
Ο Νάνος Βαλαωρίτης, εμβληματική φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων, γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1921, στη Λωζάννη. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου και Σορβόννης. Υπήρξε ο πρώτος που μετέφρασε Έλληνες ποιητές της γενιάς του ’30, ενώ εξέδωσε πληθώρα ποιητικών συλλογών, πεζογραφημάτων, δοκιμίων και κριτικών και επιμελήθηκε σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες
Ο Νάνος Βαλαωρίτης για τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη, την Αμερική, τη Δύση:
Ανήκουμε συγχρόνως σ’ έναν κόσμο ανατολικό και σ’ έναν δυτικό, που εμείς δημιουργήσαμε. Κι οι δυο τους μας πολεμούν και μας αρνούνται. Γιατί; Ίσως γιατί η οφειλή είναι μεγάλη, ώστε να την αναγνωρίζουν δίχως δυσαρέσκεια, αντιδράσεις, δυσανασχέτηση. Είναι η «μοίρα» μας εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, όπως λέει ο ποιητής. Μας αγνοούν, μας αποσιωπούνε ή μας πατρονάρουνε. Το ίδιο όμως κι εμείς -αγνοούμε και λησμονούμε τους εαυτούς μας. Όπως λέει ο Χάιντεγκερ, το πιο λησμονημένο πράγμα είναι το πιο κοντινό, ο εαυτός μας.

Τι όμως είμαστε, ήμασταν, δεν πάψαμε να είμαστε; Ίσως μπορούμε να το ονομάσουμε «ηρωικό μηδενισμό», όπως το καταλάβαιναν ο Καζαντζάκης και ο Σεφέρης, όπως το καταλαβαίνει ο ελληνικός λαός, η λαϊκή μούσα.
Είναι μια στάση απέναντι στη ζωή, «απελπισμένη», δίχως «παρωπίδες» και «παρηγοριές» μεταφυσικές, μα και συγχρόνως μια «κατάφαση ζωής», όπως την έβλεπε ο Νίτσε. Κάτι αδιανόητο, φυσικά, για τον «υποκριτή αναγνώστη αδελφό μας», για να θυμίσουμε τον Μπωντλαίρ, τον Ευρωπαίο που θα ’θελε να ’ναι εμείς. Είναι υπόθεση «κληρονομιάς». Και η δική μας «κληρονομιά» είναι 80% ασυναίσθητη, ασυνείδητη, γλωσσική, διόλου «νοητική». Πρέπει ίσως και οι δυο ν’ αλλάξουμε. Να γίνουμε εμείς πιο Ευρωπαίοι και αυτοί πιο «Έλληνες».

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (στη μέση) με τον Νάνο Βαλαωρίτη (δεξιά)
και τον άγγλο δημοσιογράφο Άλαν Ρος (Κηφισιά, 1964)
Για την αρχαία παράδοση σε σχέση με τη σημερινή ελληνική γλώσσα:
Η παράδοσή μας είναι γλωσσική. Όχι συνειδητή. Φέρνουμε μέσα μας την άγνοια της μεγάλης παιδείας της αρχαιότητας, αλλά φέρνουμε επίσης και υποσυνείδητη τη «γνώση» της. Φαίνεται καθαρά στους ποιητές μας, Σικελιανό, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο. Η αρχαία Ελλάδα είναι παρούσα ως στοιχειωμένη κόρη. Διόλου ως πνευματική συνείδηση. Ακόμα και στους πιο συνειδητούς παραδοσιακούς κλασικιστές, Κάλβο, Καβάφη, Σεφέρη, η σχέση είναι αρνητική ονειρική, της ίδιας υφής. Η αρχαιότητα είναι ένα όνειρο που καμιά φορά γίνεται εφιάλτης. Κι αυτές είναι οι καλύτερες περιπτώσεις. Αλλιώς, δεν έχουμε «σκέψη» δική μας, νέα, ανεξάρτητη. Όλα είναι απηχήσεις, απομιμήσεις και εισαγωγές -καμιά πρωτοτυπία.
Δεν έχουμε μάτια να δούμε, μάτια να δούμε τον εαυτό μας, την αρχαιότητα, όπως την βλέπουν από μακριά οι ξένοι. Είμαστε πολύ κοντά και μας θολώνει η εικόνα. Τόσο θολώνει, που τελευταία «βγάλαμε» τα αρχαία από τα σχολεία μας. Απίθανο, παράδοξο, ανεκδιήγητο.
(Πηγή: εφημερίδα «Το Βήμα», 29 Ιουλίου 1984, συνέντευξη στην Έλενα Χατζηιωάννου)


Max Ernst, Gratenwald, 1926

Ο λογοτέχνης Νάνος Βαλαωρίτης, εμβληματική φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων, γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1921, στη Λωζάννη της Ελβετίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως διπλωμάτης. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου και Σορβόννης. Από το 1944 έως το 1953 έζησε στην Αγγλία, όπου δημοσίευσε άρθρα και ήταν ο πρώτος που μετέφρασε εκτενώς Έλληνες ποιητές της γενιάς του ’30 (Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο). Το 1947 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του και, έκτοτε, ακολούθησε πληθώρα ποιητικών συλλογών, πεζογραφημάτων, δοκιμίων και κριτικών παρεμβάσεων. Ο Βαλαωρίτης ανέπτυξε έντονη και διαρκή δράση ως δημιουργός και επιμελητής περιοδικών εκδόσεων, ανθολόγος και μεταφραστής. Μετά το 1953 έζησε στο Παρίσι, όπου συναναστράφηκε καλλιτέχνες του σουρεαλισμού. Το 1960, ο Βαλαωρίτης επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου διηύθυνε το περιοδικό «Πάλι» (1964-1966), το οποίο είχε εμφανώς μοντερνιστικό και υπερρεαλιστικό χαρακτήρα. Από το 1968 έως το 1993 δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Από το 1989 έως το 1995 ο Βαλαωρίτης διηύθυνε, μαζί με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο, το περιοδικό «Συντέλεια». Το 1959 αποποιήθηκε το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1983 τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1998 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας. Το 2004 έλαβε το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το ποιητικό έργο του και το 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Βιβλία του Βαλαωρίτη εκδόθηκαν στο εξωτερικό, σε αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις. Ο Νάνος Βαλαωρίτης απεβίωσε στις 12 Σεπτεμβρίου 2019.




Όλο το 24ωρο
Νάνος Βαλαωρίτης
Μισός αιώνας απογεύματα με τη γιαγιά μου
Σύννεφα σαύρες παρδαλές και άλλα τέρατα
Κορίτσια ελαφρόμυαλα σαν τα σπουργίτια
Με βάδισμα ενοχοποιητικό μες στα παλτά τους
Ένα σεντόνι ερημιάς πάνω στο πρόσωπό μου
Συναντήσεις καθημερινές σαν γκρεμισμένες εκκλησίες
Λιμουζίνες με περίεργες βλοσυρές εκφράσεις στο τιμόνι
Άγνωστοι στις γωνίες των δρόμων περιμένοντας
Άγνωστες που περνάνε στον πληθυντικό
Ζαχαροπλαστεία γεμάτα ερωτηματικές ματιές
Φάρμακα αντίδοτα για αισθήματα ασφυξίας
Ώρες που δεν ξανάρχονται και καφενεία φαντάσματα
Ξύπνημα πρωινό βαρύ ασήκωτο ή ευδιάθετο
Ξεκίνημα για μιας καρδιάς την πόρτα τη στενή
Αλλά κανείς στο σπίτι που είπανε πως έμενε
Τρελή Σουηδέζα με μάτια σα φανάρια
Αγώνες για τη Δημοκρατία αγώνες δρόμου και αγωνία
Μισός αιώνας παρά τέταρτο και κάτι ακόμα παραλίγο επάνω μου.

Max Ernst, Τhe entire city, 1935

Με τη σύζυγό του, αμερικανίδα ζωγράφο Μαρί Γουίλσον
Κουράστηκα να σ’ αγαπώ
Θέλω να με βγάλουν στο σφυρί
θέλω να μπω στη φυλακή
θέλω νάμαι όπως την Κυριακή
που τρώμε όλοι ένα γλυκό
θέλω να γίνω χρυσοχόος
με χρυσόσκονη να σε χρυσίσω
θέλω να πάμε στην Αμερική
να γνωρίσουμε τον κύριο Κροίσο
θέλω να ταξιδέψω στην Ινδία
να καώ στη νεκρική πυρά
ψέλνοντας μια σούτρα βουδική
στον Γάγγη να ρίξουν τα οστά
θέλω ν’ ανεβώ τον Αμαζόνιο
αντίθετα στο ρεύμα – να φαγωθώ
από ένα σαρκοβόρο τροπικό φυτό
ψελλίζοντας μια σολομονική
θέλω να σε δω βαθειά στα μάτια
έλεος να σου πω σταμάτα
κι ας λουστώ για δεύτερη φορά
στον καταρράχτη Νιαγάρα
θέλω ν’ αναμετρηθώ με τη σκιά
που πάντοτε σ’ ακολουθεί
ν’ αρμενίσω με λευκά πανιά
στην Ευρώπη με τα συνδικάτα
θέλω ν’ αναληφθώ στα επουράνια
να μη σε ξανασκεφτώ ποτέ μου
να κάτσω δίπλα στον Αρχάγγελο
να διαβάζουμε φτηνά ρομάντσα
(Αθήνα, 21 Απριλίου 2005)




Η Πολιορκία
Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον; Από σένα κι από μένα, απ’ τον τάδε και τον δείνα.
Πολιορκούμεθα στενά Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά.
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα.
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης
Τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους.
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων.
Πολιορκούμεθα από τους βάναυσους, τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας
Από τον εαυτό μας. Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.





Κυριακή
Περίεργα πρόσωπα έχουν οι άνθρωποι της Κυριακής
σαν όλοι να ξέρουν κάτι που δε μου έχουν πει
σα να συνωμοτούν χωρίς εμένα.
Περίεργα πρόσωπα έχουν οι άνθρωποι της Κυριακής
σα να ‘δαν κάτι που εγώ δεν έχω δει
ίσως είναι που έχουν τόσα χρώματα πάνω τους.
Και φαίνονται κάπως γιορτινοί
ενώ εγώ πάντα άσπρη και χλωμή.
Σα να ‘ναι η πρώτη Κυριακή που βγήκα στη ζωή
και μοιάζω μόνο με καμβά μπροστά σε πίνακες
ολοκληρωμένους.

Ποια θάλασσα
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά.

Πηγές: in.gr, facebook.com, booksjournal.gr