Η άφιξη του Παύλου Μελά στη Δυτική Μακεδονία και ο ηρωικός θάνατός του

28 Αὐγούστου 1904

Ο Παύλος Μελάς με τα παιδιά του, Μιχαήλ και Ζωή

Σὰν σήμερα τὸ 1904, ὁ Ἀνθυπολοχαγὸς Πυροβολικοῦ Παῦλος Μελάς, διέρχεται τὴν ἑλληνοτουρκικὴ μεθόριο καὶ ἀρχίζει τὸν ἀγῶνα τοῦ κατὰ τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας. Ἡ ἀποφασιστικὴ ἐπέμβαση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους στὰ Μακεδονικὰ προβλήματα, ἔγινε πλέον γεγονὸς καὶ ὁ διακαὴς πόθος τοῦ Μακεδονομάχου μας ποὺ ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἀπορροφοῦσε τὶς σκέψεις του, ἄρχισε νὰ πραγματοποιεῖται. Λίγους μῆνες ἀργότερα, ὁ θάνατός του στὴ Στάτιστα (Μελάς), στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1904, ἀπετέλεσε πραγματικὸ ἐγερτήριο σάλπισμα γιὰ ὁλόκληρο τὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα. Μέχρι τότε τὸ Μακεδονικὸ ζήτημα αφεώρα ἕνα μικρὸ τμῆμα τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ὅμως ἐκείνης καθίστατο πλέον «ἀγῶν ἐπιβιώσεως ὁλοκλήρου τοῦ Ἔθνους» καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀντελήφθησαν ὅτι ζωτικὰ συμφέροντα τοῦ Ἑλληνισμοῦ διεκυβεύονταν στὸ χῶρο τῆς Μακεδονίας.

Αἱ προσπάθειαι τοῦ σώματος Καούδη δὲν ἐπρόκειτο νὰ παραμείνουν μοναδικαὶ εἰς τὰ Κορέστια. Τὴν νύκτα της 27/28 Αὐγούστου 1904 διήρχετο τὴν Ἑλληνοτουρκικὴν μεθόριον, παρὰ τὴν Μονὴν Μερίτσας (Οξυνείας), τὸ σῶμα τοῦ Ἀνθυπολοχαγοῦ Πυροβολικοῦ Παύλου Μελά καὶ ἡ ἀποφασιστικὴ ἐπέμβασις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους εἰς τὰ Μακεδονικὰ προβλήματα κατέστη πλέον γεγονός. Τὴν 14ην Αὐγούστου, ὅταν ὁ Μελάς ἐπέστρεψεν ἐκ Κοζάνης, διωρίσθη ὑπὸ τῆς Μακεδονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀρχηγὸς ὅλων τῶν εὑρισκομένων εἰς Δυτικὴν Μακεδονίαν Ἑλληνικῶν σωμάτων καὶ ἀμέσως ἤρχισε νὰ καταρτίζη τὸ σῶμα του καὶ νὰ προετοιμάζη τὴν εἴσοδόν του εἰς Μακεδονίαν. Ὁ ἀπὸ μακροῦ ἀπορροφῶν τὰς σκέψεις του διακαὴς πόθος ἤρχισε πλέον νὰ πραγματοποιῆται. Ὀλίγας ἡμέρας πρὶν διαβῆ μετὰ τοῦ σώματός του τὰ σύνορα ἔγραφε εἰς τὴν σύζυγόν του Ναταλίαν: «Ἀναλαμβάνω αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ ὅλην μου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ἀναλάβω. Εἶχα καὶ ἔχω τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν ὅτι δυνάμεθα νὰ ἐργασθῶμεν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ νὰ σώσωμεν πολλὰ πράγματα. Ἔχων δὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην ἔχω καὶ ὑπέρτατον καθῆκον νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν ὅπως πείσω καὶ Κυβέρνησιν καὶ Κοινὴν Γνώμην περὶ τούτου …». Ἀποδεδειγμένος ἐξήρχετο εἰς τὴν Μακεδονίαν ἐξωθούμενος ἀπὸ τὴν φλόγαν ἑνὸς εἰλικρινοῦς σταυροφόρου.

Τὸ σῶμα του ἀποτελούμενον ἐκ τριάκοντα ἀνδρῶν συνωδεύετο ὑπὸ τριῶν ὁδηγῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὰς διαβεβαιώσεις των ἐγνώριζον καλῶς τὰς περιοχὰς διὰ τῶν ὁποίων θὰ διήρχετο τούτο. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀσθενήσας κατὰ τὴν νύκτα τῆς διαβάσεως τῶν συνόρων, παρέμεινεν ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους. Ὁ ἄλλος, ὀνομαζόμενος Ἀθανάσιος Βάγιας καὶ καταγόμενος ἐκ Σπηλαίου, εὐθὺς ὡς προσήγγισε τὸ σῶμα εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ χωρίου του, ἐγκατέλειψε τοῦτο καὶ ἔσπευσε μετὰ τού ὁπλισμοῦ τοῦ εἰς Γρεβενά νὰ εἰδοποιήση τὰς Τουρκικὰς Ἀρχάς. Αἱ τελευταῖαι θορυβηθεῖσαι ἀπὸ τὴν δημοσίευσιν εἰς τὰς Ἀθηναϊκὰς ἐφημερίδας διακηρύξεως τοῦ Μακεδονικοῦ Κομιτάτου, σχετικῆς μὲ τὴν ἀποστολὴν εἰς Μακεδονίαν ἐνόπλων σωμάτων, εἶχον ἐνισχύσει τὰς φρουρὰς τῶν συνόρων καὶ εἶχαν ἐντείνει τὰ μέτρα ἐπαγρυπνήσεως. Τὰ μέτρα αὐτὰ συνδυαζόμενα μὲ τὸ γεγονός, ὅτι ὁ ἀπομένων εἰς τὸ σῶμα ὁδηγὸς οὐδόλως ἐγνώριζε τὸ ἔδαφος τῆς πορείας, ἐδυσχέραινον τὰς κινήσεις του. Ἑπομένως ἄνευ ὁδηγῶν καὶ μὲ ἐπαγρυπνούσας τὰς Τουρκικὰς Ἀρχάς, ἤρχισε τὸ σῶμα Μελά τὴν κίνησιν πρὸς Βορρᾶν, παρεκλίνον εὐρέως ἐκ τῆς κατευθύνσεώς του, βαδίζον κατὰ τὴν νύκτα ὑπὸ βροχήν, ἄνευ τροφίμων καὶ ἐπὶ ἐντελῶς ἀνωμάλου ἐδάφους, ἐπιτυγχᾶνον ὅμως πάντοτε νὰ ἀποφεύγη τὰ Τουρκικὰ ἀποσπάσματα. Τελικῶς, μετὰ πορείαν ἕνδεκα ἥμερών, ἔφθασεν εἰς τὴν περιοχὴν Χρουπίστης (Ἄργους Ορεστικού) καὶ ἀφοῦ διέβη τὸν Αλιάκμονα εἰσῆλθεν εἰς Κωσταράζιον τὴν νύκτα της 7/8 Σεπτεμβρίου.

Εἰς Κωσταράζιον τὸ σῶμα Μελά παρέμεινεν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ ἐπιδιόρθωσιν τῶν ὑποδημάτων καὶ τῶν ἐνδυμάτων τῶν ἀνταρτῶν, διὰ παρασχεθείσης βοηθείας ἀπὸ τοῦ Μητροπολίτου Καραβαγγέλη. Κατόπιν ἐπεσκέφθη τὸ Βογατσικόν, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπληροφορήθη τὸν εἰς Μοναστήριον φόνον τοῦ Θεοδώρου Μόδη καὶ τὰς ἀγριότητας τῶν κομιτατζήδων εἰς τὴν Πρεκοπάναν, ὡς καὶ τὰ τῆς δράσεως τοῦ σώματος Καούδη. Τὴν 12ην Σεπτεμβρίου τὸ σῶμα κατέλυσεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Τσιριλόβου καὶ τὴν 17ην Σεπτεμβρίου εἰσῆλθεν εἰς Πρεκοπάναν, ὅπου ἐφόνευσε τὸν Βουλγαροδιδάσκαλον καὶ τὸν Εξαρχικόν ἱερέα, οἱ ὁποῖοι ἐτρομοκράτουν τὸ χωρίον των καὶ ἐβαρύνοντο μὲ φόνους συγχωριανῶν των. Ὁ Μελάς συγκαλέσας τοὺς χωρικοὺς ὑπέμνησεν εἰς αὐτοὺς τὴν Ἑλληνικὴν καταγωγήν των καὶ τούς συνέστησε διὰ θερμοτάτης ὁμιλίας νὰ ἐπανέλθουν εἰς τούς κόλπους τής Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐκ τής ὁποίας διὰ τής βίας εἶχαν ἀποσπασθῆ.

Ἐνῶ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Μονὴν Τσιριλόβου, ἡ ὁποία μέχρι τῆς πυρπολήσεώς της ὑπὸ τῶν κομιτατζήδων τὸν Φεβρουάριον του 1905 ἀπετέλει ἰσχυρὸν στήριγμα τῶν Ἑλλήνων ἀνταρτῶν, ὁ ὑπαρχηγὸς τοῦ σώματος Λάκης Πύρζας εἰσηγήθη τὴν ἐφαρμογὴν αντιποίπων διὰ τὸν φόνον τοῦ πατριαρχικοῦ ἱερέως τοῦ Στρεμπένου (Ασπρωγείων). Ὁ Μελάς, ἀνὴρ εὐπατρίδης καὶ ἐκ φύσεως φιλάνθρωπος, δὲν ἐνέκρινε τὰ τοιούτου εἴδους ἀντίποινα. Τελικῶς ὅμως συνενωθεὶς καὶ μετὰ τῆς ὁμάδος τοῦ ἐκ Λεχόβου Ζήση Δημουλιού, ἐδέχθη ὅπως ὁδηγήση τοὺς ἄνδρας τοῦ εἰς τὸ Στρέμπενον (Ασπρώγεια). Ὅταν ἀφίχθη εἰς τὸ χωρίον, ὡμίλησε καὶ πάλιν θερμῶς πρὸς τοὺς κατοίκους, διέλυσε τὴν τοπικὴν ἐπιτροπὴν (Κομίσια) τῆς ΕΜΕΟ καὶ συνέλαβε τοὺς ὑπευθύνους τῆς δολοφονίας τοῦ Παπα-Δημήτρη, τοὺς ὁποίους ἐν συνεχείᾳ εἰσήγαγεν εἰς δίκην καὶ κατεδίκασεν εἰς θάνατον. Ἀνέβαλεν ὅμως τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ποινῆς των, διότι ἰσχυρίσθησαν ὅτι ἐγένοντο Εξαρχικοί διὰ τῆς βίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἠθέλησε νὰ τοὺς δώση τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Συγχρόνως ἐπεσκέφθη τὴν χήραν τοῦ Καπετὰν Βαγγέλη, ἡ ὁποία ἐκτὸς τοῦ συζύγου της ἐθρήνει ἤδη τὸν ἀδελφὸν τῆς Ελληνοδιδάσκαλον Μηλοβίστης (ἐπὶ Γ/Β ἐδάφους), ὁ ὁποῖος εἶχε φονευθῆ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν κομιτατζήδων, ὡς καὶ τὴν χήραν τοῦ ἱερέως Παπαδημήτρη. Εἰς τὰς προαναφερθείσας ὁ Μελάς ἔδωσε χρήματα καὶ ὑπεσχέθη νὰ μεριμνήση διὰ τὸν ευπρεπισμόν τοῦ τάφου τοῦ καπετὰν Βαγγέλη. Τελικῶς ὠργάνωσε καὶ ἐξώπλισε φρουρὰν τοῦ χωρίου ἐκ δέκα πέντε ἀνδρῶν καὶ ἀναχωρήσας ἐκ Στρεμπένου (Ασπρωγείων) μετέβη εἰς Μπελκαμένην (Δροσοπηγή), εἰς τὴν ὁποίαν προσῆλθε καὶ κατετάγη εἰς τὸ σῶμα ὁ ἐκ Μοναστηρίου Φίλιππος Καπετανόπουλος. Ὁ θερμὸς αὐτὸς Ἕλλην πατριώτης, συμμετέχων εἰς τὴν τριμελῆ Ἐπιτροπὴν Ἀμύνης τῆς πόλεως, δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ παραμένη εἰς Μοναστήριον μετὰ τὸν φόνον του ἄλλου μέλους αὐτῆς, Θεοδώρου Μόδη.

Εἰς Μπελκαμένην (Δροσοπηγή) ἐξηνάγκασε τὸν ἐκεῖ Ρουμανοδιδάσκαλον νὰ διαλύση τὸ σχολεῖον του καὶ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν θέσιν του, ὠργάνωσε τοπικὴν ἔνοπλον ὁμάδα διὰ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ χωρίου, ἐγκατέστησε μιὰν ἐπιτροπὴν συνεργασίας μετὰ τῶν Ἑλληνικῶν σωμάτων καὶ ἀφοῦ ἐπεσκέφθη τὸ Ἑλληνικὸν σχολεῖον καὶ ὡμίλησε, ὡς ἐσυνήθιζε, πρὸς τοὺς μαθητάς, κατηυθύνθη εἰς Νερέτι (Πολυπόταμον). Εἰς τὸ χωρίον τοῦτο, εἰς τὸ ὁποῖον εἰσῆλθε τὴν πρωίαν τῆς 20ής Σεπτεμβρίου, εἶχεν ὡς σκοπὸν νὰ συλλάβη πέντε κατοίκους του, οἱ ὁποῖοι ἐβαρύνοντο μὲ φόνους Πατριαρχικῶν. Πλὴν ὅμως τὴν στιγμὴν ποὺ οἱ ἄνδρες τοῦ σώματός του ἐκύκλωσαν τὰς οἰκίας εἰς τὰς ὁποίας ἐκρύπτοντο οἱ ἀναζητούμενοι, Τουρκικὴ δύναμις πεζικοῦ καὶ ἱππικοῦ ἐπετέθη κατ’ αὐτῶν καὶ τοὺς ἐξηνάγκασε νὰ ἀποσυρθοῦν εἰς τούς παρακειμένους λόφους. Κατὰ τὴν ἀποχώρησιν, ἐκ τῶν ριφθέντων ὑπὸ τού Τουρκικοῦ ἀποσπάσματος πυροβολισμῶν, ἐτραυματίσθη σοβαρῶς εἰς τὸν πόδα ό Καπετανόπουλος καὶ μετ’ ὀλίγον ἐξέπνευσεν ἐκ τῆς ἀκατασχέτου αἱμορραγίας. Μετὰ τὸ ἀτύχημα τοῦτο κατηυθύνθη ὁ Μελάς μετὰ τοῦ σώματος εἰς Λέχοβον καὶ Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον), παρέμεινε δὲ εἰς τὴν περιοχὴν αὐτὴν ἐπὶ ἀρκετὰς ἡμέρας, ἀπασχολούμενος μὲ τὴν τοπικὴν ὀργάνωσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀγῶνος. Εἰς Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον) ἀφίχθησαν τὴν 7ην Ὀκτωβρίου καὶ τὰ ἀποσταλέντα πρὸς ἐνίσχυσιν ὑπὸ τοῦ κομιτάτου σώματα των Ἀλεξάνδρου Καραλιβάνου, Ἰωάννου Πούλακα καὶ Γεωργίου Βολάνη, συνολικῆς δυνάμεως 40 περίπου ἀνδρών.,ἀνδρῶν. Αἱ ἐνισχύσεις αὐταὶ ἀνεβίβασαν τὴν δύναμιν τοῦ σώματος Μελά εἰς ἑβδομήκοντα περίπου ἄνδρας, μὴ ὑπολογιζομένων εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον τῶν ἐντοπίων ἐνόπλων.

Ἡ παρουσία τοῦ ἰσχυροῦ αὐτοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον ἐνήργει κατανεμημημένον εἰς τέσσαρα τμήματα, ἀπὸ τοὺς Καραλίβανον, Πούλακαν, Πύρζαν καὶ Γιοβάνην, ἐνέσπειρε τὸν πανικὸν εἰς τὴν Βουλγαρικὴν ὀργάνωσιν τῆς περιοχῆς καὶ ἐξηνάγκασε πολλοὺς ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῶν κομιτάτων νὰ καταφύγουν εἰς Φλώρινα καὶ τὰς ἄλλας πόλεις τῆς περιοχῆς, εἰς τὰς ὁποίας ὑπῆρχον Τουρκικαὶ φρουραί. Τοιουτοτρόπως, αἱ πέντε Βουλγαρικαὶ συμμορίαι (ἑκάστη,ἑκάστῃ τῶν 12 ἀνδρῶν περίπου) αἱ ὁποῖαι ἔδρων εἰς τὴν περιοχὴν τῶν ἀνατολικῶν κρασπέδων τοῦ ὄρους Βίτσι (Βέρνον) -εἰδικώτερον εἰς τὰ χωρία Νερέτι (Πολυπόταμον), Νεγκοβάνη (Φλάμπουρον), Εξί-Σοῦ (Ξυνό Νερό), Ζέλενιτς (Σκλήθρον), Μόκραινα (Βαρυκόν) καὶ Νέβεσκα (Νυμφαίου)- οὐδόλως ἐσημείωνον τὴν παρουσίαν τῶν εἰς αὐτήν. Αἱ συμμορίαι, αὐταὶ ἢ ἐκρύπτοντο ἐπιμελῶς ἐντὸς τῶν χωρίων, ἢ εἶχον ἀποχωρήσει πρὸς ἄλλας περιοχάς. Οἱ Ἕλληνες κάτοικοι εἶχον ἀναθαρρήσει καὶ ἐβοήθουν μετ’ ἐνθουσιασμοῦ τὸ σῶμα Μελά. Διὰ τῆς βοηθείας των ἠδυνήθη ὁ Ἀνθυπολοχαγὸς Μελάς νὰ ὀργανώση πλήρως τὴν περιοχὴν μὲ βάσιν τὰ χωρία Λέχοβον καὶ Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον), εἰς τὰ ὁποῖα ἐσχηματίσθησαν ἰσχυραὶ ἔνοπλοι ὁμάδες ἐξ ἐντοπίων ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας ἀρματολοὺς Ζήσην Δημουλιόν καὶ Κόλε Πίναν. Τὸ κεφαλοχώριον Νέβεσκα (Νυμφαίον) ὡρίσθη ὡς διευθῦνον κέντρον ὁλοκλήρου τῆς περιοχῆς. Ἐσχηματίσθη εἰς αὐτὸ Ἐπιτροπὴ κατευθύνσεως τοῦ ἀγῶνος, ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἐκ τῶν Τάκη Γκόλνα ὡς Προέδρου, διδασκάλου Γεωργίου Σούρλα ὡς γραμματέως, Νικολάου Γιάννη ὡς ταμίου καί των Δημητρίου Μιχαηλίδη, Ἰωάννου Λιάτση καὶ Ἰωάννου Σακελλαροπούλου ὡς μελῶν. Παρόμοιαι ἐπιτροπαὶ συνεστήθησαν καὶ εἰς τὰ χωρία Λέχοβον, Στρέμπενον (Ασπρώγεια), Νεγκοβάνη (Φλάμπουρον), Μπελκαμένην (Δροσοπηγή) καὶ Κάτω Κότορι (Υδρούσα), εἰς ὅλα δὲ τὰ χωρία ὡρίσθησαν ἀγγελιαφόροι καὶ ὁδηγοὶ διὰ τὰ σώματα.

Μετὰ τὴν ὀργάνωσιν τῆς Ἑλληνικῆς ἀμύνης εἰς την ἀνατολικῶς τοῦ ὄρους Βίτσι περιοχὴν καὶ τὴν ἐγκατάστασιν πρὸς ἔλεγχον ἑνὸς ἰσχυροῦ σώματος ἐκ πεντήκοντα περίπου ἀνδρῶν ὑπὸ τὴν γενικὴν διεύθυνσιν τοῦ παλαιοῦ Ἀρματολοῦ Γιοβάνη, ὁ Παῦλος Μελάς εἶχε τὴν πρόθεσιν νὰ μεταβῆ εἰς τὴν περιοχὴν Μαρόβου καὶ Μοναστηρίου, μέσῳ Κορεστίων, διὰ νὰ ὀργανώση καὶ τὴν περιοχὴν αὐτὴν πρὸ τοῦ χειμῶνας. Μὲ τοιαῦτα σχέδια κατὰ νοῦν, εἰδοποίησε τὸ σῶμα Καούδη – Κύρου ὅπως ἐπιδιώξη συνάντησιν μετ’ αὐτοῦ πλησίον τῆς Στατίστης (Μελά) καὶ ἀφοῦ παρέλαβε τὰ τμήματα τῶν Πύρζα, Βολάνη, Πούλακα καὶ Καραλιβάνου, ἐκινήθη ἀμέσως πρὸς τὰ Κορέστια. Τὴν ἑσπέραν τῆς 12ης Ὀκτωβρίου, ὁλόκληρος ἡ δύναμις, ἀνερχομένη εἰς 35 ἄνδρας, παρέμεινεν εἰς Στάτισταν (Μελά), οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας ὑπεδέχθησαν μὲ ἰδιαιτέραν χαρὰν τὸ σῶμα, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πρόκριτον τοῦ χωρίου Ντίναν. Ὁ τελευταῖος ἀνῆκεν εἰς τὸ σῶμα Καούδη – Κύρου καὶ εἶχεν ἀποσταλῆ ὑπ’ αὐτῶν διὰ νὰ ὁδηγήση τὴν ἑπομένην τὸ σῶμα Μελά εἰς τὸ σημεῖον τῆς συναντήσεως. Ἐνῶ εὑρίσκοντο κατηυλισμένοι, μία χωρικὴ εἰδοποίησε τὸν Μελάν τὴν ἑσπέραν τῆς 13ης Ὀκτωβρίου ὅτι ἰσχυρὸν Τουρκικὸν τμῆμα ἐξῆλθεν ἐκ Κονοπλατίου (Μακροχωρίου) καὶ κατηυθύνετο πρὸς Στάτισταν. Ὁ Μελάς ἔχων τὴν γνώμην ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ ἀπέφευγον νὰ τὸν καταδιώξουν, δὲν ἔδωσε σημασίαν εἰς τὴν πληροφορίαν καὶ διέταξε τοὺς ἄνδρας νὰ παραμείνουν κρυμμένοι ἐντὸς τῶν οἰκιῶν τῆς Στατίστης, χωρὶς νὰ προβοῦν εἰς οὐδεμίαν ἐνέργειαν. Παρ’ ἐλπίδα, ὅταν τὸ Τουρκικὸν τμῆμα ἀφίχθη εἰς Στάτισταν, κατηυθύνθη ἀμέσως πρὸς τὸν κάτω συνοικισμὸν αὐτῆς καὶ ἄνευ χρονοτριβῆς ἐκύκλωσε τὰς οἰκίας εἰς τὰς ὁποίας εἶχε καταυλισθή τὸ Ἑλληνικὸν σῶμα. Αἱ προσχεδιασθεῖσαι κινήσεις τοῦ Τουρκικοῦ τμήματος ἀπεδείκνυον σαφῶς ὅτι τοῦτο ἐκινεῖτο βάσει θετικῶν πληροφοριῶν. Κατὰ πᾶσαν πιθανότητα υ ἐνεδρεύουσα ὀργάνωσις τυς ΕΜΕΟ, ἡ ὁποία παρηκολούθει ἀσφαλῶς τὰς κινήσεις τοῦ Μελά, θὰ εἶχε καταλλήλως ἐνημερώσει τοὺς Τούρκους.

Εὐθὺς ὡς ἐκυκλώθησαν τὰ καταλύματα τοῦ Ἑλληνικοῦ τμήματος, πυκνὸν πῦρ ἤρχισεν ἐξ ὅλων τῶν κατευθύνσεων. Ὁ Μελάς εὑρεθεὶς πρὸ μιᾶς μὴ ἀναμενομένης καταστάσεως, προσεπάθησε νὰ ἐξαγάγη τὸ σῶμα τοῦ ἀπὸ τὴν δύσκολον θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε περιέλθει. Πρὸς τοῦτο ἐνήργησε τολμηρὰν ἔξοδον ἐκ τῆς οἰκίας, διὰ νὰ ἀντιληφθῆ καλύτερον τὴν κατάστασιν, πρὶν ὅμως διέλθη τὴν αυλόθυραν, ἐβλήθη ὑπὸ τουρκικῆς βολίδος εἰς τὴν οσφυικήν χώραν καὶ κατέπεσεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Κατώρθωσε νὰ συρθῆ μέχρι τῆς οἰκίας. Τὸ τραῦμα του ὅμως ἦτο θανατηφόρον καὶ μετ’ ὀλίγον ἐξέπνευσεν. Ἐκ τοῦ ὑπολοίπου τμήματος ἢ Τουρκικὴ δύναμις ἐπέτυχε τὴν σύλληψιν ἑπτὰ ἀνταρτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων εὑρίσκετο καὶ ὁ ὁπλαρχηγὸς Γεώργιος Βολάνης. Τὸ ὑπόλοιπον σῶμα κατώρθωσε νὰ διαρρεύση πρός την ἀνατολικῶς τοῦ Βίτσι (Βέρνον) περιοχήν, πλὴν δύο ἀνταρτῶν, οἱ ὁποῖοι περιπλανηθέντες εἰς τὴν περιοχὴν Βαψωρίου, ἔπεσαν εἰς χεῖρας κομιτατζήδων καὶ εὗρον μαρτυρικὸν θάνατον. Πρόκειται γιὰ τὸν Λάζο ἀπὸ τὴν Κοζάνη καὶ τὸν Χαρίση ἀπὸ Βελβεντό, τοὺς ὁποίους οἱ κομιτατζῆδες τοῦ Βαψωρίου ἔψησαν ζωντανοὺς σὲ κλίβανο..

Ἡ θλιβερὰ εἴδησις τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου Μελά ταχέως ἔφθασεν εἰς Ἀθήνας. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν εσήμανον πενθίμως καὶ ἐνῶ εἰς τὴν πρωτεύουσαν καὶ τὴν λοιπὴν Ἑλλάδα πολὺ ὀλίγοι ἐγνώριζον τὴν ἔξοδόν του εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἐν τούτοις ὁ θάνατός του ἐθρηνήθη ὡς ἐθνικοῦ ἥρωος. Κύματα ἀγανακτήσεως συνετάραξαν τὸ Πανελλήνιον καὶ ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς χώρας ἐζητεῖτο ἐκδίκησις. Μέχρι τότε τὸ Μακεδονικὸν Ζήτημα αφεώρα ἕνα μικρὸν τμῆμα τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ὅμως ἐκείνης καθίστατο πλέον ἀγών,ἀγῶν ἐπιβιώσεως ὁλοκλήρου τοῦ Ἔθνους. Ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ὁ θάνατος τοῦ Μελά ἀπετέλεσε πραγματικὸν ἐγερτήριον σάλπισμα. Οἱ συνάδελφοί του ἀξιωματικοὶ ἐζήτουν νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Μακεδονίαν διὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν θάνατόν του καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀντελήφθησαν ὅτι ζωτικὰ συμφέροντα τοῦ Ἑλληνισμοῦ διεκυβεύοντο εἰς τὸν χῶρον της. Ἐὰν αὐτὰ τὰ συμφέροντα δὲν κατωχυροῦντο, τότε ἡ Ἑλλὰς θὰ ἔζη πάντοτε ὑπὸ τὴν ἀσφυκτικὴν πίεσιν ἑνὸς ἰσχυροῦ βορείου γείτονος.

Οἱ διαφυγόντες τὸν Τουρκικὸν κλοιὸν ἄνδρες τοῦ σώματος Μελά, ἔφθασαν εἰς Ζέλοβον (Ἀνταρτικόν), ὅπου συνηντήθησαν μετὰ τοῦ σώματος Καούδη. Τὸ ἠθικόν των δὲν εὑρίσκετο εἰς καλὸν σημεῖον καὶ διχογνωμίαι περὶ τῆς περαιτέρω δράσεως ἀνέκυψαν μεταξὺ τῶν ἀρχηγῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ὅλη δύναμις νὰ παραμένη οὐσιαστικῶς ἀκέφαλος. Τελικῶς ἀπεφασίσθη ἡ μετάβασις εἰς την ἀνατολικῶς τοῦ Βίτσι περιοχήν, διὰ νὰ ἐπιτευχθῆ συνάντησις μετὰ τῶν ἐκεῖ παραμενόντων τμημάτων. Κατόπιν τούτου ἀφέθη ἐντὸς τοῦ Ζελόβου (Ἀνταρτικοῦ) μικρὰ δύναμις ὑπὸ τὸν Παῦλον Κύρου καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ Ευθυμίου Καούδη, κατηυθύνθησαν πρὸς Μπελκαμένην (Δροσοπηγήν). Ἐκεῖ ἀπεφασίσθη νὰ τηρηθοῦν αἱ φρουραὶ εἰς Μπελκαμένην (Δροσοπηγήν), Λέχοβον καὶ Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον), ἀνέλαβον δὲ τὴν διοίκησιν τούτων ἀντιστοίχως οἱ Λαμπρινός Βρανάς, Ἀνδρέας Δικώνυμος (Μπαρμπανδρέας) καὶ Ἰωάννης Πούλακας. Οἱ ὑπόλοιποι ἄνδρες θὰ ἀπετέλουν κινητὸν τμῆμα ὑπὸ τὸν Ευθύμιον Καούδην, ἀρκετοὶ ὅμως ἄλλοι (ὑπὸ τοὺς Λάκην Πύρζαν καὶ Ἀλέξανδρον Καραλίβανον) ἐπροτίμησαν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν ἐλευθέραν Ἑλλάδα, ὑπὸ διαφόρους δικαιολογίας.

Πηγή: «Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θράκην γεγονότα», ΓΕΣ, 1979, σε: e-istoria.com

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s