχούσε για την επιβίωση του. Όπως έχει διηγηθεί η σύζυγός του σε αφιερώματα που έχουν γίνει στον Νίκο Ξυλούρη, κυρίως τον ανέδειξε η ερμηνεία του στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σ’ ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και, στη συνέχεια, έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου ν’ ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…

Με τη Τζένη Καρέζη
Ήταν η αρχή μιας ξέφρενης πορείας που οδήγησε τον Νίκο Ξυλούρη στον Ψηλορείτη του ελληνικού τραγουδιού. Ακολούθησαν οι δίσκοι «Ανυφαντού», «Χρονικό», «Ριζίτικα», «Διάλειμμα», «Ιθαγένεια», «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους», «Καπνισμένο τσουκάλι», «Κύκλος Σεφέρη», «Ερωτόκριτος», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή», «Κομέντια», «Συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης τα τραγούδια» και πολλοί άλλοι, που περιελάμβαναν τραγούδια παραδοσιακά, έντεχνα και λαϊκά.

Με τον Σταύρο Ξαρχάκο
Έβαλε την Κρητική μουσική σε κάθε σπίτι, από τη μια γωνιά της Ελλάδας μέχρι την άλλη. Εμφανιζόταν με την ίδια ευκολία σε μπουάτ, σε κρητικά γλέντια αλλά και σε μεγάλους χώρους στο εξωτερικό. Χαρακτηρίστηκε ως ο «τραγουδιστής των ποιητών», αφού ερμήνευσε έργα των Ρίτσου, Σολωμού, Καρυωτάκη, Παλαμά, Βάρναλη, Αλεξάνδρου, Σεφέρη, Χριστοδούλου, Κορνάρου, Ελύτη. Συνεργάστηκε με τους Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι, Χάλαρη, Γκάτσο, Βαμβακάρη, Λεοντή και πολλών άλλων. Το 1976, η Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Cross του απένειμε το 1ο βραβείο στην κατηγορία της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής, για την ερμηνεία του στα Ριζίτικα.

Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο θεατρικό σανίδι. Κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον». Αδάμαστη ψυχή, με συγκλονιστική φωνή, γίνεται σύμβολο αντίστασης την περίοδο της χούντας και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου βρίσκεται δίπλα στους φοιτητές και τραγουδάνε όλοι μαζί το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Στη μεταπολίτευση πια ο Ψαρονίκος είναι η φωνή της Ελλάδας, της Κρήτης. Ένα ζωντανό σύμβολο.

Τον Μάιο του 1979, ωστόσο, η μοίρα βάζει σημάδι το παλικάρι… Στο απόγειο της καριέρας του, ο Νίκος Ξυλούρης μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο. Τελευταίο τραγούδι που μπόρεσε να ηχογραφήσει ήταν η «Χαμένη αγάπη» σε στίχους του Σταύρου Ξαρχάκου (είναι το ίδιο τραγούδι που, στην εποχή μας, έκανε ξανά επιτυχία μέσω της επιτυχημένης σειράς «Σασμός»). Παλεύει με τον χάροντα, όσο μπορεί. Η μάχη όμως είναι άνιση και τελικά τη χάνει σε ηλικία μόλις 44 ετών. Στις 8 Φεβρουαρίου 1980, ημέρα Παρασκευή, όπως έλεγε και η μαντινάδα σε ένα από τα τραγούδια του: «Μια μέρα, μια Παρασκευή, θα πέσω να πεθάνω και μια Λαμπρή θ’ αναστηθώ από το χώμα απάνω», ο Νίκος Ξυλούρης φεύγει για τη γειτονιά των αγγέλων.

Το 2023 ο σπουδαίος Σταύρος Ξαρχάκος έδωσε δυο συναυλίες στη μνήμη του Νίκου Ξυλούρη. Και στις δυο αυτές συναυλίες (μια στο Ηρώδειο και μια ακόμα στο κλειστό του Γαλατσίου) έδωσε το παρών η κ. Ουρανία Ξυλούρη. Σε μια από αυτές, για πρώτη φορά, εμφανίστηκε φορώντας στο κεφάλι της το σαρίκι του «Ψαρονίκου». Συγκινημένη μίλησε στους ανθρώπους για τον «Νίκο της» που είναι και «Νίκος μας». Παλιά τη συναντούσε κανείς στο δισκοπωλείο της οδού Πανεπιστημίου, στη στοά απέναντι από τα Προπύλαια. Φιγούρα σεμνή. Ντυμένη πάντοτε στα μαύρα. Σε υποδεχόταν με χαμόγελο ανάμεσα στα πορτραίτα, τις αφίσες και τους δίσκους του Ξυλούρη, του μεγάλου έρωτα της ζωή της.

Η κα Ουρανία Μελαμπιανάκη στο δισκοπωλείο Νίκου Ξυλούρη
Ο γιος του Νίκου, Γιώργης Ξυλούρης, σκοτώθηκε σε τροχαίο στις 19 Νοεμβρίου του 2015. Ήταν μουσικός παραγωγός στον ραδιοσταθμό «105,5 στο Κόκκινο» όπου παρουσίαζε τη μουσική εκπομπή «Αόρατος Θίασος» και ο άνθρωπος που μαζί με τη μητέρα του, την κ. Ουρανία, κρατούσαν όρθιο το ιστορικό δισκοπωλείο στη στοά Πεσματζόγλου, τον χώρο που είχε διαλέξει προσωπικά ο «Ψαρονικός» για να έχει μια γωνιά για τους φίλους του, όπως έλεγε. Ήταν το δεύτερο ισχυρό χτύπημα που δέχθηκε η κ. Ουρανία η οποία, σε παλαιότερη συνέντευξή της είχε πει, πως «…μέσα απ’ τα πράσινα μάτια του Γιώργη ξαναζούσε ο Νίκος».
Έβαλε ο Θεός σημάδι
Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι ο πατέρας του στον Άδη
άκουσε μια τουφεκιά.
Της γενιάς μου βασιλιά,
μην κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες αθάνατο νερό
να νικήσεις τον καιρό.
Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι η μανούλα του στον Άδη
τράβηξε μια χαρακιά.
Της καρδιάς μου βασιλιά
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μην περνάς τη χαρακιά
η ζωή είναι πιο γλυκιά.
(Στίχοι: Νίκος Γκάτσος, Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης)

Αθάνατος!
Πηγή: reader.gr