Ο Ανδρέας Εμπειρίκος για τη Μητέρα

(φωτ. Anne Geddes)

Ας πάμε εμπρός
Τα πρωινά κελεύσματα των τοξοτών
καταλαμβάνουν το κέντρον της καρδιάς μας
Σπόρος ο λόγος των ποιητών
Και το τριφύλλι των παιδιών στο στήθος των μανάδων
χαρμόσυνον σαν άφιξις λευκών ιστιοφόρων

Συνέχεια

Η Γιορτή της Μητέρας

2η Κυριακή του Μαΐου

Η γιορτή της μητέρας (ή ημέρα της μητέρας) είναι εορτή προς τιμήν της μητέρας και της μητρότητας. Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, γιορτάζεται τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου. Ιστορικά προέρχεται από ένα αμερικανικό κίνημα των γυναικών – μητέρων με την ονομασία «Mothers Friendships Day», που ιδρύθηκε το 1965 από την Άνν Τζάρβις (Ann Jarvis) κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού εμφυλίου πολέμου (1861-1865). Το κίνημα των γυναικών δραστηριοποιήθηκε υπέρ της ειρήνης με διάφορες ακτιβιστές δραστηριότητες και συνέχισε τις δράσεις ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου, κυρίως με τον αγώνα για την επανένωση οικογενειών που είχαν χωριστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Συνέχεια

Τραγούδι για τη μητέρα μου (Bertolt Brecht)

Κώστας Μπαλάφας, Μητέρα με παιδί, Ήπειρος, δεκαετία ’50

Τραγούδι για τη μητέρα μου
Bertolt Brecht

Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια πώς ήταν πριν οι πόνοι της
αρχίσουν. Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα μαύρα τα μαλλιά της
απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της -το βλέπω ακόμα κείνο το
χέρι να σαλεύει.

Χειμώνες είκοσι τη φοβερίσαν, τα βάσανά της δεν είχαν σωσμό,
κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν τη ζύγωνε. Και τότε πέθανε, και
το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί.

Στο δάσος είχε μεγαλώσει.

Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ‘χαν τραχύνει βλέποντάς
την τόσο καιρό να ξεψυχάει. Τη συγχωρέσαμε που έτσι βα-
σανίστηκε, μα κείνη είχε χαθεί ανάμεσα στα πρόσωπά μας, προτού
να σβήσει ολότελα.

Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να τους κρατήσουμε.
Έχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν έχει απομείνει ανάμεσα σε
μας κι εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά μας σαν χωρίζουμε.
Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε, τόσο αναμασούσαμε τ’
ασήμαντα.

Ω, γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα πούμε, ήτανε τόσο εύκολο,
και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας. Εύκολες ήταν λέξεις,
σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελούσαμε έπεσαν,
και τώρα το λαιμό μας πνίγουν.

Το δείλι, χτες, πρωτομαγιά, πέθανε η μητέρα μου! Και δε
μπορώ, από τη γη να τήνε ξεριζώσω με τα νύχια μου!

Κι όταν έσβησε, την αποθέσανε στη γη.
Άνθη φυτρώνουν, πεταλούδες παιχνιδίζουν πάνωθέ της…
Ήτανε τόσο ελαφριά που μόλις βάραινε το χώμα.
Πόσος πόνος χρειάστηκε για να την κάνει τόσο ανάλαφρη!

* Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα», μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Θεμέλιο.

Pablo Picasso, Μητέρα από την οικογένεια
του ακροβάτη (σχέδιο)

Στώμεν καλώς στη Μάνα!

Στώμεν καλώς

Παρασκευή Κοψιδά – Βρεττού

Στώμεν καλώς
στη Mάνα με τα τρύπια προσευχής γόνατα
Στώμεν καλώς
στη Mάνα με το λευκό τσεμπέρι χυμούς άβγαλτους
Στώμεν καλώς
στη Mάνα με το μαύρο αμπέχωνο
βροχής λασπωμένης στην Αγωνία
Στώμεν καλώς
πικρού ανέμου στους βραχίονες
Που τρίζουν τη ρίζα του ήλιου
Στώμεν καλώς
στη Μάνα γροθιά σα ζύμη γινωμένου ψωμιού
Στην οργισμένη μέρα που τα λόγια της
Μουλιάζει σε μαστό υγρασίας δακρύων
Στο στέγνωμα αμαρτίας άγουρης
Που ταπεινά εμπνέει παράδεισο

Συνέχεια

Η μητέρα μου, η γαζία και το καναρίνι (Νίκος Καζαντζάκης)

Νικόλαος Γύζης, Η Μητέρα

«Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.

Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο σπίτι της Αίγινας

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού.

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.

Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε το παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.

Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει».

* Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο», 1961.

Πηγή: antikleidi.com

Για τη Γιορτή της Μητέρας!

Gustav Klimt, Μητέρα μέ παιδί

Μητερούλα αγαπημένη
Να ‘σαι πάντα ευτυχισμένη!
Κι αν δεν σου ‘γραψα τραγούδια
Κι αν δεν σου ‘κοψα λουλούδια,
Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ!
Σ’ αγαπώ πολύ – πολύ,
το μικρό σου το παιδί!

Συνέχεια