Η Τυρινή ή Τυροφάγος είναι η τελευταία εβδομάδα της περιόδου των Αποκριών. Ονομάστηκε έτσι επειδή από το ξεκίνημά της απαγορεύεται η κατανάλωση κρέατος, ενώ αντίθετα επιτρέπεται η κατανάλωση αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων. Η τελευταία μέρα της εβδομάδας αυτής είναι η Κυριακή της Τυρινής και από την επομένη, η οποία είναι η Καθαρά Δευτέρα, ξεκινάει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή για το Πάσχα.
Κυριακή της Τυρινής (ή Τυροφάγου) αυτή που μας έρχεται! Τα γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν την τιμητική τους λίγο πριν δώσουν τη σειρά τους στα Σαρακοστιανά εδέσματα που θα συντροφεύσουν τη διατροφή μας μέχρι την ημέρα του Πάσχα. Στο ξεχωριστό τραπέζι αυτής της Κυριακής μία είναι η βασίλισσα: ζεστή, αφράτη και ευωδιαστή τυρόπιτα που όλοι θα θέλουν να δοκιμάσουν! Η συνταγή που ακολουθεί είναι πανεύκολη και γίνεται με ελάχιστα, εκλεκτά υλικά. Καλό τριήμερο και καλή Σαρακοστή!
Η Αποκριά ήταν η μεγάλη δόξα του Γιαβρή. Όλο το χρόνο ήταν ένας τίποτας. Γυρνούσε από δω κι από κεί ψάχνοντας για κανένα μεροκάματο, πότε καντηλανάφτης, πότε στ’ αμπέλια, πότε στις στάνες, πότε κάνοντας θελήματα στους νοικοκύρηδες του χωριού. Έβγαινε κάθε Σάββατο στο παζάρι κι άμα περνούσε κανένας φορτωμένος με ψώνια, κολλούσε δίπλα του: «Να σε ξαλαφρώσω άρχοντά μου από το βάρος; Με μια δεκαρούλα θα τα πάω εγώ στην κυρά σου, εσύ κάτσε στον καφενέ, μη σκοτίζεσαι με δαύτα, άστα πάνω μου, αφέντη μου, εγώ θα τα κουβαλήσω γιαβρή μου».
Η «Κούπα» είναι παλαιό παραδοσιακό επιτραπέζιο τραγούδι του κεφιού, του ξεφαντώματος και του ατέλειωτου γλεντιού. Προέρχεται από την Κάρπαθο της Δωδεκανήσου αλλά το συναντάμε και στη Δυτική Κρήτη σε καταγραφές του 1850 από τον Παύλο Βλαστό.
«Η παράδοση και τα έθιμα καθορίζουν την ζωή μας και σήμερα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χρήστος Ζερίτης, πολύτιμος θεματοφύλακας της λαϊκής παράδοσης της γενέτειράς του, Μεσσηνιακής Μάνης και των τόπων, όπου επέλεξε να κατοικεί, στα χωριά του Ταϋγέτου, στη Νέδουσα και στην ευρύτερη Αλαγονία, αλλά και στην πρωτεύουσα Καλαμάτα.
Ορμώμενος από μια παιδική παρόρμηση που συνεχίζει να τον ακολουθεί την εποχή της συνταξιοδότησης και συνειδητοποιώντας από πολύ νωρίς πως ό,τι δεν καταγραφεί κινδυνεύει να χαθεί ανεπιστρεπτί, έκανε σκοπό ζωής τη διάσωση εθίμων και προφορικών παραδόσεων. Όχι σε μια στείρα προσήλωση στο παρελθόν, αλλ’ αναδεικνύοντας την αξία του στο σήμερα, με την πεποίθηση ότι εκεί υπάρχει μια αγνότητα που μας δείχνει τον δρόμο της Αρετής.
Μ’ έναν χαρταετό για όχημα, η σκέψη μας μπορεί ξανά να ταξιδέψει παντού και ν’ ανατρέψει τα πάντα! Ε, λοιπόν, μαζί με ευχές καρδιάς για Καλή Σαρακοστή, ο ξεχωριστός λόγος ενός Δασκάλου χαρισματικού, απόντος εδώ και χρόνια. Ένα κείμενο του Γιώργου Χουρμουζιάδη, Καθηγητή Αρχαιολογίας, με τον λόγο του να φέγγει σα φάρος σε θάλασσα φουρτουνιασμένη που όλο σκοτεινιάζει και γίνεται πιο επικίνδυνη…
Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς. Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο!
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» (1963). Στο έργο αυτό περιγράφονται με νοσταλγική διάθεση η ζωή και οι περιπέτειες μιας παρέας παιδιών σε μια γειτονιά (Στου Χατζηφράγκου) της Σμύρνης στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ένα από τα παιδιά, γέρος πρόσφυγας πια στην Αθήνα, περιγράφει το έθιμο του πετάγματος των χαρταετών, που εκείνα τα χρόνια στη Σμύρνη τούς έλεγαν τσερκένια.
Τα κούλουμα, βεβαίως, είναι αύριο -αλλά δεν βλάφτει να τα μελετήσουμε από σήμερα, αν μη τι άλλο να προετοιμαστούμε. Διάλεξα να σας παρουσιάσω ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο και δημοσιευμένο σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς, τον Μάρτιο του 1943, για την ακρίβεια στις 8 Μαρτίου 1943, στη στήλη «Τέχνη και Ζωή» της «Πρωίας», της εφημερίδας όπου ο μεγάλος ποιητής είχε βρει φιλόξενη στέγη από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας (τότε, βεβαίως, δεν έβαζε την υπογραφή του, μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος). Ο Βάρναλης περιγράφει πώς γιόρταζαν τα Κούλουμα οι Αθηναίοι στα χρόνια της νιότης του -μην ξεχνάμε πως ήρθε στην Αθήνα δεκαοχτάχρονος, το 1902, για να σπουδάσει φιλόλογος.
Στον Πόντο η Αποκριά λεγόταν «εμπονέστα», ονομασία η οποία προέρχεται από τη λέξη «απονήστια» (= εμπρός από τη νηστεία). Πριν κοιμηθούν το βράδυ της αποκριάς στον Πόντο σφράγιζαν το στόμα τους για την περίοδο της νηστείας τρώγοντας ένα αυγό και λέγοντας: «Με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατο» (δηλαδή, «με αβγό σφραγίζω το στόμα μου και με αβγό θα το ξανανοίξω», εννοώντας το κόκκινο, Πασχαλινό αβγό της Αναστάσεως, που στο τέλος της νηστείας, θα είναι το πρώτο, μη νηστίσιμο φαγητό, που τρώνε οι πιστοί).
Zinaida Serebriakova, «Pierrot», Self portrait in the costume of Pierrot, Art Nouveau, 1911
Η Commedia dell’ arte
Μεταξύ 16ου και 18ου αιώνα ήκμασε στην Ιταλία η περίφημη Commedia dell’arte (Κομέντια ντελ άρτε), μορφή λαϊκής αυτοσχεδιαστικής κωμωδίας, η οποία έγινε σύντομα ιδιαίτερα δημοφιλής και έξω από τα σύνορα της Ιταλίας. «Commedia dell’arte» σημαίνει «Κωμωδία της τέχνης», όχι με την έννοια της καλλιτεχνίας, αλλά με αυτήν της τεχνικής και του επαγγελματισμού. Η κωμωδία δηλαδή που δημιουργείται από «δεξιοτέχνες», επαγγελματίες ηθοποιούς, σε αντίθεση με τους ερασιτέχνες της λόγιας κωμωδίας. Επρόκειτο για ένα σύνολο λαϊκών θεατρίνων που, δημιουργώντας μόνοι τους το κοστούμι τους, τη μάσκα τους, τις ιδιαιτερότητες της φωνής τους και τη στάση του σώματός τους, έπλαθαν τους χαρακτήρες της.
Ένα από τα πλέον προβεβλημένα και αγαπημένα έθιμα των Ρωμιών της Πόλης ήταν το περίφημο πανηγύρι της Καθαράς Δευτέρας, το «Μπακλαχοράνι», όπως λεγόταν, το οποίο συγκέντρωνε ένα πλήθος κόσμου από όλες τις κοινότητες και τις κοινωνικές τάξεις. Τόσο οι χριστιανοί αστοί του Πέραν και άλλων συνοικιών όσο και οι κουτσαβάκηδες, οι μεταμφιεσμένοι φουστανελάδες, οι Λιάπηδες με τις μουστάκες και πολλοί άλλοι συνέρρεαν στην περιοχή και διασκέδαζαν. Το συγκεκριμένο πανηγύρι συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της τουρκικής δημοκρατίας.
Η «Αποκριάτικη νυχτιά» είναι διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1892, στην εφημερίδα «Εφημερίς» των Αθηνών. Είναι έργο αθηναϊκό, ηθογραφικό, σατιρικό και αυτοψυχογραφικό, γιατί ο Σπύρος Βεργουδής είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, στα πρώτα δραματικά του χρόνια στην Αθήνα.
Πιερότοι και κολομπίνες, αρλεκίνοι και κλόουν, πριγκίπισσες, σπανιόλες, ιππότες και Ρωμαίοι αποτέλεσαν συχνά το αγαπημένο θέμα των δημιουργών στην ελληνική μουσική σκηνή, αλλά και στον κινηματογράφο της «χρυσής» κυρίως δεκαετίας του ’60. Τα χρώματα, το κέφι, ο χορός και το άφθονο γλέντι του καρναβαλιού ή ενός μπαλ μασκιέ, καθώς και οι ίδιοι οι αποκριάτικοι ήρωες έγιναν έτσι το σκηνικό και οι ρόλοι, μέσα από τους οποίους θα θυμόμαστε για πάντα μερικούς από τους πλέον δημοφιλείς Έλληνες ηθοποιούς!