Ρουσσέτος Παναγιωτάκης, «Το ολοκαύτωμα της Βιάννου»
Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 1943 όταν οι Γερμανοί κατακτητές έδειξαν για μια ακόμη φορά το απάνθρωπο πρόσωπό τους. Η μέρα που έλαβε χώρα ένα από το πιο ειδεχθή εγκλήματα των ναζί εναντίον αμάχων: το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και των γύρω χωριών της επαρχίας Ιεράπετρας Κρήτης ως αντίποινα για τη δράση ανταρτών στην περιοχή. Ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στα χωριά Βιάννο, Αμιρά, Βαχό, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά, Άγιο Βασίλειο, Πεύκο, Κάτω Σύμη, Γδόχια, Μύρτο, Μουρνιές, Ρίζα, Μάλλες και επί τρεις ημέρες εκτελούσε αδιάκριτα, λεηλατούσε, έκαιγε σπίτια και περιουσίες… Έναν μήνα μετά οι γερμανοί επανήλθαν ισοπεδώνοντας ολόκληρα τα χωριά. 401 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Πάνω από 1.000 οικίες καταστράφηκαν. Κανένα έλεος. Μόνο φωτιά, καπνός και αίμα. Στην ιερή μνήμη της μαρτυρικής θυσίας της Βιάννου επιχειρούμε ένα αφιέρωμα το οποίο πλαισιώνει ξεχωριστά το ποίημα «Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει»της Ζωής Δικταίου, με καταγωγή από το όμορφο Λασίθι, και οι πίνακες του επίσης κρητικού ζωγράφου Ρουσσέτου Παναγιωτάκη.
Ο Άγιος Απόστολος Τίτος είναι ο πρώτος Επίσκοπος της Κρήτης και πολιούχος Άγιος της πόλεως του Τυμπακίου στον νομό Ηρακλείου. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Αυγούστου.
17 Αυγούστου 1944. Στους δρόμους της Κοκκινιάς ακούγονταν μόνο κλάματα μανάδων, συζύγων, παιδιών και αδελφών, ενώ από παντού έρεε αίμα και η πόλη μύριζε θάνατο… 74 άνδρες εκτελέστηκαν την τραγική εκείνη ημέρα στη Μάντρα της Οσίας Ξένης σε αντίποινα για την αντιστασιακή δράση των κατοίκων της περιοχής. Οι νεκροί στο σύνολό τους, και από άλλα σημεία της πόλης, υπολογίζεται πως ανέρχονται στους 350…
Η Σφαγή του αμάχου πληθυσμού στο Δίστομο του νομού Βοιωτίας, από τους Γερμανούς Ναζί, έγινε κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1944 και αποτελεί μία εκ των ειδεχθέστερων σφαγών αμάχων από τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις.
Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο (στ’ Απεράθου, σύμφωνα με τη ντοπολαλιά της περιοχής) της Νάξου, στις 9 Σεπτεμβρίου 1922. Ο πατέρας του Νικόλαος Γλέζος (1892-1924) ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημοσιογράφος, ενώ η μητέρα του Ανδρομάχη Ναυπλιώτου (1894-1967) καταγόταν από την Πάρο. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωριό του, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Το 1935 ήλθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, δουλεύοντας παράλληλα ως φαρμακοϋπάλληλος. Το 1940 πέτυχε στην ΑΣΟΕΕ (σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο).
Την απαθανάτισαν τυχαία κατά τη διάρκεια ενός γάμου στη γειτονιά της…
Το ολλανδικό μουσείο «Το σπίτι της Άννας Φρανκ» (Anne Frank House) παρουσίασε ένα βίντεο της Άννας Φρανκ, η οποία υπήρξε θύμα της θηριωδίας των Ναζί. Το βίντεο χρονολογείται από το 1941 και είναι η μόνη καταγραφή της Άννας Φρανκ σε φιλμ. Το βίντεο δείχνει την 13χρονη Άννα την ημέρα του γάμου μιας γειτόνισσάς της. Το κορίτσι σκύβει από το μπαλκόνι του, για να δει καλύτερα τον γαμπρό και τη νύφη κι εκεί τη συλλαμβάνει ο φακός.
Χωριό στο βορειοδυτικό τμήμα της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης, η Βλάστη υπάγεται στον Δήμο Εορδαίας και είναι χτισμένη αμφιθεατρικά, σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο 1.240 μέτρα, σ’ ένα αλπικό οροπέδιο ανάμεσα στα βουνά Σινιάτσικο(Άσκιο) (2.222 μ.) και Μουρίκι (1.650 μ.), βόρεια της Κοζάνης και σε απόσταση 25 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Η ιστορία του χωριού αρχίζει τον 15ο αι. μετά την εγκατάσταση Τούρκων Κονιάρων στην κοιλάδα των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδα), οπότε οι χριστιανικοί πληθυσμοί, που ζούσαν εκεί, αναγκάστηκαν να μετοικίσουν σε πιο ασφαλείς και απρόσιτες περιοχές, κυρίως στα ορεινά τμήματα του Μακεδονικού χώρου.
Όταν το καθεστώς διέταξε να καούν δημοσίως τα «βλαβερά» βιβλία, οι δρόμοι γέμισαν καρότσες που κουβαλούσαν βιβλία από παντού. Τότε εκεί στην πυρά, ένας κυνηγημένος ποιητής, από τους πιο ξακουστούς, μελετώντας τη λίστα των καταδικασμένων να καούν διαπίστωσε έντρομος ότι τα δικά του έργα είχαν ξεχαστεί! Έτρεξε στο γραφείο του και συνέταξε μία επιστολή προς τους δυνάστες. «Κάψτε με!», έγραφε με το μεταξένιο του φτερό. «Κάψτε με. Μη μου το κάνετε αυτό. Μη με αφήνετε μόνο». «Δεν είπα πάντα την αλήθεια στα βιβλία μου;». «Και τώρα μου φέρεστε σαν να ήμουν ψεύτης». Για τούτο σας προστάζω: «Κάψτε με!».
Όταν ο στρατός κατοχής έμπαινε στην πρωτεύουσα, τον Απρίλη του 1941, είχε πια συμπληρωθεί το έργο της απόκρυψης των αρχαίων θησαυρών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ). Έξι ολόκληρους μήνες, όσο κράτησε το Αλβανικό έπος, χρειάσθηκαν για να φυλαχθούν τα αρχαία μας που για την τύχη τους τόσο ανησύχησε ο λαός μας, στο άκουσμα του πολέμου. Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα για να ταφούν μερικά αγάλματα, οι προθήκες άδειες… Μιλώ για το παλαιό κτήριο του Ziller· η νέα πτέρυγα της οδού Μπουμπουλίνας μόλις είχε παραδοθεί.
Οι άδειοι χώροι του παλαιού κτηρίου έγιναν σύντομα πολύτιμοι με την κατάληψη πολλών υπηρεσιών από τις δυνάμεις της κατοχής. Όλες οι υπηρεσίες του Κεντρικού Ταχυδρομείου μεταφέρθηκαν στις αίθουσες του Μουσείου δεξιά από τα προπύλαια και εκεί έμειναν ως το τέλος του πολέμου. Στο μεγάλο κεντρικό τμήμα του, εκεί που ήταν η Μυκηναϊκή και Αιγυπτιακή αίθουσα, στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε μια αίθουσα της μεσημβρινής πλευράς προς την οδό Τοσίτσα, απομονωμένη με τοίχο από τις άλλες του Ταχυδρομείου, φυλάχτηκαν κιβώτια με αρχαία της αιγυπτιακής συλλογής και άλλα.
Στη δυτική πλευρά, αριστερά από τα προπύλαια, καθώς και σε όλη τη βορεινή, τάφηκαν ένα πλήθος αρχαία, πρώτος ο κολοσσιαίος κούρος του Σουνίου, όσα δεν μεταφέρθηκαν στα υπόγεια. Πώς έγινε αυτό, θα το εξηγήσω αμέσως. Τα πατώματα του Μουσείου με τα ωραία μωσαϊκά του 19ου αι. ήσαν στρωμένα πάνω σε επίχωση. Αυτή η επιχωμάτωση ύψους αρκετών μέτρων αποτελούσε το μόνο στερεό βάθρο του κτηρίου, που το συγκρατούσαν οι εξωτερικοί τοίχοι. Καθιζήσεις γίνονταν παροδικά στις παρυφές δύο αιθουσών και για την εξασφάλιση των μεγαλυτέρων αγαλμάτων είχαν σφηνωθή στα μέλη τους βαριά σίδερα.
Καθώς λοιπόν το παλαιό κτήριο δεν είχε υπόγεια αλλά μόνο χώμα, σωτήρια για τη φύλαξη των αρχαίων στάθηκαν τα υπόγεια κυρίως της νέας πτέρυγας (ισόγεια από την εσωτερική αυλή) προς την οδό Ηρακλείου και Μπουμπουλίνας. Εκεί, έξι ολόκληρους μήνες, συγκεντρώνονται τα γλυπτά, τα χάλκινα και τα πήλινα (αγγεία και ειδώλια). Πολύ πρωί, πριν να δύση η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο Μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη, νύκτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους.
Η φύλαξη των γλυπτών έγινε ανάλογα με τη σημασία του καθενός, μέσα σε κάθε κιβώτιο ή πάνω στο χώμα. Αρκετά σπουδαία αγάλματα μεταφέρθηκαν σε φυσικά κρησφύγετα της Αθήνας για να αποφευχθεί η συγκέντρωση σε έναν τόπο. Τα μεγάλα χάλκινα αγάλματα σκεπάστηκαν, πριν ταφούν, με μαύρα πισσόχαρτα, με πίσσα αλείφτηκαν μέσα και έξω οι κάσσες, μια αναγκαία προφύλαξη από την υγρασία. Όλο το πλήθος των μικρών χαλκίνων φωτογραφήθηκε πριν από τον εγκιβωτισμό τους. Αυτά γίνονταν κάτω στα υπόγεια, ενώ ψηλά, στο παλαιό κτήριο, ο παλαίμαχος μακαρίτης γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης εφρόντιζε για το κατέβασμα κολοσσικών αγαλμάτων σε βαθείς λάκκους.
Ο τότε Έφορος των γλυπτών Γιάννης Μηλιάδης κατεύθυνε και ρύθμιζε την εργασία αυτή. Αλλά προβλήματα παρουσίασαν οι πολλές χιλιάδες της Συλλογής αγγείων και μικροτεχνημάτων και δεν θα ήταν δυνατόν το περιτύλιγμα τόσου πλήθους μικρών αντικειμένων χωρίς την αυθόρμητη βοήθεια και λίγων ξένων αρχαιολόγων. Το όνομα του μακαρίτη Otto Walter, Διευθυντού του Αυστριακού Ινστιτούτου, αξίζει να μνημονευθή με ξεχωριστή ευγνωμοσύνη, όπως και του Άγγλου Allan Wace, για τη συμπαράστασή τους στη φύλαξη των αρχαίων της Μυκηναϊκής Συλλογής.
Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της συλλογής, αγγείων και μικροτεχνημάτων, πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες του Μουσείου που τόσα πρόσφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων. Ξεχωριστή μέριμνα δόθηκε στη συγκέντρωση και τον εγκιβωτισμό των πολυτίμων αντικειμένων της συλλογής, χρυσών, δακτυλιολίθων κ.ά. Αφού κλείστηκαν σε κάσσες, σφραγίσθηκαν και στάλθηκαν μαζί με τις κάσσες των πολυτίμων της Μυκηναϊκής Συλλογής στην Τράπεζα της Ελλάδος. Στα βαθειά υπόγειά της φυλάχθηκαν όλοι οι θησαυροί αυτοί στα χρόνια του πολέμου και ύστερα, έως ότου τελείωσαν οι κτηριακές εργασίες.
Επιτροπές από άλλους ανωτάτους υπαλλήλους παραλάμβαναν από τους υπευθύνους του Μουσείου τα αρχαία πριν εγκιβωτιστούν. Η αρίθμηση των κιβωτίων γινόταν με προσοχή, πρωτόκολλα σχηματίζονταν. Για το ενδεχόμενο βομβαρδισμού του Μουσείου, όλα τα υπόγεια όπου αποτέθηκαν τα γλυπτά, τα μικροτεχνήματα και τα χάλκινα σκεπάστηκαν έως ψηλά με ένα παχύ στρώμα στεγνής άμμου, ενώ εξωτερικά όλα τα παράθυρα εκρύφθηκαν με απανωτούς σάκκους άμμου.
Όσες γωνιές του Μουσείου απόμειναν ελεύθερες χρησιμοποιήθηκαν σιγά – σιγά για διαφόρους σκοπούς. … Για τα γραφεία των υπαλλήλων του Μουσείου έμεινε μόνο το πρώτο πάτωμα της νέας πτέρυγας, προς την οδό Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας. Εκεί συγκεντρώθηκε και η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, αλλά και τα κιβώτια με το περιεχόμενο ενός άλλου Μουσείου, του Εθνολογικού Μουσείου του Αγώνα. … Αρκετοί πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης, μικροί και μεγαλύτεροι, καθώς και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ασφαλίστηκαν στους φιλόξενους χώρους του Εθνικού Μουσείου. …
Η σημαντικότερη ζημία έγινε στο παλαιό κτήριο τις ημέρες του Δεκεμβριανού εφιάλτη. Βόμβες έπεσαν στη στέγη που ήταν όλη ξύλινη, δεν έφθασαν όμως έως τα αρχαία μάρμαρα τα θαμμένα βαθειά στο χώμα. Μια τελευταία περιπέτεια δεν κράτησε ευτυχώς πολύ. Όταν το Υπουργείο Προνοίας έφυγε από το επάνω πάτωμα της νέας πτέρυγας, χρησίμευσε όλο τούτο, ύστερα από τα Δεκεμβριανά, για φυλακές των κρατουμένων. Διάλυση, χάος, ερήμωση του σεβαστού κτηρίου, αβάσταχτο κρύο στους χειμώνες της πείνας, η ανία του ατέλειωτου καλοκαιριού, δεν ήταν ωστόσο αρκετά για να διώξουν την πίστη τη ριζωμένη βαθειά, ούτε να κλονίσουν τη συναίσθηση της υποχρέωσης να φρουρηθούν τ’ αρχαία μας από την ανθρώπινη μανία της καταστροφής. Αντίθετα, τόνωναν τον ενθουσιασμό των υπευθύνων και όταν τελείωσαν τα δεινά, άναψε η θέρμη για τον ξαναγεννημό του Εθνικού Μουσείου.
* Αποσπάσματα από κείμενο της αρχαιολόγου Σέμνης Καρούζου, που είχε δημοσιευτεί στα Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Αθήνα, 30 Μαρτίου – 3 Απριλίου 1967).
Η Σέμνη Καρούζου, το γένος Παπασπυρίδη, έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, στις 8 Δεκεμβρίου 1994, έχοντας καταφέρει να διαγράψει σπουδαία πορεία στο επιστημονικό πεδίο όπου δραστηριοποιήθηκε επί πολλές δεκαετίες (χρόνος υπηρεσίας 1921-1964). Η γεννηθείσα το 1897 Καρούζου υπήρξε σύζυγος του διακεκριμένου αρχαιολόγου και ακαδημαϊκού Χρήστου Καρούζου, διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ) από το 1942 έως το 1964. Η Καρούζου, αφού εργάστηκε αρχικά ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, διετέλεσε έφορος της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας του ΕΑΜ από το 1933 έως το 1964.
«Δυστυχώς ήλθε ο πόλεμος και οι Έλληνες αρχαιολόγοι υπέστησαν τη σκληρή δοκιμασία να ξηλώσουν οι ίδιοι με τα χέρια τους τα Μουσεία μας δια να κρύψουν και διαφυλάξουν τα αρχαία από τους κινδύνους του πολέμου»
Ένα συγκλονιστικό βίντεο ντοκουμέντο για την επιχείρηση κατάχωσης των αρχαίων αγαλμάτων και θησαυρών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου σε υπόγειους και πλαϊνούς χώρους του κτηρίου από τους υπαλλήλους του, τον Δεκέμβρη του 1940, προκειμένου να σωθούν από τη λεηλασία, τη βαρβαρότητα και τους βομβαρδισμούς του πολέμου που ξεκινούσε… Τα αρχαία, αφού καταχώθηκαν με κάθε προφύλαξη και προσοχή, καταγράφηκαν σε λεπτομερείς καταλόγους που τηρούσαν οι άνθρωποι του μουσείου και έμειναν καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής σκεπασμένα με τόνους χώμα και άμμο, προκειμένου να κρυφτούν από τον εχθρό και να αντέξουν σε πιθανούς κραδασμούς από βομβαρδισμούς και επιθέσεις. Όταν οι Ναζί μπήκαν στην Αθήνα βρήκαν το μουσείο άδειο. Το κτήριο επιτάχθηκε και κατέστη χώρος υπηρεσιών των Γερμανών. Στα υπόγεια και μέσα στους σκαμένους τοίχους του τα αρχαία αγάλματα αναπαύονταν προφυλαγμένα περιμένοντας -και αυτά- την ώρα της λευτεριάς!
Καλάβρυτα, Δευτέρα, 13 Δεκέμβρη του 1943. Η καμπάνα της Μητρόπολης άρχισε να χτυπά από τα ξημερώματα. Σε λίγο ήρθε η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι της πόλης στο Δημοτικό Σχολείο, έχοντας μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για μια μέρα. Νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν, ανήσυχοι, στο σχολείο. Οι Γερμανοί και οι γερμανοντυμένοι συνεργάτες τους, «Έλληνες» των Ταγμάτων Ασφαλείας, προσπάθησαν να καθησυχάσουν τον κόσμο. Ό,τι είχαν να κάνουν στα Καλάβρυτα, το είχαν κάνει τις προηγούμενες μέρες. Είχαν πάρει στα χέρια τους καταλόγους με τα ονόματα των ανταρτών και των οικογενειών τους, είχαν κάψει και γκρεμίσει τα σπίτια τους, μια και δεν τους βρήκαν εκεί.
Το 1942 μ.Χ., κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπό τον Ρόμμελ δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική είχαν καταφέρει να προελάσουν τόσο, ώστε να είναι ορατός ο κίνδυνος να φθάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ.
Ο Άγιος Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο, στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα μ.Χ., από γονείς ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το ειδωλολατρικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, δεν κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά του η οποία, όταν ήλθε η στιγμή, σκίρτησε ακούγοντας την φωνή του Θεού και έτσι ο, έφηβος ακόμη, Μηνάς έγινε χριστιανός. Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σταδιοδρομήσει στον Ρωμαϊκό στρατό, στο ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την διοίκηση του Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας του ήταν στο Κοτυάειον, σημερινή Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε για την φρόνησή του, αλλά και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στον κύκλο των στρατιωτικών.
«Εγώ θα σας αφηγηθώ τη ζωή μου με απλότητα. Είναι μια απλή ζωή που αμφιβάλλω αν θα σας ενθουσιάσει, όπως αμφιβάλλω για το συγγραφικό μου τάλαντο. Ίσως θα προτιμούσατε αντί να διαβάζετε αυτές τις γραμμές να σας έλεγα ένα τραγούδι …» (Σοφία Βέμπο)
Σύμβολο ενός ολόκληρου λαού, απόλυτα ταυτισμένη με το έπος του ’40, η Σοφία Βέμπο κατόρθωσε να συνδέσει το όνομά της με τη νεότερη ιστορία του Έθνους μας. Η εθνική μας φωνή με την ξεχωριστή χροιά και την ισχυρή προσωπικότητα, τραγούδησε με λεβεντιά, σατίρισε με θάρρος τους κατακτητές και εμψύχωσε τους Έλληνες φαντάρους μας στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, με τραγούδια που έγιναν πατριωτικοί ύμνοι.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, τέτοιες μέρες της επετείου του «ΟΧΙ», η υπέροχη ορχηστρική μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη για την ταινία «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» του Ντίνου Δημόπουλου, «ντύνει» και πάλι με την αξέχαστη μελωδία της τις ιστορικές μας μνήμες και μαζί τη θύμηση των παιδικών μας χρόνων, όταν στη μικρή ασπρόμαυρη οθόνη μας της δεκαετίας του ’70 και ’80, ζωντάνευε ολάκερο το Έπος του ’40. Μέσα από την ιστορία της γενναίας δασκάλας ενός ορεινού χωριού (Αλίκη Βουγιουκλάκη) και του ήρωα – αγαπημένου της (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), το φιλμ αναδεικνύει το πνεύμα και τα ήθη μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και το υψηλό φρόνημα, την ανθρωπιά και τη φιλοπατρία των απλών ανθρώπων της μικρής κοινωνίας των χρόνων της γερμανικής Κατοχής. Ταυτόχρονα μας ταξιδεύει στο μαγευτικό τοπίο της Πηλιορείτικης Μακρυνίτσας με την κινηματογραφική συντροφιά μερικών ακόμα αγαπημένων Ελλήνων ηθοποιών, όπως ο Παντελής Ζερβός, ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ο Σπύρος Καλογήρου, ο Νότης Περγιάλης κ.ά.