Θεσσαλονίκη (Νίκος Καββαδίας)

Η «Θεσσαλονίκη» ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου, σε στίχους Νίκου Καββαδία, δεν σταμάτησε ποτέ να μας ταξιδεύει…

Θεσσαλονίκη

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Συνέχεια

Ο Τουρλίτης, το λύχνο του άστρου…

«Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου…»
Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί

Κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω αυτούς τους στίχους στα μάτια της ψυχής μου υψώνεται αγέρωχος και ολόφωτος ο Τουρλίτης, έτσι όπως κάποτε τον πρωτοαντίκρισαν τα παιδικά μου μάτια, ένα καλοκαίρι στην Άνδρο, το νησί της γιαγιάς Σοφίας… Ίδιος κερί που ανάβει πάνω στο μανουάλι του κόσμου, ο Τουρλίτης δείχνει ακούραστα τα αστέρια τρυπώντας τον νυχτερινό ουρανό της Άνδρου.

Συνέχεια

«Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου…»
Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί

Κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω αυτούς τους στίχους στα μάτια της ψυχής μου υψώνεται αγέρωχος και ολόφωτος ο Τουρλίτης, έτσι όπως κάποτε τον πρωτοαντίκρισαν τα παιδικά μου μάτια, ένα καλοκαίρι στην Άνδρο, το νησί της γιαγιάς Σοφίας… Ίδιος κερί που ανάβει πάνω στο μανουάλι του κόσμου, ο Τουρλίτης δείχνει ακούραστα τα αστέρια τρυπώντας τον νυχτερινό ουρανό της Άνδρου.

Συνέχεια

Ναυτάκι του περιβολιού (Οδυσσέας Ελύτης)

Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

Συνέχεια

Το καράβι στη λαϊκή τέχνη, την παράδοση και τον πολιτισμό

Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου
καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιὰ, μὲ τὰ χρυσὰ σου φῶτα!
Νἄμουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου
σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα…
Κώστας Καρυωτάκης

Συνέχεια

Ο Άγιος Νικόλαος, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία!

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)

Ο συγγραφεύς περιγράφει τον εσπερινόν της παραμονής του Αγίου Νικολάου εις τον ομώνυμον ναόν της πατρίδος του Σκιάθου.

Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολικάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ΄ εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος* και αφήνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον. Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν’ αράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής εταιρείας ανεβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.

Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν. Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του Αγίου Νικολάου μικρόν η μέγαν, με μάρμαρα ή με πλίνθους. Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία, των θαλασσών ο Άγιος.

Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι, διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέψη εις την νήσον του, φέρει το τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς, όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν’ αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα, πρώτα θα φέρη το τάξιμό του εις τον Άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετήση την μητέρα του την σύζυγόν του.

Αλλ’ ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γίνη καλόγηρος! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματα της θαλάσσης πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηριού τοίχους, εις τον Άθωνα. Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος ηθέλησε δια του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού αρχιερέως.

Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξίδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ηυχαριστείτο, ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ’ ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ηυχαριστούντο γύρο, γύρο οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα.

Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες, ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του Αγίου και ευλογούσεν η χείρ τους προσφιλείς του ναυτίλους και ότι συχνά μετέβαλλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον. Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο Άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του, ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μύρων, άγριος και απειλητικός εμφανισθείς, εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα.

Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον Άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παρίστα τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν, ο ενθυμούμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν, ότι έβλεπε διάβροχον τον Ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα.

Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Σημειώσεις:
Θάλπος – ζεστασιά, περίθαλψις
Ἀπόγαιον – θαλάσσιος ἄνεμος
Παραμυθία – παρηγορία
Μῦρα – ἀκμάζουσα μεσαιωνική πόλις τῆς Μικρᾶς Ασίας.

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Άγιος Νικόλαος ο προστάτης των ναυτικών

Έξι Δεκεμβρίου και σήμερα, σε Ανατολή και Δύση, τιμάται η μνήμη του Αγίου Νικολάου, του Αγίου που προστατεύει τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο, του «δικού μας» Αγίου, που προστατεύει το ελληνικό Πολεμικό και Εμπορικό Ναυτικό.

Συνέχεια

Το καράβι στη λαϊκή τέχνη, την παράδοση και τον πολιτισμό

Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου
καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιὰ, μὲ τὰ χρυσὰ σου φῶτα!
Νἄμουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου
σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα…
Κώστας Καρυωτάκης

Συνέχεια

Ο Άγιος Νικόλαος Επίσκοπος Μύρων Λυκίας

6 Δεκεμβρίου

Ο άγιος Νικόλαος έζησε στα χρόνια των τυράννων Διοκλητιανού και  Μαξιμιανού και διέπρεψε πρώτα ως μοναχός. Έπειτα λόγω της μεγάλης αρετής του δέχτηκε την αρχιερωσύνη. Επειδή όμως πίστευε στον Χριστό και κήρυσσε ελεύθερα την χριστιανική πίστη και ζωή, συνελήφθη από τους άρχοντες της πόλεως κι αφού υπεβλήθη σε βασανιστήρια και στρεβλώσεις του σώματός του, ρίχτηκε στη φυλακή μαζί με άλλους χριστιανούς. Όταν όμως ο μεγάλος και ευσεβής Κωνσταντίνος απέκτησε τη βασιλεία των Ρωμαίων με το θέλημα του Θεού, ελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι, και μαζί με αυτούς και ο Νικόλαος, ο οποίος πήγε στα Μύρα της Λυκίας. Μετά από λίγο διάστημα, συγκροτήθηκε με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου και η πρώτη εν Νικαία Σύνοδος, της οποίας μέλος ήταν και ο θαυμαστός Νικόλαος.

Συνέχεια

Ο Άγιος Νικόλαος, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία!

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)

Ο συγγραφεύς περιγράφει τον εσπερινόν της παραμονής του Αγίου Νικολάου εις τον ομώνυμον ναόν της πατρίδος του Σκιάθου

Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολικάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ΄ εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος* και αφήνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον. Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν’ αράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής εταιρείας ανεβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.

Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν. Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του Αγίου Νικολάου μικρόν η μέγαν, με μάρμαρα ή με πλίνθους. Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία, των θαλασσών ο Άγιος.

Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι, διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέψη εις την νήσον του, φέρει το τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς, όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν’ αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα, πρώτα θα φέρη το τάξιμό του εις τον Άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετήση την μητέρα του την σύζυγόν του.

Αλλ’ ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γίνη καλόγηρος! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματα της θαλάσσης πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηριού τοίχους, εις τον Άθωνα. Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος ηθέλησε δια του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού αρχιερέως.

Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξίδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ηυχαριστείτο, ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ’ ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ηυχαριστούντο γύρο, γύρο οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα.

Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες, ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του Αγίου και ευλογούσεν η χείρ τους προσφιλείς του ναυτίλους και ότι συχνά μετέβαλλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον. Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο Άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του, ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μύρων, άγριος και απειλητικός εμφανισθείς, εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα.

Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον Άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παρίστα τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν, ο ενθυμούμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν, ότι έβλεπε διάβροχον τον Ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα.

Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Σημειώσεις:
Θάλπος – ζεστασιά, περίθαλψις
Ἀπόγαιον – θαλάσσιος ἄνεμος
Παραμυθία – παρηγορία
Μῦρα – ἀκμάζουσα μεσαιωνική πόλις τῆς Μικρᾶς Ασίας.

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Άγιος Νικόλαος ο προστάτης των ναυτικών

Έξι Δεκεμβρίου και σήμερα, σε Ανατολή και Δύση, τιμάται η μνήμη του Αγίου Νικολάου, του Αγίου που προστατεύει τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο, του «δικού μας» Αγίου, που προστατεύει το ελληνικό Πολεμικό και Εμπορικό Ναυτικό.

Συνέχεια

Το καράβι και η όμορφη Κεφαλονιά..

Ένα τραγούδι βγαλμένο από την απαντοχή κι από τον πόθο της επιστροφής στην αγκαλιά της όμορφης πατρίδας. Μια μελωδία γεμάτη λυρισμό και στίχους που μιλούν για τον νόστο και τους αιώνιους καημούς του, όπως ιστορούνται στις Ελληνικές θάλασσες από την μακρινή εποχή του Ομηρικού Οδυσσέα ως τις μέρες μας. Μια νοσταλγική καντάδα για το καράβι των πιο γλυκών ονείρων και για την ωραία Κεφαλονιά..     

Το καράβι

(Καντάδα Κεφαλονιάς)

Για τ’ όμορφο καράβι, καημό του γυρισμού
ο κάματος ανάβει, του θαλασσοδαρμού
Την άγκυρα σηκώνει, απλώνει τα πανιά
και στρίβει το τιμόνι, για την Κεφαλονιά

Καράβι εταξίδευε, σε μια γαλάζια μοίρα
κι’ ο ήλιος αβασίλευε, μ’ ολόχρυση πορφύρα
Καθώς εγλυκοχάραζε, αντίκρισε τον Αίνο
και στ’ Αργοστόλι άραξε, το πολυαγαπημένο ] 2x

Τ’ αγέρι του χαρίζει, πρίμου καιρού φτερά
κι’ η πλώρη του αφρίζει, στα γαλανά νερά
Καράβι παιχνιδίζει, σε θάλασσα πλατειά
χαρούμενο γυρίζει, από την ξενιτιά

Καράβι εταξίδευε, σε μια γαλάζια μοίρα
κι’ ο ήλιος εβασίλευε, μ’ ολόχρυση πορφύρα
Καθώς εγλυκοχάραζε, αντίκρυσε τον Αίνο
και στ’ Αργοστόλι άραξε, το πολυαγαπημένο!

kimintenia.wordpress.com

Ναυτάκι του περιβολιού (Οδυσσέας Ελύτης)

Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

Συνέχεια

Ελληνικά καΐκια, ο θαλασσινός θησαυρός μας

Κάλυμνος 1950, Δημήτρης Χαρισιάδης

«Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιά σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μὲς στὰ στήθια …»

Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης (Προσανατολισμοί)

Ελληνικά καΐκια.. Γεννήματα μοναδικά του μόχθου και της αγάπης του λαού της ναυτοσύνης, κομψοτεχνήματα της παράδοσής μας, κομμάτι της ελληνικής ψυχής, της ιστορίας μας, του απέραντου νησιωτικού και παράκτιου τοπίου της χώρας μας. Κι όμως.. τις τελευταίες δεκαετίες δολοφονούνται συστηματικά εν ψυχρώ. Και όχι απλώς δολοφονούνται, αλλά κατακρεουργούνται. Τα αλιευτικά παραδοσιακά σκάφη, που ομορφαίνουν τις θάλασσές μας, είναι εθνικοί θησαυροί και αναπόσπαστο μέρος της ναυτικής μας παράδοσης και του πολιτισμού μας.

Καταστρέφοντάς τα σβήνουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά και την ιστορία μας. Τελούμε ένα ανοσιούργημα, όπως θα έπρεπε να βλέπουμε κάθε ενέργεια καταστροφής των παραδοσιακών σκαριών του τόπου μας. Αρκεί να αναλογιστούμε τα ιερά για τους Έλληνες λόγια της Πυθίας, που ορμήνευσε σοφά από τους αρχαίους ακόμα καιρούς: «Τα ξύλινα τείχη θα σας σώσουν», εκφράζοντας μοναδικά την τεράστια, καθοριστική επιρροή της θάλασσας και της ναυτιλίας στη ζωή του λαού μας.

Αριστερά: Ζαχαρίας Στέλλας, Πάρος 1958. Δεξιά: Patrick Leigh Fermor, Ψαράδες στη Μάνη, 1955

Ελληνικός Σύνδεσμος Παραδοσιακών Σκαφών

Σύμφωνα με τον «Ελληνικό Σύνδεσμο Παραδοσιακών Σκαφών», από το 1990 έως σήμερα περισσότερα από 12.000 παραδοσιακά σκάφη καταστράφηκαν εξ αιτίας μιας απαράδεκτης νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που στόχο έχει μεν τον έλεγχο της υπεραλίευσης, οδηγώντας ωστόσο στην καταστροφή τα παραδοσιακά αλιευτικά σκάφη. Με την παράδοση της αλιευτικής αδείας του ο δικαιούχος αλιέας λαμβάνει τη σχετική επιχορήγηση, παραδίδοντας ωστόσο και το καΐκι του, το οποίο εν συνεχεία τεμαχίζεται με βαρβαρότητα. Τα καΐκια αρχικά πριονίζονταν, ωστόσο για τον φόβο μήπως …επανασυγκολληθούν από τους ιδιοκτήτες τους, πλέον ισοπεδώνονται με μπουλντόζες. Αν μάλιστα, όπως συμβαίνει συχνά, η καρίνα είναι ανθεκτική και δεν καταστραφεί από τη μπουλντόζα, την τεμαχίζουν με αλυσοπρίονο!..

«Εν τω μεταξύ», όπως τονίζει ο Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου, Πλοίαρχος Ε.Ν. κ. Μάνος Βερνίκος, «η υπεραλίευση συνεχίζεται με τις ανεμότρατες να σαρώνουν στο πέρασμα τους ακόμα και τον γόνο των ελληνικών θαλασσών και με τους “ισχυρούς” της αλιείας να αλωνίζουν. Και την πληρώνουν ποιοι; Οι “μικροί”, τα ελληνικά καΐκια, που έριχναν τα δίχτυα τους, από αρχαιοτάτων ετών έως σήμερα, με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο… Φυσικά, δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι ίδιοι οι ψαράδες, για τους οποίους η επιδότηση της ΕΕ φαντάζει συχνά συμφερότερη από τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους ή την πώληση του σκάφους τους. Το δε ελληνικό κράτος έχει τεράστια ευθύνη …».

Το αποτέλεσμα είναι η εξαφάνιση των παραδοσιακών σκαριών, αυτών των έργων τέχνης της λαϊκής μας παράδοσης και τεκμηρίων ελληνισμού, που αποτελούν μοναδικά κομμάτια, αφού κανένα δεν είναι ίδιο με το άλλο. Προκειμένου δε να παύσει να συντελείται το συστηματικό αυτό έγκλημα της καταστροφής των παραδοσιακών σκαριών ο Σύνδεσμος, από κοινού με όσους πλαισιώνουν τη δράση του κατά τα τελευταία χρόνια, συνέβαλε τα μέγιστα στην προώθηση ενός μέτρου, όπως αναλυτικά αναφέρεται ακολούθως, με βάση το οποίο παρέχεται η δυνατότητα, αντί να καταστρέφεται το σκάφος, να μπορεί πλέον να διασωθεί ως στοιχείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και να αλλάξει η χρήση του.

Η καταστροφή βήμα – βήμα… (noam.gr)

Το παραδοσιακό καΐκι στην τέχνη

Τα αλιευτικά παραδοσιακά σκάφη, που ομορφαίνουν τις θάλασσές μας, είναι εθνικοί θησαυροί και αναπόσπαστο μέρος της ναυτικής μας παράδοσης και του πολιτισμού μας. Καταστρέφοντάς τα σβήνουμε την πολιτισμική μας κληρονομιά και την ιστορία μας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Καπετάν Νικόλας Λιβανός, μέλος του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αλιέων Πειραϊκής «Ο Άγιος Νικόλαος»: «Το παραδοσιακό, ξύλινο καΐκι, έχει ομορφιά, χάρη και φυσικά καλύτερη πλεύση και στη μπουνάτσα και στον καιρό. Τα ξύλινα σκάφη απευθύνονται σε ανθρώπους που αγαπάνε περισσότερο τη θάλασσα, τη ναυτοσύνη και γενικότερα τα σκάφη, διότι έχουν γνώση και ξέρουνε. Όλα τα άλλα είναι πολυτέλεια και άνεση. Δεν έχεις τόσο μεγάλη επαφή με τη θάλασσα και τη φύση. Το ξύλινο, ακόμα και το πλατσούρισμα που κάνει στη θάλασσα, έχει διαφορά. Όταν ξαπλώνεις να ξεκουραστείς, άλλο ήχο έχει το ξύλινο. Βέβαια, αυτά είναι ψιλά γράμματα, μόνο για εκείνους που ξέρουν, που έχουν μεράκι, πάθος».

Αριστερά: Robert McCabe, Τρεχαντήρι, δεκαετία ’50. Δεξιά: Δημήτρης Χαρισιάδης, Ψαράδες στη Λέσβο το 1958

Κατά τα τελευταία χρόνια μια σειρά εκδηλώσεων και πολιτιστικών παρεμβάσεων έχουν συντελεστεί με σκοπό την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και τη λήψη αποφάσεων για τη διάσωση των παραδοσιακών σκαριών. Ξεχωριστά συνέβαλε στην προσπάθεια αυτή η ομαδική καλλιτεχνική έκθεση με θέμα: «Τα Καΐκια που πληγώναμε», που φιλοξενήθηκε το 2018 στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά και στη Δημοτική Καπναποθήκη Καβάλας, με έργα σημαντικών δημιουργών. Όπως μοναδικά ανέφερε ο εικαστικός καλλιτέχνης Τζίμης Ευθυμίου, στην παρουσίαση της Έκθεσης στην Καβάλα: «Καταστρέφοντας ένα καΐκι, που δεν είναι μόνον ένα αλιευτικό εργαλείο, καταστρέφεται η περηφάνεια μας, ο εαυτός μας, η παράδοσή μας. Κόβουμε τις ρίζες μας.. Και καθώς τρέχει η παγκοσμιοποίηση, καταστρέφοντας τις ρίζες σου δεν έχεις μέλλον αν δεν συνδέεσαι με το παρελθόν …».    

Το παραδοσιακό καΐκι, άρρηκτα συνδεδεμένο με το ελληνικό νησιωτικό, θαλάσσιο τοπίο και την ελληνική παράδοση, αποτέλεσε καλλιτεχνικό θέμα και στην τέχνη της φωτογραφίας, αποδίδοντας μοναδικής αξίας έργα σπουδαίων φωτογράφων που μαγεύτηκαν από μιαν Ελλάδα που χάνεται και την αποτύπωσαν μέσα από την ιδιαίτερη καλλιτεχνική ματιά τους με τον φακό τους.

Ξεχωριστή αναφορά οφείλεται στις ασπρόμαυρες καλλιτεχνικές φωτογραφίες του αμερικανού φωτογράφου Robert McCabe, με κύριο θέμα τις ελληνικές θάλασσες, τους Έλληνες ναυτικούς και τα καΐκια τους, που αποτελούν πλέον συλλεκτικά τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής, αποτυπώνοντας το φυσικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον της Μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Robert McCabe βρέθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’50, με σκοπό να επισκεφθεί έναν φίλο του στη Σαντορίνη και στη συνέχεια ως απεσταλμένος της National Georaphic, προκειμένου να καταγράψει εικόνες από τις τότε αναξιοποίητες τουριστικά Κυκλάδες. Οι εντυπωσιακές φωτογραφίες του εκτέθηκαν το 2016, στο πλαίσιο της έκθεσης «Αιγαιοπελαγίτικα Καΐκια, 1954-64», στη γκαλερί Citronne στον Πόρο, τα έσοδα από την οποία διατέθηκαν στον Ελληνικό Σύνδεσμο Παραδοσιακών Σκαφών. Μοναδικής αξίας καλλιτεχνικές φωτογραφίες με θέμα τα ελληνικά παραδοσιακά καΐκια έχουν δημιουργήσει και οι σπουδαίοι Έλληνες φωτογράφοι Δημήτρης Χαρισιάδης και Ζαχαρίας Στέλλας καθώς επίσης και ο φιλέλληνας συγγραφέας Patrick Leigh Fermor.

Οι αφίσες των εκδηλώσεων

Το νέο μέτρο για τη διάσωση των παραδοσιακών σκαφών

Από τα τέλη του 2018 ένα νέο μέτρο ισχύει για τη διάσωση των παραδοσιακών σκαριών. Πρόκειται για τη Δράση «Διατήρηση Παραδοσιακού Ξύλινου Αλιευτικού Σκάφους, με σκοπό τη διαφύλαξη της ναυτικής κληρονομιάς», η οποία εντάσσεται στο Μέτρο 6.1.10 του «Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020» (ΕΠΑΛΘ 2014-2020).

Από το 1994, οπότε ξεκίνησε η εφαρμογή του Μέτρου 6.1.10, που αφορά τη Δράση «Διάλυση αλιευτικού σκάφους», υπολογίζεται ότι αποσύρθηκαν σταδιακά χιλιάδες αλιευτικά σκάφη στη χώρα μας, παράκτια και μέσης αλιείας (μηχανότρατες και γρι-γρι). Ελάχιστα από αυτά δεν καταστράφηκαν, αλλά κατάφεραν να διασωθούν ως παραδοσιακά και αποκλειστικά για μουσειακή χρήση. Το συγκεκριμένο μέτρο εφαρμόζεται, βάσει της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ, σε όλα τα κράτη μέλη της, με στόχο τη μείωση της αλιευτικής πίεσης στα ιχθυοαποθέματα, συνεπιφέροντας ωστόσο κατά την εφαρμογή του το ολέθριο αποτέλεσμα της καταστροφής των παραδοσιακών σκαριών. Για την Ελλάδα όμως τα παραδοσιακά σκάφη έχουν σπουδαία πολιτιστική και ιστορική αξία και για τον λόγο αυτό τροποποιήθηκε, ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, προκειμένου να διασφαλίζεται η διάσωσή τους.

Αριστερά: Κωνσταντίνος Μάνος, Η οικογένεια του ψαρά, Τρίκερι 1964. Δεξιά: Robert McCabe, Καΐκι και παιδί, Σποράδες, δεκαετία ’50

Συγκεκριμένα με την υπ’ αριθ. πρωτ. 4619/14.11.2018 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Τροποποίηση της υπ’ αριθ. 1710/07.11.2017 απόφασης “Πρόσκληση υποβολής προτάσεων χρηματοδότησης  για  την  ένταξη  πράξεων  στο Μέτρο  6.1.10 – Οριστική παύση αλιευτικών  δραστηριοτήτων, της Ενωσιακής Προτεραιότητας 1, του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020”», τονίστηκε η αναγκαιότητα διάσωσης των χαρακτηρισμένων παραδοσιακών ξύλινων αλιευτικών σκαφών για τους σκοπούς διατήρησης της ναυτικής κληρονομιάς και αποφασίστηκε η τροποποίηση της ως άνω αποφάσεως, δυνάμει της οποίας στην περίπτωση των παραδοσιακών ξύλινων αλιευτικών σκαφών, παρέχεται πλέον οικονομική ενίσχυση για την οριστική παύση των αλιευτικών δραστηριοτήτων τους χωρίς διάλυση, με σκοπό τη διατήρηση της ναυτικής κληρονομιάς. Στην απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά οι όροι και η διαδικασία εφαρμογής των ρυθμίσεών της καθώς επίσης και οι σχετικές υποχρεώσεις του φορέα διατήρησης του παραδοσιακού σκάφους.

Ήδη το Μέτρο έχει αποδώσει στον χρόνο ισχύος του και μέσω της αξιοποίησής του από ιδιοκτήτες και ενδιαφερομένους φορείς αρκετά διασωθέντα και καλοδιατηρημένα παραδοσιακά σκαριά κοσμούν ήδη δημόσιους χώρους της πατρίδας μας. Συγκεκριμένα εκτίθενται: δύο σκάφη στον χώρο του Μουσείου Ναυτικής Παράδοσης στο Πέραμα (φορέας διάσωσης: Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης), ένα σκάφος στην Κεντρική Αγορά Αθηνών (φορέας διάσωσης: Οργανισμός Κεντρικών Αγορών και Αλιείας – ΟΚΑΑ), ένα σκάφος στην ιχθυόσκαλα Νέας Μηχανιώνας (φορέας διάσωσης ΟΚΑΑ), ένα σκάφος στην είσοδο του λιμανιού Καλύμνου (φορέας διάσωσης: Δήμος Καλύμνου), ένα σκάφος στη νήσο Κρανάη της δημοτικής κοινότητας Γυθείου – παλαιό καρνάγιο (φορέας διάσωσης: Δήμος Ανατολικής Μάνης), ένα σκάφος στη θέση Μανιάτικα στο Πλωμάρι – Μαρίνα Πλωμαρίου (φορέας διάσωσης: Πολιτιστικός Σύλλογος Πλωμαρίου), ένα σκάφος στην Κεντρική Πλατεία Καλύμνου μπροστά από το Ναυτικό Μουσείο (φορέας διάσωσης: Δήμος Καλύμνου) και ένα σκάφος στην ιχθυόσκαλα Καλύμνου (φορέας διάσωσης: ΟΚΑΑ).

Καΐκια αραγμένα στους λιμένες της Λευκάδας και της Αίγινας

Με τον τρόπο αυτό σκάφη που κατασκευάστηκαν με σεβασμό στην παράδοση και στην καλαισθησία καθίστανται διατηρητέα, διασώζοντας παράλληλα και την παραδοσιακή ναυπηγική τέχνη που τα ανέδειξε και θα μπορέσει έτσι να μεταλαμπαδευτεί στις επόμενες γενιές Ελλήνων, εμπνέοντας τους νέους δημιουργούς και τεχνίτες σκαφών στη χώρα μας. Στόχος βέβαια και ευχή θα πρέπει να είναι όχι μόνο η διάσωση και διατήρηση των παραδοσιακών σκαριών ως μουσειακών εκθεμάτων στη στεριά, αλλά η καθ’ εαυτό επανένταξή τους στη ναυτική ζωή του τόπου μας με τη δραστηριοποίησή τους εκεί όπου παραδοσιακά ανήκουν.. στις ελληνικές θάλασσες.

Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο συγγραφέας – ερευνητής Χάρης Τζάλας σε σχετική παρέμβασή του στο πλαίσιο Ημερίδας για το παραδοσιακό ξύλινο σκάφος, που διοργανώθηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, την 29/05/2019: «Η προστασία του ξύλινου παραδοσιακού Ελληνικού σκάφους δεν είναι μόνο μια συναισθηματική πράξη, μια δήλωση αγάπης στη ναυτοσύνη του Έλληνα. Η συνέχιση της ναυπήγησης και το ταξίδεμα του Ελληνικού ξύλινου παραδοσιακού πλοιαρίου μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη για την Ελληνική οικονομία. Εάν δοθούν κίνητρα και παρακαμφθούν τα εμπόδια, η Ελλάδα θα επωφεληθεί ποικιλοτρόπως από τη συνέχιση αυτής της δραστηριότητας. Τα παραδοσιακά καρνάγια θα επανδρωθούν πάλι με μαστόρους και βοηθούς καραβομαραγκούς, με αρμαδόρους και πανάδες, με καλαφάτες -ειδικότητες που τείνουν να εξαφανιστούν. Και ο τουρισμός μας θα κερδίσει από την παρουσία αυτών των ωραίων σκαφών που θα ομορφύνουν τους κόλπους και τα λιμάνια μας.. Στην Ελλάδα δυστυχώς ό,τι έχει σχέση με τη ναυτική μας παράδοση δεν έτυχε ποτέ της κατάλληλης μέριμνας και προστασίας. Υπερηφανευόμαστε ότι είμαστε ναυτικός λαός και πράγματι η Ελλάδα χρωστά πολλά στην τέχνη του ναυτικού και του καραβομαραγκού. Ο ελληνικός πολιτισμός, που με τόσο ζήλο προστατεύουμε κάθε ορατό του ίχνος, μεταφέρθηκε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου με καράβια. Και το ότι ο Ελληνικός εμπορικός στόλος είναι σήμερα ο μεγαλύτερος στον κόσμο δεν το χρωστάμε μόνο στην καπατσοσύνη των Ελλήνων εφοπλιστών, αλλά προπαντός στη μακρότατη και άρρηκτη αλυσίδα της ναυτοσύνης μας, που πάει πίσω στα βάθη των αιώνων. Η Ελλάδα ακουμπά στη Θάλασσα».

Καΐκια στη Χώρα Σφακίων, 1977

Η εικόνα της καταστροφής που πληγώνει (noam.gr):

«Αγάντα Γιαλέσα»: ο καπετάν Παντελής Γκίνης με το τσούρμο του τραγουδούν τον παραδοσιακό σκοπό που συνόδευε τις τράτες του Αιγαίου:

«Θάλασσα πλατιά σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις …» – Η αξέχαστη Μανταλένα με το καΐκι της, στην Αντίπαρο του 1960

«Άλλος με τη βάρκα μας; …»

Πηγές: noam.gr, traditionalboats.gr, boatfishing.gr, alieia.gr

kimintenia.wordpress.com

Τ’ Αγνάντεμα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1899

Κάρπαθος, Κώστας Μπαλάφας (φωτ. αρχεία Μουσείου Μπενάκη)

Ἐπάνω στὸν βράχον τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ὅλον τὸν χειμῶνα παπὰς δὲν ἤρχετο νὰ τὸ λειτουργήσῃ. Ὁ βορρᾶς μαίνεται καὶ βρυχᾶται ἀνὰ τὸ πέλαγος τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κῦμα λυσσᾷ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Κι ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτην του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένο βαθιὰ στὴν γῆν, καὶ τὸ ἐρημοκκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλιὰ θαλασσαετοῦ στεφανώνει τὴν κορυφήν του.

Ὅλον τὸν χρόνον παπὰς δὲν ἐφαίνετο καὶ καλόγηρος δὲν ἤρχετο νὰ δοξολογήσῃ. Μόνον τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων κατέβαινεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βραχώδους βουνοῦ, ἀπὸ τὸ λευκὸν μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, μὲ φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιὰ καὶ κυματίζοντα βαθιὰ γένεια, ἕνας γέρων ἱερεὺς «ὡς νεοττὸς τῆς ἄνω καλιᾶς τῶν Ἀγγέλων» διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸ παλαιὸν λησμονημένον ἐρημοκκλήσι. Ἐκεῖ ἤρχοντο τρεῖς – τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, ἀλειτούργητοι, ἀλιβάνιστοι, ἤρχοντο μὲ τὶς φαμίλιες των, τὶς ἀνέβγαλτες καὶ ἄπραχτες, μὲ τὰ βοσκόπουλά των τ’ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα, ποὺ δὲν ἤξευραν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους, διὰ ν’ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ· καὶ εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας ὁ γηραιὸς παπὰς μὲ τοὺς πτερυγίζοντας βοστρύχους εἰς τὸ φύσημα τοῦ βορρᾶ, καὶ τὴν βαθεῖαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εἰς τὸν μέγαν ἁπλωτὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς ἀγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, διὰ νὰ φωτίσῃ κι ἁγιάσῃ τ’ ἀφώτιστα κύματα.

Τὸν ἄλλον καιρὸν ἤρχοντο, συνήθως τὴν ἄνοιξιν, γυναῖκες ναυτικῶν καὶ θυγατέρες, κάτω ἀπὸ τὴν χώραν, μὲ σκοπὸν ν’ ἀνάψουν τὰ κανδήλια, καὶ παρακαλέσουν τὴν Παναγίαν τὴν Κατευοδώτραν νὰ ὁδηγήσῃ καὶ κατευοδώσῃ τοὺς θαλασσοδαρμένους συζύγους καὶ τοὺς πατέρας των. Ὡραῖες κοπέλες μὲ ὑποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, μὲ τραχηλιὲς ψιλοκεντημένες, μὲ τοὺς χυτοὺς βραχίονας καὶ τὰ στήθη τὰ γλαφυρά, ἤρχοντο νὰ ἱκετεύσουν διὰ τ’ ἀδελφάκια των ποὺ ἐθαλασσοπνίγοντο δι’ αὐτάς, διὰ νὰ τὶς φέρουν προικιὰ ἀπὸ τὴν Πόλιν, στολίδια ἀπὸ τὴν Βενετιᾶν, κειμήλια ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. «Πάντα νἄ ’ρχωνται, πάντα νὰ φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά, ποὺ ὤργωναν ἀντὶ τῆς ξηρᾶς τὴν θάλασσαν· φρόνιμα ὅπως τὰ δυὸ ἐκεῖνα τέκνα τῆς ἱερείας τῆς Δήμητρος, τὰ μακαρισθέντα. Νεαραὶ γυναῖκες ρεμβάζουσαι καὶ μητέρες συλλογισμέναι ἤρχοντο διὰ νὰ καθίσουν καὶ ἀγναντέψουν.

Ἅμα εἶχαν φωτισθῆ τὰ νερά, ἢ ὀψιμώτερα, ἀφοῦ εἶχαν περάσει κ’ αἱ Ἀπόκρεω, συνήθως περὶ τὴν β’ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ἀφοῦ εἶχαν γευθῆ πλέον ἀχινοὺς καὶ στρείδια ἀρκετά, οἱ ναυτικοί μας ἐπέβαιναν εἰς τὰ βρίκια, εἰς τὶς σκοῦνες των, κ’ ἐμίσευαν· ἐπήγαιναν νὰ ταξιδέψουν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, καράβια καὶ γολέτες «ἔδεναν» μεσοῦντος τοῦ φθινοπώρου. Οἱ θαλασσινοί μας ἀγαποῦσαν πολὺ τῆς ἑστίας τὴν θαλπωρήν, τὸν καπνὸν τοῦ μελάθρου, καὶ τὸ θάλπος τῆς ἀγκάλης. Καὶ ὅταν ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις εἰς τὴν γῆν, τότε αὐτοὶ ἐπέστρεφαν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐσηκώνοντο στὰ πανιὰ τὰ αἰμωδιασμένα καὶ ναρκωμένα ἀπὸ τὴν μακρὰν ρᾳστώνην σκάφη ἀνὰ δυὸ ἢ τρία τὴν αὐτὴν ἡμέραν· καὶ ἡ σκοῦνα ἔφερνε βόλτες εἰς τὸν λιμένα, ἂν ἦτο ἐναντίος, ἢ καὶ οὔριος ἂν ἦτο, ὁ ἄνεμος. 

Ἡ βάρκα ἐπερίμενε διπλαρωμένη ἔξω εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὁ καπετάνιος δὲν ἐτελείωνε τοὺς ἀποχαιρετισμοὺς εἰς τὴν οἰκίαν· καὶ ὁ λοστρόμος ἐμάκρυνε τὶς παινετάδες εἰς τὰ καπηλειά. Κ’ ἡ βάρκα ἐπερίμενε. Καὶ ὁ μοῦτσος ἔχασκε καθήμενος ἔξω, ἐπάνω στὸ κεφαλόσκαλον. Καὶ ὁ νεαρὸς ναύτης, ὅστις εἶχεν ἔλθει μὲ τὸν μοῦτσον τώρα ἀπὸ τὴν σκοῦνα, ποὺ ἦτον στὰ πανιά, ἐγίνετο ἄφαντος. Δυὸ ἄλλοι σύντροφοι, περασμένοι στὰ χαρτιά, ναυτολογημένοι, ἔλειπαν. Κανεὶς δὲν ἤξευρε ποὺ ἦσαν. Καὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον, ὁποὺ ἔφερνε βόλτες – βόλτες, κ’ ἐστρέφετο ὡς δεμένον περὶ κέντρον ἀόρατον -τὸ κέντρον ἦτο μέσα εἰς τὰς καρδίας καὶ εἰς τὰς ἑστίας τῶν ναυτικῶν- ἄλλος δὲν ἦτο εἰμὴ ὁ πηδαλιοῦχος, ὁ μάγειρος, κ’ ἕνας ἐπιβάτης, ξένος κ’ ἔρημος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν εἰπεῖ, «τώρα, στὴ στιγμή, νά, τώρα – τώρα θὰ φύγουμε» κ’ εἶχε μπαρκάρει, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ δώδεκα ὥρας πρίν.

Ὁ πλοίαρχος ἔπρεπε νὰ βάλῃ ἐμπρὸς τὴν καπετάνισσαν· αὐτὴ ὤφειλε νὰ προπορευθῇ, ἐπειδὴ ἦτον τυχερή, βέβαια· κ’ ἔτσι ἀπεφάσιζε νὰ μπαρκάρῃ. Τέλος ἐσυμμαζεύετο ὁ λοστρόμος, ἀνεκαλύπτοντο οἱ δυὸ ἀπόντες σύντροφοι, ἐξεκολλοῦσε ὁ πλοίαρχος, ἔπεφταν τρομπόνια ἀρκετά, τρομπόνια ἀπὸ τὸ πλοῖον, τρομπόνια ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν· ἔκοφταν, ἐψαλίδιζαν τὶς βόλτες ταχύτερα, συντομώτερα, ὡς νὰ ἐσφίγγοντο διὰ νὰ κόψουν τὴν ἀόρατον ἐκείνην κλωστήν, τὸ λεπτὸν ἰσχυρὸν νῆμα, ὡς μίαν τρίχα ξανθὴν μακρᾶς κυματιζούσης κόμης· καὶ τὸ σκάφος ἔβαλλε πλώρην πρὸς βορρᾶν.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἀρχῆς τοῦ ἔαρος, καραβάνια γυναικῶν, ἀσκέρια, φουσάτα γυναικῶν, ἀνεῖρπον, ἀνέβαινον, ἀνήρχοντο ἐπάνω στὴν ρεματιάν, τὸ ρέμα – ρέμα, τὸν ἑλικοειδῆ δρομίσκον, ὅστις διαχαράσσεται ἀνὰ τοὺς λόφους τοὺς τερπνούς με τὰς χιλιάδας τῶν ἐλαιοδένδρων, τὸν ἀειθαλῆ πρασινόφαιον στολισμὸν τῆς μεγάλης κοιλάδος μὲ τὰς ράχεις, μὲ τὰς κορυφὰς, μὲ τὰς ἐσοχὰς καὶ ἐξοχάς, ἀνετώτερον ἀπὸ τὴν κυματίζουσαν ποδιὰν τῆς βοσκοπούλας τοῦ βουνοῦ, πολυπτυχώτερον ἀπὸ τὴν χρυσοκέντητον ἐσθῆτα τῆς νύμφης. Ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τῆς ἐρήμου βορεινῆς ἀκτῆς, πλησίον εἰς τὸ λησμονημένον παρεκκλῆσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας, ἐκεῖ ἐγίνετο τὸ μάζεμα τῶν γυναικῶν, ἡ σύναξις ἡ μεγάλη.

Τότε ἔλαμπον μὲ μεγάλες φωτιὲς τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ἡ γραῖα Μαλαμίτσα, ἡ κλησάρισσα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔβαλλε τὶς φωνές· ἔκανε τὸ κακό… ἐμάλωνε μὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Αὐτὴ ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, τὴν ρόκα της, τ’ ἀδράχτι της, καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Νικόλαον ἐπίτηδες, κατὰ παραγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀγγελῆ, τοῦ ἐπιτρόπου… διὰ νὰ μαλώσῃ τὶς γυναῖκες, τὶς εὐλαβητικὲς (ἀλλοίμονον! ἡ εὐλάβειά μας εἶναι γιὰ τὸ συφέρο! ἔλεγε σείουσα τὴν κεφαλήν), νὰ μὴν τὸ παρακάνουν καὶ χύνουν λάδια πολλὰ καὶ καταλαδώνουν τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, καὶ τὰ στασίδια, καὶ τ’ ἀναλόγι, καὶ τὰ δυό – τρία παμπάλαια βιβλία ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, καὶ τὰ μανάλια καὶ τὸν τοῖχον, καὶ τὸ τέμπλο, καὶ τὶς ποδιές, καὶ αὐτὰς τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἀλλ’ οἱ γυναῖκες δὲν τὴν ἄκουαν. Τί χρειάζονται τόσες φωτιές, σὰν πυροφάνια, ἐφώναζεν ἡ γριά – Μαλαμίτσα. Αὐτὴ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν γέροντά της τὸν παπα – Γεράσιμον, ὅτι οἱ φωτιὲς τῶν κανδηλιῶν πρέπει νὰ εἶναι μικρές, τόσες δά, σὰν λαμπυρίδες. Τοῦ κάκου. Κανεὶς δὲν τὴν ἤκουε.

Οἱ ὁρμαθοὶ τῶν γυναικῶν ὁμάδες-ὁμάδες, συγγενολόγια…, διεσπείροντο εἰς μικροὺς ὄχθους, εἰς πτυχὰς τοῦ βράχου, ἀνάμεσα εἰς θάμνους καὶ χαμόκλαδα, εἰς μέρη ὑψηλὰ καὶ εἰς μέρη ὑπήνεμα· ἤρχοντο μὲ τὰ καλαθάκια τους, μὲ τὰ μαχαιρίδιά τους… διότι πολλαὶ ἐξ αὐτῶν ἠσχολοῦντο νὰ βγάλουν ἀγριολάχανα… μὲ τὰ προγεύματά τους τὰ σαρακοστιανά, καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀνάψει τὰ κανδήλια τῆς Παναγιᾶς, ἀφοῦ εἶχαν κάμει μετάνοιες στρωτὲς πολλές, κ’ εἶχαν κολλήσει ἀφιερώματα εἰς τὴν εἰκόνα, κ’ εἶχαν χορτάσει τ’ αὐτιά τους ἀπὸ τὰς νουθεσίας τῆς γριά-Μαλαμίτσας, ἐστρώνοντο ἐκεῖ εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην κι ἀγνάντευαν κατὰ τὸ πέλαγος. Τὰ βοσκόπουλα ἐκεῖνα τ’ ἄγρια κι ἀχτένιστα κι ἁπλοϊκά, ποὺ τὶς ἔβλεπαν ἀπὸ μακρὰν σὰν σκιασμένα, ἀποροῦσαν κ’ ἔλεγαν:

– Κοίτα τις! στὰ μάτια ἔκαμαν.

Ὡς τόσον αἱ γυναῖκες τῶν θαλασσινῶν ἀγνάντευαν. Ἰδοὺ τὸ βρίκι τοῦ καπετὰν Λιμπέριου τοῦ Λιμνιοῦ· εἶχε σηκωθῆ στὰ πανιὰ ἀργὰ τὴν νύκτα· μὲ τὸ ἀπόγειο τῆς νυκτὸς ηὖρε τὸ ρέμα καὶ ἀπεμακρύνθη κ’ ἐχώνεψε. Κατευόδιο καλό. Ἡ προσευχὴ τῶν μικρῶν παιδιῶν του ἂς εἶναι ὡς πνοὴ στὰ πανιά, στὰ ξάρτια τοῦ καραβιοῦ σας… στὸ καλό, στὸ καλό! Ἰδοὺ τὸ καράβι τοῦ καπετὰν Σταμάτη τοῦ Σύρραχου. Ὑπερήφανα, καμαρωμένα, ἀδελφωμένα τὰ δυό, αὐτὸ κι ὁ πλοίαρχός του, πᾶνε νὰ μᾶς φέρουν καλά, νὰ μᾶς φέρουν στολίδια. Στὸ καλό, πουλί μου, στὸ καλό.

Ἰδοὺ καὶ ἡ γολέτα τοῦ καπετὰν Μανώλη τοῦ Χατζηχάνου… Ἡ ψυχή μου, ἡ πνοή μου νὰ εἶναι πάντα στὰ πανιά σου, ὡσὰν λαμπάδα τοῦ Ἐπιταφίου, νὰ διώχνῃ τὰ μαῦρα, τὰ κατακόκκινα τελώνια, πρὶν προφτάσουν νὰ κατακαθίσουν στὰ πινά σου. Σύρε, πουλί μου, στὸ καλό, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα! Στὸ καλό!

Νὰ κ’ ἡ σκοῦνα τοῦ καπετὰν Ἀποστόλη τοῦ Βιδελνῆ, καινούργιο σκαρί, ἡ τετάρτη ἢ πέμπτη, τὴν ὁποία κατορθώνει ἐντὸς δεκαετίας νὰ σκαρώσῃ, μ’ ὅλην τῆς τύχης τὴν καταδρομήν. Ἔπεσε πολὺ γιαλό, δὲν τὴν ηὖρε καλὰ τὸ ἀπόγειο κι ἄργησε. Διακρίνεται τὸ πλήρωμα, οἱ ἄνθρωποι σὰν ψύλλοι, ποὺ πηδοῦν ἐμπρὸς κι ὀπίσω στὴν κουβέρτα. Δούλευέ τα, καπετάνιο μου! (Ἡ) Παναγιὰ μπροστά σας! Στὸ καλό, στὸ καλό!

– Παιδιά μου, κορίτσια μου, ἀρχίζει νὰ ὁμιλῇ ἡ γριά-Συρραχίνα, παλαιὰ καπετάνισσα· μὲ τὸ ραβδάκι της καὶ μὲ τὸ καλαθάκι της στὸ χέρι, μὲ τὰ ὀγδόντα χρόνια στὴν πλάτη της, μπόρεσε κι ἀνέβη τὸν ἀνήφορο καὶ ᾖλθε -διὰ νὰ καμαρώσῃ, ἴσως διὰ τελευταίαν φοράν, τὸ καράβι τοῦ γυιοῦ της ποὺ ἔφευγε. Ξέρετε τί μεγάλη χάρη ἔχει, καὶ πόσο καλὸ ἔκαμε στοὺς θαλασσινοὺς αὐτὸ τὸ ἐκκλησιδάκι τῆς Μεγαλόχαρης;

– Πῶς δὲν τὸ ξέρουμε, εἶπαν αἱ ἄλλαι, ἂς ἔχῃ δόξα τὸ ὄνομά της.

– Τὸ ἐξωκκλήσι αὐτὸ ἁγίασε καὶ μέρωσε ὅλο τὸ ἄγριο κῦμα· πρωτύτερα εἶχε κατάρα ὅλος αὐτὸς ὁ γιαλός.

– Γιατί;

– Βλέπετε κεῖνον τὸ βράχο, κάτω στὸ κῦμα, ποῦ ξεχωρίζει ἀπ΄ τὸ γιαλό;… ποῦ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, μὲ κεφάλι καὶ μὲ στήθια… ποῦ μοιάζει σὰν γυναῖκα; Ἐκείνη εἶναι τὸ Φλανδρώ.

– Ναί, τὸ Φλανδρώ, εἶπεν ἡ ὑπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι ἔχω ἀκουστά μου. Ἐσὺ θὰ τὸ ξέρης καλύτερα, θεία – Φλωροῦ.

– Τὸ βλέπετε κ’ εἶναι ξέρα, εἶπεν ἡ Φλωροῦ, ἡ Συρραχίνα· μιὰ φορὰ κ’ ἕναν καιρὸ ἦτον ἄνθρωπος.

– Ἄνθρωπος;

– Ἄνθρωπος καθὼς ἐμεῖς. Γυναῖκα.

Αἱ ἄλλαι ἤκουον μὲ ἀπορίαν. Ἡ γριά – Συρραχίνα ἤρχισε νὰ διηγῆται: «Στὸν καιρὸ τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, ἦτον μιὰ κόρη ἀρχοντοπούλα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα ἢ Φλανδρώ. Ἡ Φλανδρὼ εἶχε νοματιστῆ ἔτσι -καθὼς μοῦ ‘πε ὁ πνευματικός, ἀπάνω στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο· ὅσο τὸν θυμοῦμαι, μακαρία ἡ ψυχή του. Ἤμουν μικρὸ κορίτσι, δώδεκα χρονῶ, καὶ μ’ ἐπήγε ἡ μάννα μου νὰ ξαγορευτῶ, τῇ Μεγάλῃ Τετράδῃ… τί νὰ ξαγορευτῶ, ἐγὼ τίποτα δὲν ἤξερα, τὰ ξεράματά μου… τὸ τί μόλεε ὁ πνευματικὸς δὲν ἀγροικοῦσα, φωτιὰ ποὺ μ’ ἔ!… Τὸ νόημά του δὲν τὸ καταλάβαινα, τὰ λόγια τὰ θυμούμουν κ’ ὕστερ’ ἀπὸ χρόνια… τὸ κορίτσι πρέπει νά ‘ναι φρόνιμο καὶ ντροπαλό, νἄ ‘ναι ὑπάκοο, νὰ μὴν κοιτάζῃ τοὺς νιούς, ν’ ἀγαπᾷ τὸν κύρη του καὶ τὴ μαννούλα του· καὶ σὰν μεγαλώση, καὶ δώση ὁ Θιὸς καὶ παντρευτῆ, μὲ τὴν εὐκὴ τῶν γονιῶ της, ἄλλον νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἀπ’ τὸν ἄνδρα της.

«Μὄφερε τὸ παράδειγμα τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων… Οἱ παλιοὶ Ἕλληνες, ποὺ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα… Κεῖνον τὸν καιρὸ ἦτον μιὰ ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα, Φλανδρώ. Φλανδρὼ θὰ πῇ Φιλανδρώ. Φιλανδρὼ θὰ πῇ μία ποὺ ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της. Φλανδρὼ τὴν εἶπαν, Φλανδρὼ βγῆκε. Ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν ἄνδρα της, ὅσο ποὺ ἔχασε τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, κ’ ἔγινε πέτρα γι’ αὐτό. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτον ἕνας καραβοκύρης, ὄμορφο παλληκάρι, κι ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, καὶ τὴν ἐγύρεψε, καὶ τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα. Σὰν τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα, ἐσκάρωσε καινούργιο καράβι· καὶ σὰν ἐσκάρωσε τὸ καράβι, ἔγινε κι ὁ γάμος· καὶ σὰν ἔγινε ὁ γάμος, ἔρριξε τὸ καράβι στὸ γιαλό, κ’ ἐμπαρκάρισε κ’ ἐπήγε νὰ ταξιδέψῃ.

«Τότε τὸ Φλανδρὼ ᾖρθε ν’ ἀγναντέψῃ, σὰν καλὴ ὥρα, σ’ αὐτὸν τὸν ἔρμο τὸ γιαλό. Ξεκολλοῦσε ἡ ψυχή της ποὺ ἔφευγε ὁ ἄνδρας της· δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βαστάξῃ, νὰ στυλώσῃ τὴν καρδιά της. Ἀγνάντεψε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε, κ’ ἔκλαψε πικρὰ κ’ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ’ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ’ ἐθέριεψαν… καὶ στὸ δρόμο τους ποὺ ηὕραν τὸ καράβι, ἔπνιξαν τὸν ἄνδρα τῆς Φλανδρῶς, κ’ ἔγινε ἀγυρισιᾶ του… Καὶ τὸ Φλανδρὼ ᾖρθε κ’ ἐξαναῆρθε σ’ αὐτὸν τὸν ἔρμο γιαλὸ κ’ ἐκοίταζε κι ἀγνάντευε… κ’ ἐπερίμενε, κ’ ἐκαρτεροῦσε, κι ἀπάντεχε… Πέρασαν μῆνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυὸ χρόνια, πέρασαν τρία… καὶ τὸ καράβι πουθενὰ δὲν ἐφάνηκε… καὶ τὸ Φλανδρὼ ἔκλαψε, καὶ καταράστηκε τὴν θάλασσα, καὶ τὰ μάτια της ἐστέγνωσαν, καὶ δὲν εἶχε πλιὰ δάκρυ νὰ χύσῃ… καὶ παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες, νὰ τῆς κάμουν τὴ χάρη νὰ γίνῃ κι αὐτὴ εἴδωλο, βράχος, πέτρα… καὶ τὸ ζήτημά της ἔγινε καὶ τὴν ἔκαμαν βράχο ξέρα… μὲ τὸ σκῆμα τ’ ἀνθρωπινό, ποὺ τρίβηκε καὶ φθάρηκε ἀπ’ τὰ κύματα ὕστερ’ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια· καὶ τὸ ἀνθρωπινὸ σκῆμα φαίνεται ἀκόμα· καὶ νὰ ὁ βράχος ἐκεῖ, ἡ πέτρα ποὺ θαλασσοδέρνεται καὶ χτυπᾷ καὶ βογγᾶ ἀπάνω της τὸ κῦμα… κ’ ἡ φωνή της, τὸ βογγητό της γίνεται ἕνα με τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας… Νὰ ἡ ξέρα ἐκεῖ. Αὐτή ‘ναι ἡ Φλανδρώ.


«Ὕστερα, μὲ χρόνια πολλά, σὰν ᾖρθε ὁ Χριστὸς ν’ ἁγιάσῃ τὰ νερά, γιὰ νὰ βαφτιστῇ ἡ πλάση, μιὰ χριστιανὴ ἀρχόντισσα, ἡ Χατζηγιάνναινα, ποὺ εἶχαν σκαρώσει τὰ παιδιὰ της δυὸ καράβια ἔταξε στὴν Παναγία, κ’ ἔχτισε αὐτὸ τὸ παρακκλήσι, γιὰ τὸ καλὸ κατευόδιο τῶν παιδιῶνε της… Ἂς δώσ’ ἡ Παναγιὰ καὶ σήμερα να’ ναι καλὸ κατευόδιο στοὺς ἄνδρες σας, στ’ ἀδέλφια σας καὶ στοὺς γονιούς σας».

– Φχαριστοῦμε· ὁμοίως καὶ στὰ παιδάκια σου, θεία-Φλωροῦ!

Ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνε κατὰ τὸ βουνό, τὰ πρῶτα πλοῖα εἶχαν γίνει ἄφαντα πρὸ ὥρας· καὶ ἡ τελευταία γολέτα, μικρὸν κατὰ μικρόν, ἐχώνευεν εἰς τὸ μέγα πέλαγος. Τὰ συγγενολόγια καὶ τὰ φουσάτα τῶν γυναικῶν, μὲ τὰ καλαθάκια καὶ τὰ μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ἀνὰ τοὺς λόφους, κ’ ἔβγαζαν καυκαλῆθρες καὶ μυρόνια, κ’ ἔκοφταν φτέρες κι ἀγριομάραθα. Σιγὰ – σιγὰ κατέβη ὁ ἥλιος εἰς τὸ βουνὸν καὶ αὐταὶ κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.

Ἡ νυκτερινὴ αὔρα ἐσύριζεν εἰς τὰ δένδρα, καὶ οἱ λογισμοὶ τῶν γυναικῶν ἐπετοῦσαν μαζί της, κ’ ἔστελλαν πολλὰς εὐχὰς εἰς τὰ κατάρτια, εἰς τὰ πανιὰ καὶ εἰς τὰ ἐξάρτια τῶν καραβιῶν. Καὶ βαθιά, εἰς τὴν σιωπὴν τῆς νυκτός, τίποτε ἄλλο δὲν ἠκούσθη εἰμὴ τὸ λάλημα τοῦ νυκτερινοῦ πουλιοῦ, καὶ τὸ ᾆσμα μιᾶς τελευταίας συντροφιᾶς ναυτικῶν, μελλόντων ν’ ἀναχωρήσωσιν αὔριον. «Σύρε, πουλί μου στὸ καλὸ – καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα».

«Τ’ Αγνάντεμα» ανήκει στη σειρά των σκιαθίτικων διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και είναι ηθογραφικό. Στο διήγημα αυτό ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει χαρακτηριστικές όψεις της Σκιάθου του Παπαδιαμάντη, όπως τον κύκλο ζωής της φύσης και τη στενή εξάρτηση των ανθρώπων από αυτή. Το διήγημα συγκεντρώνει πολλά ηθογραφικά στοιχεία (χωροχρόνος, λογοτεχνικοί ήρωες και λειτουργίες, ιδεολογικά χαρακτηριστικά) και συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής του Παπαδιαμάντη, καθώς συνδυάζεται η γλαφυρή ανθρωπογεωγραφία με ουσιώδη γνωρίσματα της αφηγηματικής του τεχνικής (διάρθρωση, αφηγηματικά μέρη, κυκλική αφήγηση, παντογνώστης αφηγητής, χαρακτηρολογική περιγραφή, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μίμηση, παράδειγμα, παραμυθιακή διήγηση). Στο συγκεκριμένο διήγημα ο Παπαδιαμάντης καταγράφει τη συλλογική ψυχολογία των ναυτικών τη στιγμή της αναχώρησης και ερμηνεύει την εθιμοτυπία, τα αισθήματα και τις σκέψεις των γυναικών τους, που την ημέρα εκείνη συγκεντρώνονται στο εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας με το διπλό στόχο, του αγναντέματος και της χριστιανικής δέησης για την προστασία των ναυτικών και την παρηγοριά των οικογενειών τους.

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι συνδυασμός αρχαίας, βυζαντινής, καθαρεύουσας και δημοτικής. Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη προσωπική γλώσσα, ένα μικτό γλωσσικό ιδίωμα καθαρεύουσας με στοιχεία δημοτικής και με τοπικούς ιδιωματισμούς. Στους διαλόγους χρησιμοποιείται η ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα με ιδιωματισμούς της Σκιάθου, ενώ στην αφήγηση βάση αποτελεί η καθαρεύουσα, στην οποία, όμως, υπάρχουν πολλά στοιχεία της δημοτικής. Τέλος, στις περιγραφές χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα, το κατά παράδοση γλωσσικό όργανο της πεζογραφίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και λέξεις της αρχαίας ελληνικής, όπως και λέξεις της εκκλησιαστικής παράδοσης.

Πηγές:

Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, http://www.snhell.gr/

http://papadiamantis.net/

http://gym-anogeion.reth.sch.gr

Ένα τραγούδι σε στίχους Αλ. Παπαδιαμάντη και μουσική Λεων. Μαριδάκη, από τη θεατρική διασκευή των διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα» και «Τ’ αγνάντεμα», που παρουσιάστηκε το 2011-2012, από την Εταιρία Τέχνης «Βιολέττα», στην Ελλάδα και στην Κύπρο.