Ο Καζαντζάκης ως ποιητής

Διαβάζοντας μια λαμπρή μελέτη του Δημήτρη Κόκορη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πεδίο» με τίτλο «Ο Καζαντζάκης ως ποιητής»

Είναι γνωστό πόσο πολεμήθηκε από διαφορετικούς δογματικούς χώρους ο Νίκος Καζαντζάκης και σήμερα, μετά από τη διεθνή του καταξίωση, αναθεωρούν την άποψή τους. Θ’ αναφέρω ενδεικτικά μερικούς που συνέβαλαν σ’ αυτό. Ο μεγάλος δάσκαλος Στυλιανός Αλεξίου, σε διάλεξή του, άσκησε κριτική στον πατέρα του Λευτέρη και στις θείες του Γαλάτεια και Έλλη, επειδή τον αδίκησαν και τον θεωρεί έναν από τους μεγάλους μας δημιουργούς. Επίσης, ο Σταμάτης Φιλιππίδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης που δίδαξε το έργο του, έχει εκδώσει μια εξαιρετική μελέτη για την πεζογραφία του και διοργάνωσε σχετικό συνέδριο.

Συνέχεια

Η μητέρα μου, η γαζία και το καναρίνι (Νίκος Καζαντζάκης)

Νικόλαος Γύζης, Η Μητέρα

«Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.

Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο σπίτι της Αίγινας

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού.

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.

Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε το παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.

Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει».

* Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο», 1961.

Πηγή: antikleidi.com

Ο Καπετάν Μιχάλης του Νίκου Καζαντζάκη

Καπετάν Μιχάλης Κόρακας (φωτ. Κ. Ανδρουλάκη, Ίδρυμα Αικ. Λασκαρίδη)

Στο έργο του «Καπετάν Μιχάλης» (1953) ο Νίκος Καζαντζάκης δίνει τη δική του, μοναδική για τον ηρωισμό και την τραγικότητα που αποπνέει, περιγραφή της τουρκικής θηριωδίας και σκλαβιάς στην Κρήτη.

Συνέχεια

Ο Άγιος Μηνάς και το Μεγάλο Κάστρο του Νίκου Καζαντζάκη

Ένα μεγάλο θαύμα του Αγίου Μηνά συντελέστηκε το 1826 μ.Χ., στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος και είναι ο Πολιούχος και προστάτης της. Το 1821, μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε εκτεταμένες σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της μαρτυρικής Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων συγκαταλέγονται ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.ά., οι οποίοι εσφαγιάστηκαν την 24η Ιουνίου 1821 στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου, που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Μηνά. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας του ναού σφαγιάστηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα!

Συνέχεια

Αποχαιρετώντας το καλοκαίρι στο νησί

Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Αύγουστο του 2015 και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 27/2017 του περιοδικού «Αιγιναία», στο πλαίσιο αφιερώματος για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ζωγράφου μας Γιάννη Μόραλη, που έζησε και δημιούργησε στην Αίγινα.

Συνέχεια

Μεγαλοβδόμαδο, ζύγωσε η Ανάσταση!

Ανάφη, 1961

Με τη φράση αυτή του Νίκου Καζαντζάκη, από τον «Καπετάν Μιχάλη» του, με το αιώνιο παράδειγμα της «τελείας αγάπης» του Ιωσήφ του Παγκάλου και τα σπουδαία διδάγματα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ας ξεκινήσουμε και εμείς την προσωπική μας ανάβαση εις την «Άνω Ιερουσαλήμ», όπως οι ιερές Ακολουθίες των ημερών αυτών τόσο όμορφα μας προτρέπουν…

Συνέχεια