Τον Ιανουάριο του 1940 ξεκίνησε να εκδίδεται στον Πειραιά το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Αποτελούσε εκδοτικό έργο του δραστήριου, εκείνη την περίοδο, Φυσιολατρικού Ομίλου Πειραιώς. Διευθυντές του ανέλαβαν οι λογοτέχνες Ισιδώρα Καμαρινέα και Κλέαρχος Στ. Μιμίκος. Απέβλεπε, κατά κύριο λόγο, στην παρουσίαση της συγγραφικής εργασίας δημιουργών, που ζούσαν στην πόλη του Πειραιά, συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση, που είχε η πόλη στην έκδοση λογοτεχνικών εντύπων.
Όταν το καθεστώς διέταξε να καούν δημοσίως τα «βλαβερά» βιβλία, οι δρόμοι γέμισαν καρότσες που κουβαλούσαν βιβλία από παντού. Τότε εκεί στην πυρά, ένας κυνηγημένος ποιητής, από τους πιο ξακουστούς, μελετώντας τη λίστα των καταδικασμένων να καούν διαπίστωσε έντρομος ότι τα δικά του έργα είχαν ξεχαστεί! Έτρεξε στο γραφείο του και συνέταξε μία επιστολή προς τους δυνάστες. «Κάψτε με!», έγραφε με το μεταξένιο του φτερό. «Κάψτε με. Μη μου το κάνετε αυτό. Μη με αφήνετε μόνο». «Δεν είπα πάντα την αλήθεια στα βιβλία μου;». «Και τώρα μου φέρεστε σαν να ήμουν ψεύτης». Για τούτο σας προστάζω: «Κάψτε με!».
Το καθεστώς, που έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή ως «Χούντα* των Συνταγματαρχών» ή «Επταετία», προχώρησε από τις πρώτες ώρες της 21ης Απριλίου 1967 σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης και σε απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και στην καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Κάθε άρθρο εφημερίδας, κάθε έργο τέχνης, έπρεπε να έχει την έγκριση των αξιωματικών της αρμόδιας επιτροπής που έδρευε στο Υπουργείο Τύπου,επί της οδού Ζαλοκώστα.
Η λαμπρή σταδιοδρομία του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως (ΕΦΣΚ) δεν περιορίσθηκε μόνο στην εφαρμογή του εμπνευσμένου προγράμματός του, αλλά συγχρόνως και στην ίδρυση Επιστημονικών τμημάτων, Βιβλιοθήκης και Φιλανθρωπικών σωματείων στην Κωνσταντινούπολη και αντίστοιχων συλλόγων και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποβλέποντας πάντοτε να συντείνει στην ευρύτερη διάδοση των γραμμάτων και του πολιτισμού και στη συλλογή, διατήρηση και ανάδειξη λαογραφικών παραδόσεων και αρχαίων μνημείων. Για τούτο και ο Σύλλογος δικαίως εθεωρείτο ως ένα σπουδαίο και ισχυρό πνευματικό κέντρο που λάμπρυνε με τη δραστηριότητα και το έργο του τον Ελληνισμό της Πόλης και σταδιακά κατέστη θεματοφύλακας του πνευματικού πλούτου της πολίτικης Ρωμιοσύνης. Το θαυμαστό έργο και την ακμάζουσα πορεία του ΕΦΣΚ ανέκοψε βίαια και ολέθρια η Μικρασιατική καταστροφή και οι συστηματικές διώξεις σε βάρος του χριστιανικού στοιχείου στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Στο παρόν αφιέρωμα επιχειρείται μία αναδρομή στη δράση και το έργο του εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου καθώς επίσης και μία αναφορά στην ιστορία του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών, που από την ίδρυσή του το 1928 μέχρι σήμερα, αποτελεί την πνευματική συνέχεια του ΕΦΣΚ στον Ελλαδικό χώρο.
Η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος» ήταν το επίσημο έντυπο της Διοικήσεως. Κυκλοφόρησε από τις 7 Οκτωβρίου 1825 μέχρι τις 23 Μαρτίου 1832. Επί επτά συνεχόμενα έτη κάλυπτε τις ανάγκες της Κυβερνήσεως και είναι προδρομικό έντυπο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ή Σάββατο, συνήθως τετρασέλιδη, συνοδευόταν και από παραρτήματα. Η αρίθμηση ήταν συνεχής και οι διαστάσεις 29×22 εκ. Ετήσια συνδρομή: τάλαρα δίστηλα 6. Τυπογραφείο: Εθνική Τυπογραφία.
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αίγινα 2 Φεβρουαρίου 1829
Πρόκειται για το ημιεπίσημο, αρχικά, όργανο της Διοικήσεως που πρωτοκυκλοφόρησε στο Ναύπλιο. Διευθυντής της τυπογραφίας της Διοικήσεως και «εφημεριδογράφος» ορίστηκε αρχικά ο Θεόκλητος Φαρμακίδης. Αποτελεί τη μόνη εφημερίδα της εποχής με πανελλήνιο και όχι τοπικό χαρακτήρα.
Η Γενική Εφημερίς της Ελλάδος δημοσίευε συστηματικά τα Πρακτικά του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού, αλλά περιελάμβανε και πολιτικά, φιλολογικά άρθρα και ποιήματα, δοκίμια για τον πατριωτισμό, σχόλια για την κατάσταση της Ελλάδος και γεωργικές συμβουλές (όπως το πώς φυτεύονται τα γεώμηλα), ειδήσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού καθώς και επιστολές των αναγνωστών.
Πληροφορίες αντλούσε από τις εφημερίδες «Ανατολικός Θεατής», «Εφημερίς της Σμύρνης», «Εφημερίς Οδησσού», «Ο Ήλιος», «Συνταγματικός», αλλά και από μία πληθώρα εφημερίδων της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Μάλτας, της Ελβετίας κ.ά.
Γνώρισε αρκετές αλλαγές έδρας. Μεταφέρθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1826 από το Ναύπλιο στην Αίγινα και στις 30 Μαρτίου 1827 στον Πόρο. Ο υπεύθυνος συντάκτης Θεόκλητος Φαρμακίδης παραιτήθηκε από τη θέση του, τον Ιούνιο 1827, «διά περιστάσεις ιδιαιτέρας», αλλά στην πραγματικότητα διαφωνώντας με την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως «Κυβερνήτου της Ελλάδος».
Προστριβές μεταξύ του Θ. Φαρμακίδη και του Βουλευτικού είχαν προκύψει και νωρίτερα, τον Φεβρουάριο 1827, είχαν όμως ξεπεραστεί με την υποστήριξη των βουλευτών Σπ. Τρικούπη, Εμμ. Αντωνιάδη και Λιβέριου Λιβερόπουλου. Την θέση του Θ. Φαρμακίδη κατέλαβε ο Γ. Χρυσίδης, ο οποίος ήταν υποστηρικτής του Ιωάννη Καποδίστρια. Από τις 22 Ιουνίου 1827 εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο υπό τη διεύθυνση του Γ. Χρυσίδη για να μεταφερθεί και πάλι στην Αίγινα στις 24 Αυγούστου 1827, όπου και παρέμεινε έως τον Οκτώβριο 1830, με ένα μηνιαίο διάλειμμα, οπότε εκδιδόταν στο Άργος.
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αίγινα, 8 Μαρτίου 1830
Από τις 18 Οκτωβρίου μεταφέρθηκε εκ νέου στο Ναύπλιο. Τον Δεκέμβριο 1831, τη θέση του Χρυσίδη, ως αντιπολιτευομένου τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, κατέλαβε ο ηπειρώτης λόγιος και νομικός Ιωάννης Γαλιάτσας, έως τον Μάρτιο της επομένης χρονιάς.
Στις 18 Απριλίου 1832 άλλαξε τον τίτλο της σε «Εθνική Εφημερίς» υπό την διεύθυνση και πάλι του Γ. Χρυσίδη. Τέλος, στις 16 Φεβρουάριου 1833 ο χαρακτήρας της έγινε αποκλειστικά κυβερνητικός και πήρε την ονομασία «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», ονομασία που διατηρεί έως σήμερα. Στις 21 Δεκεμβρίου 1834 μεταφέρθηκε στην Αθήνα.