
«Πώς πέρασαν οι μήνες, πότε έφθασε ο χειμώνας, οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, η Γέννηση του Σωτήρα μας, ούτε που το κατάλαβα. Ξημέρωσε μια παγωμένη ημέρα του Δεκέμβρη. Μια μέρα κρύα και ο ήλιος που ταξίδευε πάνω στον ατσάλινο ουρανό μάταια πάσχιζε να ζεστάνει τη Θεοφύλακτη. Τα σύννεφα, φορτωμένα χιόνι, ταξίδευαν σπρωγμένα από το ξεροβόρι. Από νωρίς, πολύ πριν έλθει η νύχτα, οι κάτοικοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, σε αρχοντικά ή σε χαμόσπιτα, ανάλογα με τη γέννα του καθεμιανού, και οι πλατείες και οι φαρδιοί δρόμοι και τα στενοσόκκακα ήταν έρημα και σιωπηλά και μόνο προς τον Κεράτιο, εκεί που ήτανε τα καπηλειά, ακούγονταν οι φωνές και τα τραγούδια των χαροκόπων …».
Συνέχεια