Κίτσος Μακρής, ο πυλώνας της ελληνικής λαογραφίας

Σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής λαογραφίας, ο Κίτσος Μακρής, ο οποίος αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην έρευνα και τη μελέτη της ελληνικής λαϊκής τέχνης, απεβίωσε στις 12 Δεκεμβρίου 1988. Ο Κίτσος Μακρής γεννήθηκε στη Λάρισα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1917, και υπήρξε γόνος μιας οικογένειας με πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, που εγκαταστάθηκε στον Βόλο, το 1926.

Με τη σύζυγό του Κυβέλη

Η πνευματική άνθηση και η καλλιτεχνική πρωτοπορία του Βόλου, που συμβάδιζαν με την οικονομική ανάπτυξη του τόπου εκείνη την εποχή, έδωσαν στον Κίτσο τα πρώτα ερεθίσματα για την ενασχόλησή του με τον χώρο της τέχνης. Από τη νεαρή του κιόλας ηλικία ο Μακρής ήταν δραστήριο μέλος του συλλόγου «Φίλοι των Γραμμάτων» και αρθρογραφούσε στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», ενόσω εργαζόταν ως τυπογράφος στην επιχείρηση του πατέρα του.

Με αφορμή μια παραίνεση του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ Δημήτρη Ευαγγελίδη, ν’ ασχοληθεί με τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, που είχε ζήσει και είχε εργαστεί στο Πήλιο από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι το 1927, ο Μακρής άρχισε το σπουδαίο ερευνητικό έργο του για τη λαϊκή τέχνη το 1937, σε ηλικία μόλις 20 ετών. Σύντομα, το 1939, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο».

Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή

Επί Κατοχής ο Μακρής έλαβε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Την άνοιξη του 1944 ανέβηκε μαζί με άλλους αγωνιστές στα βουνά της Καρδίτσας, όπου και νυμφεύτηκε την Κυβέλη Ζημέρη, κόρη του φωτογράφου και ζωγράφου Κώστα Ζημέρη. Το 1947 ο Μακρής εξορίστηκε εξ αιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων στην Ικαρία, ακολούθως δε έζησε ένα διάστημα στην Αθήνα. Επιστρέφοντας στον Βόλο ασχολήθηκε με τα κοινά της πόλης, ενώ αγωνίστηκε για τη διάσωση των θησαυρών του λαϊκού πολιτισμού μετά τους σεισμούς που έπληξαν τη Μαγνησία, το 1955.

Στο σπίτι του με τον Γιώργο Σεφέρη, Βόλος 1964

Από το 1964 έως το 1982 (πλην των ετών της απριλιανής δικτατορίας, οπότε ασχολήθηκε με την κεραμική) υπήρξε διευθυντής του θεσσαλικού παραρτήματος του Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας (ΕΟΕΧ). Ο Μακρής επιδόθηκε στην αποτύπωση των δημιουργημάτων των λαϊκών τεχνιτών του Πηλίου οργώνοντας τα χωριά του και έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του, που ήταν φωτογράφος. Ταξίδεψε στη συνέχεια εντός και εκτός συνόρων αναζητώντας τις εξελίξεις και τις αλληλεπιδράσεις στο πεδίο της λαϊκής τέχνης, αλλά και προβαίνοντας εκ παραλλήλου στη διερεύνηση του κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το λαϊκό καλλιτεχνικό οικοδόμημα.

Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή

Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για όλους τους τομείς της λαϊκής τέχνης του Πηλίου και όχι μόνον (πολεοδομία, αρχιτεκτονική, ξυλογλυπτική, λιθογλυπτική, εκκλησιαστική και κοσμική ζωγραφική, υφαντική, κεντητική, μεταλλοτεχνία, αργυροχρυσοχοΐα κ.λπ.), ασχολήθηκε με τη σύγχρονη λογοτεχνία, την ποίηση και τη φιλοσοφία, ενώ έδινε το «παρών» σε κάθε αξιόλογη πνευματική και πολιτιστική κίνηση.

Ο Μακρής φρόντισε να διαδώσει το έργο του με πολυάριθμες διαλέξεις και μαθήματα ανά την Ελλάδα, ενώ δημοσίευσε πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά. Εξέδωσε 47 βιβλία και μελέτες (πολλά από αυτά μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες), πήρε μέρος σε συνέδρια και διοργάνωσε εκθέσεις για τη λαϊκή τέχνη του Πηλίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για τη συμβολή του στην ανάδειξη και διάσωση της ελληνικής λαϊκής τέχνης έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις (μεταξύ αυτών από την Ακαδημία Αθηνών), ενώ το 1987 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή

Μετά τον θάνατο του Μακρή, η σύζυγός του και η κόρη του, η Θάλεια Μακρή – Σκοτινιώτη, εκπληρώνοντας επιθυμία του, δώρισαν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας το σπίτι του (διώροφη μονοκατοικία του 1955 με στοιχεία παραδοσιακής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής), μαζί με την ανεκτίμητη λαογραφική συλλογή του, το πολύτιμο αρχείο και τη βιβλιοθήκη του, προκειμένου να λειτουργήσει ως κέντρο ερευνών. Στην αλλοτινή οικία του αειμνήστου λαογράφου στεγάζεται σήμερα το «Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή», που λειτουργεί ως παράρτημα της Βιβλιοθήκης και του Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Βήματα

«Κάθε άνθρωπο τον θυμούμαστε σε μια ορισμένη ηλικία, σ’ αυτή που τον αντιπροσωπεύει. Μπορώ να πω και σε μια ορισμένη στάση. Πάντα γέρο και σκυφτό βλέπουμε τον Παπαδιαμάντη, νέο και στητό τον Σικελιανό …» («Η εκκλησιά της κυρα-Βασιλικής», 1966, «Βήματα», εκδ. Κέδρος, 1979, σελ. 195).

«Η λαϊκή ζωγραφική και γλυπτική δεν μπορούν σήμερα ν’ αποτελέσουν πρότυπα για την τέχνη των σπουδαγμένων καλλιτεχνών. Η αφέλεια και ο πρωτογονισμός μοιάζουν σαν την αγνότητα των κοριτσιών. Δεν μπορείς να τα ξαναβρείς αν μια φορά τα έχασες … Το να βγάζουμε σήμερα από τη ναφθαλίνη ατόφια στοιχεία της τέχνης που την αγνοούσαμε ενάμιση αιώνα, είναι κι αυτό μια μορφή Ακαδημαϊσμού» («Λαϊκισμός», 1960, «Βήματα», εκδ. Κέδρος, 1979, σελ. 53).

«Μπροστά στα μνημεία της αρχαιότητας ποτέ δεν αισθάνεσαι την απουσία των ανθρώπων που τα δημιούργησαν και τα χρησιμοποίησαν … Όμως κοντά στα μεταγενέστερα ταπεινά χτίσματα το πρώτο που νιώθεις είναι ένα αίσθημα απουσίας. Τα λιθόχτιστα σπίτια, οι μισογκρεμισμένες γέφυρες, οι στερεμένες βρύσες και τα χορταριασμένα εκκλησάκια αναδίνουν ακόμα τη ζεστασιά της ανθρώπινης αναπνοής» («Ο ταπεινός Μιστράς», 1963, «Βήματα», εκδ. Κέδρος, 1979, σελ. 89).

«Μεταναστεύουν από την Ελλάδα οι νέοι άνθρωποι και οι παλιές εικόνες» («Το ανίερο εμπόριο ιερών εικόνων», 1966, «Βήματα», εκδ. Κέδρος, 1979, σελ. 229).

«Μικρό Παρίσι» ονομάζουν οι περιηγητές του 18ου αιώνα την Τσαριτσάνη. Μπορεί τότε έτσι να ήτανε τα πράγματα. Από τότε, όμως, κάτι άλλαξε. Ή το Παρίσι καλυτέρεψε ή χειροτέρεψε η Τσαριτσάνη» («Το δένδρον του Ιεσσαί και οι αρχαίοι σοφοί», 1966, «Βήματα», εκδ. Κέδρος, 1979, σελ. 200).

«Το χιόνι, η βροχή, ο ήλιος κι ο αέρας καταστρέφουν αρχοντικά, εκκλησίες και βρύσες. Φιλότιμος συναγωνιστής τους ο άνθρωπος ολοκληρώνει το έργο τους … Έρχονται και οι θεομηνίες που επιταχύνουν το ρυθμό της καταστροφής -κατοχή, σεισμοί, πυρκαγιές. Καθετί που θυμίζει το πρόσφατο παρελθόν μας βρίσκεται σε κατάσταση που να μας ντροπιάζει. Είναι τόσο χτυπητή η αδιαφορία που μοιάζει σαν εχθρότητα. Θυμίζουμε τους νεόπλουτους που ντρέπονται για τα γονικά τους» («Το τελεσίγραφο του χρόνου για τα μνημεία της λαϊκής τέχνης», 1960, «Βήματα», εκδ. Κέδρος, 1979, σελ. 48).

* Από τα «Βήματα» του Κίτσου Μακρή (εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1979), συλλογή – επανέκδοση δεκάδων άρθρων του που είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες -κυρίως στο «Βήμα»- και περιοδικά, μεταξύ των ετών 1948-1978 (πηγή: snhell.gr).

Πηγή: in.gr

Σχολιάστε