«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν …» Νίκος Καββαδίας, «Fata Morgana», 1977
Ο Νίκος Καββαδίας σε παιδική ηλικία
Ο ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στην επαρχιακή πόλη Νίκολσκι Ουσουρίσκι, του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, από γονείς Κεφαλλονίτες. Σε ηλικία τεσσάρων ετών και μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, η οικογένειά επέστρεψε στο Αργοστόλι.
«Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου…» Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί
Κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω αυτούς τους στίχους στα μάτια της ψυχής μου υψώνεται αγέρωχος και ολόφωτος ο Τουρλίτης, έτσι όπως κάποτε τον πρωτοαντίκρισαν τα παιδικά μου μάτια, ένα καλοκαίρι στην Άνδρο, το νησί της γιαγιάς Σοφίας… Ίδιος κερί που ανάβει πάνω στο μανουάλι του κόσμου, ο Τουρλίτης δείχνει ακούραστα τα αστέρια τρυπώντας τον νυχτερινό ουρανό της Άνδρου.
«Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου…» Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί
Κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω αυτούς τους στίχους στα μάτια της ψυχής μου υψώνεται αγέρωχος και ολόφωτος ο Τουρλίτης, έτσι όπως κάποτε τον πρωτοαντίκρισαν τα παιδικά μου μάτια, ένα καλοκαίρι στην Άνδρο, το νησί της γιαγιάς Σοφίας… Ίδιος κερί που ανάβει πάνω στο μανουάλι του κόσμου, ο Τουρλίτης δείχνει ακούραστα τα αστέρια τρυπώντας τον νυχτερινό ουρανό της Άνδρου.
Ο συγγραφεύς περιγράφει τον εσπερινόν της παραμονής του Αγίου Νικολάου εις τον ομώνυμον ναόν της πατρίδος του Σκιάθου
Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολικάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ΄ εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος* και αφήνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον. Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν’ αράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής εταιρείας ανεβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.
Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν. Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του Αγίου Νικολάου μικρόν η μέγαν, με μάρμαρα ή με πλίνθους. Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία, των θαλασσών ο Άγιος.
Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι, διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέψη εις την νήσον του, φέρει το τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς, όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν’ αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα, πρώτα θα φέρη το τάξιμό του εις τον Άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετήση την μητέρα του την σύζυγόν του.
Αλλ’ ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γίνη καλόγηρος! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματα της θαλάσσης πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηριού τοίχους, εις τον Άθωνα. Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος ηθέλησε δια του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού αρχιερέως.
Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξίδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ηυχαριστείτο, ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ’ ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ηυχαριστούντο γύρο, γύρο οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα.
Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες, ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του Αγίου και ευλογούσεν η χείρ τους προσφιλείς του ναυτίλους και ότι συχνά μετέβαλλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον. Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο Άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του, ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μύρων, άγριος και απειλητικός εμφανισθείς, εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα.
Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον Άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παρίστα τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν, ο ενθυμούμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν, ότι έβλεπε διάβροχον τον Ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα.
Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.
Έξι Δεκεμβρίου και σήμερα, σε Ανατολή και Δύση, τιμάται η μνήμη του Αγίου Νικολάου, του Αγίου που προστατεύει τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο, του «δικού μας» Αγίου, που προστατεύει το ελληνικό Πολεμικό και Εμπορικό Ναυτικό.
«Τ’ Αγνάντεμα» ανήκει στη σειρά των σκιαθίτικων διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και είναι ηθογραφικό. Στο διήγημα αυτό ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει χαρακτηριστικές όψεις της Σκιάθου του Παπαδιαμάντη, όπως τον κύκλο ζωής της φύσης και τη στενή εξάρτηση των ανθρώπων από αυτή. Το διήγημα συγκεντρώνει πολλά ηθογραφικά στοιχεία (χωροχρόνος, λογοτεχνικοί ήρωες και λειτουργίες, ιδεολογικά χαρακτηριστικά) και συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής του Παπαδιαμάντη, καθώς συνδυάζεται η γλαφυρή ανθρωπογεωγραφία με ουσιώδη γνωρίσματα της αφηγηματικής του τεχνικής (διάρθρωση, αφηγηματικά μέρη, κυκλική αφήγηση, παντογνώστης αφηγητής, χαρακτηρολογική περιγραφή, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μίμηση, παράδειγμα, παραμυθιακή διήγηση). Στο συγκεκριμένο διήγημα ο Παπαδιαμάντης καταγράφει τη συλλογική ψυχολογία των ναυτικών τη στιγμή της αναχώρησης και ερμηνεύει την εθιμοτυπία, τα αισθήματα και τις σκέψεις των γυναικών τους, που την ημέρα εκείνη συγκεντρώνονται στο εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας με το διπλό στόχο, του αγναντέματος και της χριστιανικής δέησης για την προστασία των ναυτικών και την παρηγοριά των οικογενειών τους.
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι συνδυασμός αρχαίας, βυζαντινής, καθαρεύουσας και δημοτικής. Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη προσωπική γλώσσα, ένα μικτό γλωσσικό ιδίωμα καθαρεύουσας με στοιχεία δημοτικής και με τοπικούς ιδιωματισμούς. Στους διαλόγους χρησιμοποιείται η ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα με ιδιωματισμούς της Σκιάθου, ενώ στην αφήγηση βάση αποτελεί η καθαρεύουσα, στην οποία, όμως, υπάρχουν πολλά στοιχεία της δημοτικής. Τέλος, στις περιγραφές χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα, το κατά παράδοση γλωσσικό όργανο της πεζογραφίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και λέξεις της αρχαίας ελληνικής, όπως και λέξεις της εκκλησιαστικής παράδοσης.
Ένα τραγούδι σε στίχους Αλ. Παπαδιαμάντη και μουσική Λεων. Μαριδάκη, από τη θεατρική διασκευή των διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα» και «Τ’ αγνάντεμα», που παρουσιάστηκε το 2011-2012, από την Εταιρία Τέχνης «Βιολέττα», στην Ελλάδα και στην Κύπρο.