Οι Δροσουλίτες και ο θρύλος του Φραγκοκάστελλου

Επιμέλεια: Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος

Το Φραγκοκάστελλο, 1960

Τέλος της άνοιξης χαθήκαν εδώ οι Δροσουλίτες, οι ηρωικοί πολεμιστές
του ηπειρώτη στρατηγού Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη. Και ως αρχές Ιουνίου, το χάραμα,
όταν ο πρώτος ήλιος της αυγής σκορπά την πρωινή δροσιά του στην πλάση,
ξαναγυρνούν, μέσα από τον θρύλο τους, πάνω στα τείχη του Φραγκοκάστελλου…

Λένε πως ο άνθρωπος πεθαίνει δυο φορές: μια όταν κλείσει τα μάτια του και άλλη μια όταν ξεχαστεί από τους ζωντανούς. Όμως ο γενναίος στρατηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης και τα 338 παλληκάρια του είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανέναν να τους ξεχάσει. Μπορεί στα σχολικά βιβλία να μην γράφεται λέξη γι’ αυτούς, μπορεί σχεδόν κανένας να μην άκουσε για την άνιση μάχη τους στο Φραγκοκάστελλο, τον Μάη του 1828, μπορεί οι εγκυκλοπαίδειες να μην αφιέρωσαν ούτ’ ένα λήμμα στις χιλιάδες σελίδες τους, όμως κάθε χρόνο κάποια πρωινά, εκεί στα τέλη του Μάη, εμφανίζεται ολόκληρη στρατιά αρματωμένη από ανθρώπινες σκιές, να προελαύνει προς τη θάλασσα, πάνω από το καστέλι. Και όλα δείχνουν παράταιρα με την πρώτη ματιά… Ένα κάστρο στην επαρχία Σφακίων χωρίς εμφανή στρατηγική σημασία, ακουμπισμένο θαρρείς πάνω στην άμμο της ακτής, στη μέση του πουθενά, ένας αγωνιστής στρατηγός από το Δελβινάκι της μακρινής και χιονοσκέπαστης Ηπείρου, να μάχεται και να πέφτει ηρωικά στα 1828, έξω απ’ τα τείχη του που βρέχει το Λυβικό και κατακαίει ο ήλιος της Κρήτης, και στον ορίζοντα να καλπάζουν αρματωμένοι, πάνω στ’ άλογά τους, οι θρυλικοί Δροσουλίτες.

Το Φραγκοκάστελλο

Το Φραγκοκάστελλο είναι μεσαιωνικό κάστρο στη νότια ακτή της Κρήτης, μεταξύ των επαρχιών Σφακίων και Λάμπης, 12 χιλιόμετρα ανατολικά της Χώρας Σφακίων στον νομό Χανίων. Στα 1340 μ.Χ. οι Ενετοί φεουδάρχες των Χανίων ζήτησαν από τη Βενετία να χτιστεί ένα φρούριο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικήτα, στα Σφακιά, με το πρόσχημα πως ήθελαν ν’ ασφαλίσουν τον ορμίσκο και τον πληθυσμό από τις κουρσάρικες επιδρομές. Στην πραγματικότητα ζητούσαν ένα κραταιό στήριγμα και μία βάση, από την οποία θα μπορούσαν να ελέγχουν και να καταστέλλουν τις εξεγέρσεις των κατοίκων της περιοχής εναντίον τους. Η Γαληνοτάτη Βενετία του Αγίου Μάρκου δεν είχε αντίρρηση στο αίτημα για την ανέγερση του φρουρίου, ωστόσο επί χρόνια αδρανούσε να εκταμιεύσει τα απαραίτητα χρηματικά ποσά για το έργο. Μπροστά όμως στην επιμονή των φεουδαρχών υποχώρησε και στα 1371 ξεκίνησε επιτέλους η ανέγερση του φρουρίου, του οποίου η κατασκευή διήρκεσε τρία χρόνια.

Οι ντόπιοι φοβόνταν ότι το φρούριο θα το χρησιμοποιούσαν -αργά ή γρήγορα- οι κατακτητές εναντίον τους, για να εγκαταστήσουν σε αυτό φρουρά και δυνάμεις ικανές να καταστείλουν κάθε τοπική αντίδραση στην ηγεμονία τους. Έτσι, σύμφωνα και με την παράδοση, το κάστρο χτιζόταν την ημέρα από τους Βενετούς στρατιώτες και το βράδυ οι Σφακιανοί, με αρχηγούς τους έξι αδελφούς Πατσούς, γκρέμιζαν ό,τι είχε χτιστεί κατά τη διάρκεια της ημέρας και μαζί χαλούσαν τ’ ασβεστοκάμινα. Τελικά, οι Βενετοί κατάφεραν, με προδοσία, να συλλάβουν τους αδελφούς Πατσούς, τους οποίους απαγχόνησαν τους τέσσερις από έναν σε κάθε πύργο του κάστρου και τους άλλους δύο μπροστά στην κεντρική πύλη του. Έφεραν στη συνέχεια και στρατό πολύ που έζωσε τον τόπο γύρω, μέρα και νύχτα, και έτσι μόνο μπόρεσαν στο εξής να ολοκληρώσουν το κάστρο.

Για τα έργα της ανέγερσης οι Βενετσιάνοι επίταξαν τον τοπικό πληθυσμό. Ωστόσο, οι Σφακιανοί που ήταν απόγονοι ευγενών Βυζαντινών αποίκων της Κρήτης δεν καταδέχονταν ποτέ να ασχοληθούν με βαριές χειρονακτικές εργασίες και μάλιστα, υπό τις διαταγές των ξένων. Έτσι αρνήθηκαν να πάνε στα έργα, οπότε οι Βενετοί αναγκάστηκαν να φέρουν εργάτες και μαστόρους, πετροκόπους και κουβαλητάδες, κόσμο και κόσμο απ’ όλο το νησί και εκτός αυτού, και τους έριξαν όλους στη δουλειά. Άλλοι άνοιγαν θεμέλια, άλλοι κουβαλούσαν υλικά, άλλοι έκοβαν ξύλα, άλλοι έφτιαχναν ασβεστοκάμινα. Βιάζονταν οι κατακτητές να τελειώσουν μιαν ώρα γρηγορότερα, γιατί φοβόνταν να μένουν σ’ εκείνον τον επικίνδυνο και εχθρικό τόπο. Κι είχαν δίκιο να φοβούνται. Οι Σφακιανοί, που ποτέ δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια, κινήθηκαν και τώρα. Μόλις συνειδητοποίησαν τις προθέσεις των κατακτητών έκαμαν επιδρομή κι έσφαξαν αρκετούς. Οι απώλειες συμπληρώθηκαν από τους Βενετούς και ταυτόχρονα πάρθηκαν ακόμα ισχυρότερα μέτρα ασφαλείας: Στρατός φύλαγε όλη μέρα τους εργάτες στο κάστρο και το βράδυ όλοι έμπαιναν σε βάρκες, πήγαιναν στα βενετσιάνικα καράβια που ήσαν αγκυροβολημένα στ’ ανοιχτά και εκεί περνούσαν τη νύχτα τους από τον φόβο των επιδρομών και των εξεγέρσεων των κατοίκων.

Το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και οι θυρεοί των Querini και Dolfin
πάνω από την κεντρική πύλη του Φραγκοκάστελλου

Το Φραγκοκάστελλο έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και είναι αρκετά μεγάλο. Διατηρείται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, παρ’ όλο που στο εσωτερικό του έχει εκτενείς και σημαντικές καταστροφές. Σε κάθε γωνιά έχει έναν τετράγωνο πύργο, με ύψος τουλάχιστον 4 μ. πάνω από το τείχος. Στο νότιο μέρος του φρουρίου βρίσκεται η κυρία πύλη του, πάνω από την οποία σώζεται χαραγμένο το έμβλημα των Βενετών: το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου καθώς και τα οικόσημα των οίκων των Querini, στα αριστερά και των Dolfin, στα δεξιά. H πύλη είναι δουλεμένη με τέχνη και επιμέλεια. Λέγεται πως οι εργάτες που έφεραν οι Βενετοί για την κατασκευή του κάστρου, όταν σώθηκαν οι πέτρες από την κοντινή περιοχή, σχημάτισαν ανθρώπινη αλυσίδα που έφθασε ως τα γύρω βουνά κι εκεί έσπαγαν τα βράχια και χέρι με χέρι κατέβαζαν τις πέτρες ως κάτω στην ακροθαλασσιά, για ν’ ανεγερθεί με αυτές το περίφημο Φραγκοκάστελλο. Τα τείχη του φρουρίου είναι πελώρια, έχουν μεγάλο πάχος και φέρουν πολεμίστρες σε δύο παράλληλες σειρές. Οι πολεμίστρες αυτές, που είναι έργο των Οθωμανών, είναι πολύ ισχυρές και βρίσκονται, και σήμερα ακόμη, σε καλή κατάσταση. Τα κτήρια, στο εσωτερικό του κάστρου, έχουν κατασκευαστεί επίσης από τους Οθωμανούς πάνω σε βενετσιάνικα θεμέλια.

Το βενετικό όνομα του κάστρου ήταν «Άγιος Νικήτας» από την ομώνυμη κοντινή εκκλησία του αγίου, που τιμάται στις 15 του Σεπτέμβρη. Επικράτησε όμως η ονομασία «Φραγκοκάστελλο», η οποία του δόθηκε από τον τοπικό πληθυσμό και σημαίνει «Το κάστρο των Φράγκων», καθώς οι Κρητικοί συνήθιζαν ν’ αποκαλούν «Φράγκους» όλους τους ξένους – καθολικούς, αδιακρίτως. Η ονομασία «Φραγκοκάστελλο», σταδιακά, υιοθετήθηκε τελικά και από τους Βενετούς. Η χρήση όμως του Φραγκοκάστελλου για τον σκοπό που κατασκευάστηκε, την περίοδο της Βενετοκρατίας, υπήρξε μηδαμινή.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το κάστρο πέρασε στα χέρια των καινούργιων κατακτητών, οι οποίοι του επέφεραν ορισμένες μετατροπές. Εδώ ήρθε και ο Κρητικός οπλαρχηγός Ιωάννης Βλάχος, γνωστότερος ως «Δασκαλογιάννης», με τις 70 κεφαλές του σηκωμού, όταν η Επανάσταση του 1770 καταπνίγηκε και στην Κρήτη. Ο Δασκαλογιάννης κατέλαβε με τους επαναστατημένους μαχητές του το κάστρο από τους Οθωμανούς διοικητές του, αργότερα όμως συνελήφθη εκεί και εκτελέστηκε με μαρτυρικό τρόπο στο Ηράκλειο, όπου μεταφέρθηκε και οι Οθωμανοί τον έγδαραν ζωντανό. Για τη σύλληψη του Δασκαλογιάννη στο Φραγκοκάστελλο από τους Οθωμανούς γράφτηκαν και οι ιστορικοί στίχοι:

«Φτάνουν στο Φραγκοκάστελο και στον πασά ποσώνου,
κι εκείνος δούδει τ’ όρντινο κι ευτύς τσοι ξαρματώνου.
Ούλους τσοι ξαμαρτώσασι και τσοι μπισταγκωνίζου
και τότες δα το νιώσασι πως δεν ξαναγυρίζου …».

Η εξαιρετικά περιορισμένη στρατιωτική χρήση του Φραγκοκάστελλου, στην πάροδο των χρόνων, οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: Αφ’ ενός στο ότι οι εκάστοτε κατακτητές θεωρούσαν ανέκαθεν την περιοχή ως ιδιαίτερα εχθρική και επικίνδυνη προς εγκατάστασή τους, λόγω των συχνών επιθέσεων που οργάνωναν οι απροσκύνητοι Σφακιανοί. Και αφ’ ετέρου, επειδή θεωρήθηκε ότι ελάχιστη στρατηγική σημασία και αξία μπορούσε να έχει ένα φρούριο, σε μια πεδινή περιοχή, ένα με το κύμα, ορατή και εκτεθειμένη πανταχόθεν από τα γύρω δύσβατα ορεινά που κρατούσαν οι περίφημοι Χαΐνηδες της Κρήτης, οι ηρωικοί Επαναστάτες που είχαν ανέβει στα βουνά, όπου οχυρωμένοι στα φαράγγια και στα καταρράχια, μπορούσαν να οργανώνουν με περισσότερη ασφάλεια και μυστικότητα τους θρυλικούς αγώνες τους. Παρ’ όλη ωστόσο την περιορισμένη στρατιωτική χρήση του, το Φραγκοκάστελλο συνδέθηκε ιστορικά με την ηρωική θυσία δύο εκ των κορυφαίων μορφών του Κρητικού Απελευθερωτικού αγώνα, που έδρασαν στην περιοχή, του Ιωάννη Δασκαλογιάννη και του Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη.

Το εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα στο Φραγκοκάστελλο

Το περιβάλλον του Φραγκοκάστελλου, κοντά στα χωριά Πατσιανός και Καψοδάσος, είναι μια επιβλητική περιοχή άγριας ομορφιάς με απόκρημνες βουνοπλαγιές, στενά φαράγγια και περάσματα, υψώματα με χαμηλούς θάμνους και πέτρα γυμνή που ρουφάει αδηφάγα τον καυτό ήλιο της Μεσογείου και τα μελτέμια του αφρισμένου πελάγους, που ανοίγεται απέραντο εμπρός του. Το «καστέλι», όπως επίσης αποκαλούν οι ντόπιοι το Φραγκοκάστελλο, μοιάζει ακουμπισμένο στην άκρη της αμμουδερής παραλίας, στη θάλασσα του Λυβικού, σε μια πεδιάδα με χαμηλή βλάστηση στ’ ανατολικά των Σφακίων. Ο κάμπος αυτός φαίνεται ν’ αποτέλεσε τόπο συγκέντρωσης της κοινωνικής ζωής των Σφακιανών με τις εκκλησίες του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Νικήτα και της Αγίας Πελαγίας και την ιστορική μονή του Αγίου Χαραλάμπους, κοντά στο κάστρο.

Κρητικοπούλα

Το εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα στο Φραγκοκάστελλο είναι χτισμένο επάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6ου μ.Χ. αιώνα. Από τη βασιλική διατηρούνται το ψηφιδωτό δάπεδο και υπολείμματα των τειχών. Απ’ τα πολύ παλιά τα χρόνια έως και σήμερα οι Κρητικοί λένε τον θρύλο του Άη Νικήτα: Πως γινόταν γάμος στο Φραγκοκάστελλο και η νύφη, μόλις τελείωσε η εορτή, επήρε τα τραπεζομάντιλα και επήγε λίγο πιο κάτω να τα πλύνει σ’ ένα σημείο όπου έτρεχε άφθονο νερό ανάμεσα σε δύο πέτρες. Εκεί που η νύφη έπλενε, ξαφνικά εφάνηκε ένα καράβι, να πλησιάζει από τη θάλασσα. Αυτοί που ήταν μέσα στο καράβι ήταν Φράγκοι και σκέφτηκαν να πάρουν την όμορφη κοπέλα και να την κάνουν δώρο στον βασιλιά τους. Η απαγωγή έγινε νύχτα και δεν τους είδε κανείς. Τη νύφη την επήγαν στο παλάτι του βασιλιά, όπου μια μέρα ο βασιλιάς την είδε να κλαίει και τη ρώτησε τι τήνε πίκρανε. Εκείνη αναστέναξε και είπε: «Αύριο είναι η γιορτή του Άη-Νικήτα και γίνεται στον τόπο μου, στο Φραγκοκάστελλο, το μέγα πανηγύρι. Κι ο βασιλιάς εγέλασε ειρωνικά και της είπε: «Αν έχει χάρη ο Σταυρός και δόξα ο Αη-Νικήτας να πας και εσύ στον τόπο σου και να ‘ναι ακόμα νύχτα!».

Σφακιανοί, Nelly’s 1939

Μα ο Άγιος που άκουσε τον καημό της πιστής κοπέλας, την άρπαξε επάνω στ’ άλογό του και την έφερε στον τόπο της και στον ναό Του, παραμονή της χάρης Του, νύχτα! Τ’ άλλο πρωί, στο Φραγκοκάστελλο, επήγε ο παπάς να λειτουργήσει στην εκκλησία, γιατί ξημέρωνε του Αγίου Νικήτα. Μόλις ξεκλείδωσε την πόρτα της εκκλησιάς είδε μια κοπέλα μέσα και εφοβήθηκε. Άναψε ένα κερί, πλησίασε και είδε την κοπέλα που είχε παντρέψει πριν περίπου ένα χρόνο και τη ρώτησε: «Παιδί μου, τι γυρεύεις εσύ εδώ;». Η κοπέλα του διηγήθηκε όλη την ιστορία και πως την έφερε καβάλα στο άλογό του ο Άγιος Νικήτας. Ο άντρας της που θρηνούσε απαρηγόρητος τον χαμό της και προσευχόταν μέρα-νύχτα στον Άγιο να του την φέρει πίσω, την υποδέχθηκε με δάκρυα χαράς. Όλοι μαζεύτηκαν να ιδούνε το μεγάλο θαύμα και δόξαζαν και γιόρτασαν πανηγυρικά τη χάρη του Αγίου προστάτη Τους, που έσωσε την κοπέλα και σκεπάζει τον τόπο τους. Από τότε γίνεται μεγάλη και ξακουστή γιορτή μέχρι σήμερα στην εκκλησία του Αγίου Νικήτα, στο ηρωικό Φραγκοκάστελλο.

Στο πανηγύρι του Άη-Νικήτα αργότερα καθιέρωσαν και βραβείο, που πάντα είναι ξεχωριστή τιμή για όποιον το κερδίζει. Η προσωπική αξία και η παλικαριά βρίσκονταν άλλωστε ανέκαθεν σε μεγάλη υπόληψη στην Κρήτη και κυρίως, στην ηρωική επαρχία των Σφακίων. Μια φορά όμως, σε κάποια απονομή επάθλων, έγινε παρεξήγηση μεγάλη ανάμεσα στα «Πέρα» και στα «Πόδε χωριά». Οι ιερείς, για να μη χειροτερέψει το κακό, κανόνισαν να παίρνουν μέρος στον εορτασμό τη μια χρονιά οι κάτοικοι των «Πέρα χωριών και την άλλη των Πόδε». Πέρασαν κάμποσα χρόνια κι ύστερα -ίσως από λάθος ίσως και σκόπιμα- οι ιερείς εκάλεσαν ταυτόχρονα όλους τους κατοίκους. Μόλις όμως οι δύο πληθυσμοί ανταμώθηκαν στην εκκλησιά του Αγίου, ζωντάνεψαν οι παλαιές έχθρες και χωρίς να λογαριάσουν την ιερότητα του χώρου, 40 παλικάρια, λέει ο θρύλος (20 από κάθε μεριά) τραβήξαν τις πιστόλες τους κι αλληλοπυροβοληθήκαν. Όμως κανένα όπλο δεν πυροδότησε… Όλα έπαθαν αφλογιστία! Μπήκαν στη μέση οι γεροντότεροι και κατάφεραν να τους συμφιλιώσουν. Όλοι είπαν πως ήταν το θέλημα του Αγίου Νικήτα να γιορτάζουν μονιασμένοι τη χάρη Του! Τα μίση παραμερίστηκαν και αποφάσισαν στο εξής να γιορτάζουν όλοι μαζί ειρηνικά, όπως στα χρόνια τα παλιά. Διασκέδασαν όλοι μαζί και στη συνέχεια οι 40 νέοι πήραν μέρος στο σημάδι. Πυροβόλησαν με τα ίδια όπλα και με τα ίδια φυσέκια. Κανένα τώρα «δεν έσφαλε»!..

Οι Μαδάρες (Λευκά Όρη) Χανίων

Άλλη φορά, ένας βοσκός έταξε στον Άγιο να του χαρίσει τον νεογέννητο τράγο του. Μα καθώς περνούσαν οι μήνες κι ο τράγος γινόταν ένα μεγαλόπρεπο ζώο, ο βοσκός λυπήθηκε να τόνε σφάξει και έτσι πήρε στη θέση του έναν άλλο «αχαμνότερο», κατά την τοπική έκφραση, και τον επήγε στο πανηγύρι. Ενώ όμως συνεχιζόταν η λειτουργία κι έβραζαν τα καζάνια να ψηθεί το κρέας απ’ τις προσφορές των πιστών, ακούστηκε ήχος από λέρι που όλο και πλησίαζε. Ήταν ο εκλεκτός τράγος του βοσκού, που κατέβαινε ολομόναχος απ’ τη Μαδάρα, πλησίασε την εκκλησιά, πήδησε τον μαντρότοιχο, έφτασε στην πόρτα του ναού κι εκεί σωριάστηκε στο έδαφος και ξεψύχισε! Ο βοσκός μετανιωμένος και τρομαγμένος, διηγήθηκε στους άλλους πανηγυριώτες τι είχε συμβεί και ζήτησε συγχώρεση…

Μα η μέρα που στάθηκε σημαδιακή για το Φραγκοκάστελλο ήταν η 18η του Μάη του 1828 (με το παλιό ημερολόγιο), με τη θυσία του ηρωικού στρατηγού Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη και των παλικαριών του:

Ο Στρατηγός Χατζη-Μιχάλης Νταλιάνης,
ο ήρωας του Φραγκοκάστελλου

«Εν τη καρδία μου εφύλαξα τα λόγια Σου» (Ψαλμ. ριθ’,11)

Στρατηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης
(Δεβλινάκι Ηπείρου, 1775 – Φραγκοκάστελλο Χανίων, 1828)

«Μα μια τώρα γεννήθηκα και μια θε ν’ αποθάνω
Και μια θα τονε στερηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Εδώ όπου βρεθήκαμε τον πόλεμο θα κάμω
Κι αν με σκοτώσουν σήμερο σαν άντρας θ’ αποθάνω…»

Κατά την επανάσταση του 1821 έφτασε και στην Κρήτη η φωτιά του γενικού ξεσηκωμού. Στις 21 Μαΐου 1821 κηρύσσεται επίσημα η Επανάσταση στο Λουτρό Σφακίων και, κατά τα πρώτα χρόνια, οι επαναστάτες είχαν σημαντικές επιτυχίες. Οι Τούρκοι ήταν περιωρισμένοι στα μεγάλα αστικά κέντρα του νησιού, ωστόσο το 1824 ο Χουσεΐν Πασάς έπνιξε στο αίμα την επανάσταση. Το 1827 θεωρήθηκε απαραίτητο να ενισχυθεί ο απελευθερωτικός αγώνας της Κρήτης με εθελοντές πολεμιστές από την ηπειρωτική Ελλάδα, προκειμένου ν’ αναζωπυρωθεί η επανάσταση. Τούτο θα εξασφάλιζε επίσης να συμπεριληφθεί η Κρήτη στα υπό απελευθέρωση ελληνικά εδάφη, εν όψει του σχετικού όρου της Συνθήκης του Λονδίνου για την αναγνώριση της ελληνικής επικράτειας, που ανέφερε ως προς τα όρια του νέου κράτους, πως θα περιελαμβάνονταν στην ελεύθερη Ελλάδα όλες οι επαρχίες στις οποίες θα συνεχιζόταν ο απελευθερωτικός αγώνας. Και η Κρήτη έπρεπε να συνεχίσει τον αγώνα.

Το Δεβλινάκι

Ο Μιχάλης Νταλιάνης γεννήθηκε στο Δελβινάκι της Ηπείρου, στα 1775. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μιχάλης Χρήστου. Η ονομασία «Νταλιάνης» είναι παρατσούκλι, το οποίο στα αρβανίτικα σημαίνει «λεπτός και ψηλός άντρας». Ξέρουμε ακόμα ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ονόμαζε «νταλιάνα» το μακρύκανο ντουφέκι του. Ο Μιχάλης Νταλιάνης σπούδασε στην Ιταλία και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το καπνεμπόριο στην Τεργέστη, όπου σχημάτησε σημαντική προσωπική περιουσία. Φέρεται να ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, όπου βαπτίστηκε «Χατζής» στον Ιορδάνη, εξ ου και το όνομα «Χατζη-Μιχάλης». Στα 1816 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και με το ξέσπασμα της Επαναστάσεως, με δική του δαπάνη, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σώμα ατάκτου ιππικού, με το οποίο συμμετείχε στον ξεσηκωμό και διακρίθηκε στις μάχες εναντίον του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε ιδιαίτερα, μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, στη μάχη των Μύλων (13 Ιουνίου 1825), που έσωσε την πόλη του Ναυπλίου, και στις μάχες της Πιάνας και της Δαβιάς Μαντινείας (12 και 14 Αυγούστου 1825) με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Συμμετείχε επίσης στην εκστρατεία του Λιβάνου (τέλη Φεβρουαρίου – 25 Μαρτίου 1826) με σκοπό την ενίσχυση του τοπικού εμίρη Μπεσίρ ο οποίος είχε εκδηλώσει την πρόθεση να εξεγερθεί εναντίον του Σουλτάνου και ήδη, από το 1824, είχε ζητήσει τη βοήθεια της ελληνικής κυβερνήσεως, αλλ’ εκείνη δεν είχε ανταποκριθεί λόγω της έλλειψης χρημάτων και των εμφυλίων διενέξεων. Έτσι, οι καπεταναίοι που συμμετείχαν στην εκστρατεία εκείνη, ενήργησαν αυτοβούλως. Ο Μπεσίρ όμως, όταν διαπίστωσε ότι η εκστρατεία δεν είχε κάλυψη από την ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκε τη συνεργασία των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τα περίχωρα της Βηρυτού, αποφάσισαν να επιστρέψουν άπρακτοι στην Ελλάδα.

Ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827)

Μετά την επιστροφή του στην υπόδουλη Ελλάδα, ο Νταλιάνης ανασυγκρότησε το ιππικό σώμα του και, σε συνεργασία με τον Φαβιέρο, απελευθέρωσε την πολιορκημένη Κάρυστο. Στη συνέχεια πραγματοποίησε επιδρομές εναντίον του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και από εκεί, ο Νταλιάνης και οι άντρες του πέρασαν στη Στερεά Ελλάδα, όπου έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις του Γεωργίου Καραϊσκάκη, στη βορειοδυτική Αττική, εναντίον των τουρκικών φρουρών που προορίζονταν για την ενίσχυση της πολιορκίας της Ακροπόλεως. Συμμετείχε επίσης στην προσπάθεια του Γεωργίου Καραϊσκάκη να βοηθήσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Έλληνες και πολέμησε στο πλευρό του μεγάλου οπλαρχηγού στην ιστορική μάχη του Φαλήρου. Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης εξαίρει τη γενναιότητα του Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη και των αντρών του στα Απομνημονεύματά του:

«Κι’ αρχίσαμεν τον πόλεμον και πήραμεν την πλάτη των Τούρκων και πισουδρόμησαν οι Τούρκοι και βήκαν οι αθάνατοι ‘Ελληνες από το Μετόχι κι’ ο αντρείος Χατζημιχάλης με την καβαλλαρίαν του και δίνουν έναν χαλασμόν των Τούρκων κ’ έναν σκοτωμόν τρομερόν. Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν περίτου από οχτακόσοι -αυτά μας είπαν. Και διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαμεν κ’ εμείς ο καθείς εις τα πόστα του. Όσοι αξιωματικοί πολέμησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μήτρο Σμπόνιας, Καραϊσκος Σουλιώτης, της καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζημιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι’ άλλοι αξιωματικοί πολέμησαν, πεζούρα και καβαλλαρία, πολλά γενναίως και πατριωτικώς. Κι’ όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίστηκαν με μεγάλον πατριωτισμόν και γενναιότητα δια την πατρίδα και θρησκεία. Και είδαν οι Τούρκοι οπού δεν παίζαν εις τον Περαιά».

Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827), η δράση του Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη, ως αρχηγού του ατάκτου Ελληνικού ιππικού, συνεχίστηκε έως τα τέλη του 1827. Εν τω μεταξύ, από το φθινόπωρο του 1827, οι Κρητικοί της Αίγινας λογάριαζαν ποιος θ’ αναλάμβανε την αρχηγία της δυνάμεως που θα αναχωρούσε προς ενίσχυση της Επαναστάσεως στην Κρήτη. Και αποφάσισαν πως θα έπρεπε να μην είναι Κρητικός, ώστε να μονιάσουν έτσι οι Κρητικοί οπλαρχηγοί. Πρότειναν τότε τον Κώστα Μπότσαρη και τον Νίκο Κριεζώτη. Ο Μπότσαρης όμως προτίμησε τη Ρούμελη. Και ο Κριεζώτης την Εύβοια. Τότε ο «διευθυντής των χερσαίων δυνάμεων» στρατηγός Τζωρτς πρότεινε τον Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη, Ηπειρώτη, καλό παλικάρι, με άντρες πολεμιστές γερούς. Και διέθετε και δικό του ιππικό. Ήδη ο Χατζη-Μιχάλης είχε διοριστεί αρχηγός του ατάκτου ιππικού, σύμφωνα με τη σχετική διαταγή:

«Στρατιωτική Διαταγή
Εκ μέρους της Εκλαμπρότητος του Στρατηγού Σερ Ριχάρδου Τζούρτζ, ιππότου του Μεγάλου σταυρού του ευγενεστάτου Στρατιωτικού τάγματος του Αγίου Γεωργίου του Λουτρού της Αγγλίας, Διοικητού του εξοχωτάτου Στρατιωτικού Τάγματος του Γουέλα, του Αννόβερ και των παρασήμων του Αγίου Φερδινάνδου και της Αγιότητος κ.λπ., κ.λπ. Αρχιστρατήγου των κατά ξηράν Ελληνικών δυνάμεών της.
Προς τους πολιτικούς και πολεμικούς αρχηγούς χαίρειν.
Δυνάμει της πληρεξουσιότητος, ην έλαβον από την Γ’ Εθνικήν Συνέλευσιν των Ελλήνων, συγκροτηθείσαν εις την Τροιζήνα, δι’ ης ονομάσθην Αρχιστράτηγος και Διευθυντής των κατά ξηράν Ελληνικών δυνάμεων κ.λπ. διορίζω δια της παρούσης τον Στρατηγόν Χατζημιχάλην Νταλιάνην εις το αξίωμα του αρχηγού όλου του ατάκτου ιππικού της Ελλάδος.
…………………………….
Εκ του κατά την Αίγιναν Αρχιστρατηγείου
Τη 26η Ιουνίου 1827
Ο Αρχιστράτηγος Ο Αρχιγραμματεύς
Ρ. Τζούρτζ Γεώργιος Λη

Ιω. Καποδίστριας

Ο Χατζη-Μιχάλης Νταλιάνης δέχθηκε πρόθυμα την πρόσκληση του εκπροσώπου των επαναστατημένων Κρητικών Εμμανουήλ Αντωνιάδη να μεταβεί στην Κρήτη και ν’ αναλάβει την ηγεσία των εκεί επαναστατών. Την εποχή εκείνη τα πράγματα έδειχναν ευνοϊκά για την επαναστατημένη ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι όμως ακόμα και για την Κρήτη… Ο Νταλιάνης, με τη συμπαράσταση του Μαυροκορδάτου, ετοίμασε ένα εκστρατευτικό σώμα από 100 ιππείς και περίπου 500 πεζικάριους και ξεκίνησε με τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη για την Κρήτη. Η αναχώρησή τους έγινε τις πρώτες ημέρες του Γενάρη του 1828, από το Ναύπλιο, με το μπρίκι «Λεωνίδας» του Τομπάζη. Κατεύθυνση η Γραμβούσα. Στο ταξίδι τους, κοντά στο ξερονήσι Παραπόλα, τριάντα μίλια ΒΑ του ακρωτηρίου Μαλέα, ανταμώθηκαν με το εγγλέζικο δίκροτο Ουωρσπάιτ, που έφερνε στην Ελλάδα τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τα δύο πλοία αντήλλαξαν τα κανονικά αναγνωριστικά και φιλικά σήματα.

Ο Χατζη-Μιχάλης με τον Αντωνιάδη, μόλις πληροφορήθηκαν ποιος επέβαινε στο φιλικό πλοίο, ζήτησαν και πήραν την άδεια να τον δουν. Ανέβηκαν στο δίκροτο και μ’ ενθουσιασμό εξήγησαν στον Κυβερνήτη τα σχέδιά τους για τον αγώνα στην Κρήτη, αλλ’ όπως μαρτυρείται ξαφνιάστηκαν από την ψυχρότητα του Καποδίστρια. Αργότερα, ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε, για τη στάση του αυτή, ότι αδιαφορούσε για το πρόβλημα της Κρήτης, κατηγορία ωστόσο που δεν ευσταθεί, καθώς τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ενδεχομένως υπήρχαν άλλες διπλωματικές ανάγκες, κυρίως όμως επειδή ο ίδιος ο Κυβερνήτης, κατόπιν εισηγήσεως του Μαυροκορδάτου, ενίσχυσε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τον Νταλιάνη, ενώ περί τα τέλη Μαρτίου του 1828, διέταξε τον Σαχτούρη να πάει στην Κρήτη για να τον πληροφορήσει για την τύχη του, τις στρατιωτικές του ανάγκες και τη δυνατότητα συνέχισης του κρητικού Αγώνα.

Το μπρίκι «Λεωνίδας» του Εμμανουήλ Ν. Τομπάζη.
Ναυπηγήθηκε στην Ύδρα το 1810 και είχε πλοίαρχο
τον Δημήτριο Κιοσσέ (lh6.ggpht.com)

Σε όλο το ταξίδι τους προς την Κρήτη, ο Χατζη-Μιχάλης κατάμονος στην πλώρη του μπρικιού, έβγαζε από τον κόρφο του σελαχιού του ένα βιβλίο. Και διάβαζε, διάβαζε… Ύστερα σιωπηλός κοίταζε πέρα τα βουνά της Κρήτης. Στύλωνε τα μάτια του και το πρόσωπό του έπαιρνε μια γαλήνη, τέλεια ξένη με τα τραχιά χαρακτηριστικά του αγέρωχου πολεμιστή. Την ώρα που διάβαζε το βιβλίο του ο Χατζη-Μιχάλης κανένας δεν αποκοτούσε να τον διακόψει. Κι όταν θέλανε να τον ρωτήσουνε για κάτι, προσμένανε την ώρα που θα απόσωνε ή θα ‘κανε από κείνα τα διαλείμματα που ‘μενε μόνος ανάμεσα σε ουρανό και τη θάλασσα.

Στις 5 Ιανουαρίου 1828 ο Χατζη-Μιχάλης αποβιβάστηκε στη Γραμβούσα και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους συγκεντρωμένους χαΐνηδες. Αρχικά επέλεξε τη συγκεκριμένη περιοχή για να γινόταν το ορμητήριό του. Γρήγορα όμως αντιμετώπισε προβλήματα καθώς οι Αγγλογάλλοι θεωρούσαν -όχι άδικα- τη Γραμβούσα ως «ορμητήριο πειρατών» και τον πίεζαν να την εγκαταλείψει. Η Γραμβούσα, κέντρο ληστών και πειρατών, που είχαν καταρρημάξει τη Μεσόγειο, ήταν τώρα κυκλωμένη από πολεμικά, συμμαχικά πλοία. Με αφορμή την παρουσία τους εκεί, συμμαχικά αγήματα αποβιβάστηκαν από τα πλοία στη Γραμβούσα και έπνιξαν, τις ημέρες εκείνες, στο αίμα το πειρατικό χωριό.

Έγινε τότε σύσκεψη πάνω στο μπρίκι «Λεωνίδας». «Δεν ήτον πρέπο καπετανέοι να πιάσουμε Γραμβούσα», έλεγαν κάποιοι. «Καλός ο λόγος. Θα μας συνταιριάσουν με τους πειρατές», αποκρίνονταν άλλοι. «Και να βγούμε;», αναρωτιώνταν οι υπόλοιποι. Και η κατάρα μας άστραψε, φαρμάκεψε, ξαναδούλεψε. Δεν άργησε να ξεσπάσει η διχόνοια.. Στο σώμα του Χατζη-Μιχάλη υπηρετούσαν και Λασηθιώτες και Σφακιανοί. «Στα Σφατσά», φώναζαν οι Σφακιανοί. «Όχι. Στο Λασήθι», επέμεναν οι Λασηθιώτες. Η διαμάχη κρατούσε μεσοπέλαγα και στις φουρτούνες του Γενάρη πάνω από έναν μήνα. Στρατιώτες και ζωντανά ταλαιπωρούνταν. Οι ζωοτροφές λιγόστευαν επικίνδυνα. Έτσι ο Χατζη-Μιχάλης, ύστερα από ένα δίμηνο περίπου ουσιαστικής απραξίας, διαβουλεύσεων και αντιδικιών για την τοποθεσία των επιχειρήσεων, αναγκάστηκε να μεταφερθεί στα Σφακιά, εν μέσω διαφωνιών και σφοδρών αντιδράσεων από τους Λασηθιώτες για την επιλογή του.

Ο Μουσταφά πασάς της Κυδωνίας (agonaskritis.gr)

Μα το κακό ήταν κι άλλο, πολύ χειρότερο… Ο Αλβανός πασάς της Κυδωνίας Μουσταφά, που είχε διορισθεί από τον Μωχάμετ Άλη γενικός διοικητής της Κρήτης, είχε πληροφορηθεί στο μεταξύ την άφιξη των ενόπλων και συγκέντρωνε ήδη τις δυνάμεις του και ετοιμαζόταν να συγκρουσθεί μαζί τους. Όσο οι Έλληνες καθυστερούσαν να συμφωνήσουν για την τοποθεσία των επιχειρήσεων, εκείνος εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο και ετοιμάστηκε κατάλληλα. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Χατζημιχάλης μετακινήθηκε στα Σφακιά, στρατοπέδευσε με το ιππικό του στην περιοχή Βρύσες Αποκορώνου, κομβικό σημείο ανάμεσα στα Χανιά και τη νότια Κρήτη, και έστειλε επιστολές στους Σφακιανούς προτρέποντάς τους και απειλώντας τους, να μείνουν αμέτοχοι στις στασιαστικές κινήσεις. Οι Σφακιανοί απορρίπτουν τις συστάσεις – απειλές του Μουσταφά, αλλ’ η κατάσταση δεν είναι καλή. Τα Ριζίτικα χωριά είναι απρόθυμα να ξαναξεσηκωθούν, αφού ακόμα δεν είχαν κλείσει οι πληγές τους από τον προηγούμενο ξεσηκωμό. Ο τόπος όπου βρίσκονταν οι επαναστάτες ήταν φτωχός και αδυνατούσε να θρέψει τόσο κόσμο. Και η κατάσταση ανάμεσα στους ντόπιους και στους ξενομερήτες ήταν επίσης τεταμένη, τόσο από την πείνα και τις ανάγκες όσο και από τη στρατιωτική αδράνεια τόσου καιρού. Το Κρητικό Συμβούλιο έλαβε ειδοποίηση από τους Σφακιανούς του Λουτρού:

«Δεν λείπομεν κατά χρέος να ειδοποιήσωμεν και αύθις το Συμβούλιον ότι ταύτην την στιγμήν ελάβομεν είδησιν από τον Καυκαλοσήφην, ο οποίος μας λέγει ότι του ήλθε διαταγή παρά του Μουσταφά πασά να τον ειδοποιήσουν την γνώμην των. Διότι έμαθεν ότι ήλθαν εδώ και δια ξηράς και δια θαλάσσης στρατεύματα και ιππικόν και σιτάρια και προστάζει να τον ειδοποιήσωμεν εάν έχομεν σκοπόν να σηκώσωμεν άρματα ή όχι. Το πράγμα αδελφοί εξεσκεπάσθη και εδώ, οι δε εχθροί λαμβάνουν μέτρα και υμείς γιατί αργοπορείτε να στείλετε στρατεύματα, δεν γνωρίζομεν. Αι ζωοτροφαί τελειώνουν. Τα πολεμοφόδια είναι πολλά ολίγα. Πρέπει να ταχύνωμεν τας εργασίας σας. Διότι ο Μουσταφάς λέγει ότι εις μίαν ώραν θα χαλάσει τα πιάνα μας να μην ημπορέσωμεν εις ένα χρόνον να τα διορθώσωμεν.
Εν Λουτρώ τη 15η Ιανουαρίου 1828
Τα μέλη της Επιτροπής
Ανδρέας Φασουλής, Μανούσος Δασκαλάκης,
Φραντζέσκος Λυμπρίτης, Μανούσος Νικολακάκης».

Μαζί με τον Γραμβουσιώτη καπετάν Χάλη, ακολουθούν τον Χατζη-Μιχάλη, αρκετοί Γραμβουσιανοί. Ούτε Χανιώτες, ούτε Ρεθυμνιώτες. Πολλοί ωστόσο από τους Γραμβουσιανούς του καπετάν Χάλη αποχωρούν τελικά απ’ το μικρό στρατόπεδο. Οι ίδιοι οι Κρητικοί οπλαρχηγοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ο Αλβανός πασάς της Κυδωνίας Μουσταφά ξέρει να διαιρεί. Να τάζει. Ν’ απειλεί. Η απόβαση στην Κρήτη του μικρού εκστρατευτικού σώματος είναι βέβαιο πια πως δεν είχε την απήχηση που αναμενόταν και όλα έδειχναν ότι θα έμεναν μόνοι τους ν’ αντιμετωπίσουν τις πολυάριθμες δυνάμεις του Μουσταφά. Όταν όλοι πια αρνιούνται ο στρατηγός ενεργεί μοναχός του. Άφηκε περί τους εκατό πεζούς και αρκετούς αμάχους στο Φραγκοκάστελλο με τον Ασφενδιώτη στρατηγό Στρατή Δεληγιαννάκη. Εκείνος με τους υπόλοιπους και με τους λίγους Κρητικούς που ενώθηκαν μαζί του υπό τον Αναγνώστη Μανουσογιαννάκη, κάνουν μια παράτολμη ενέργεια: Στις 8 Μαΐου 1828 μικρό τμήμα πεζών και ιππικού υπό τον Νταλιάνη και τον Μανουσογιαννάκη χτυπούν αιφνιδιαστικά ένα σώμα Ρεθυμνιωτών Τούρκων που πήγαινε να ενωθεί με το κύριο σώμα του Μουσταφά, του οποίου τα κύρια στρατεύματα με το ιππικό, βρίσκονταν στον Αποκόρωνα.

Οι Κρητικοί Επαναστάτες Στρατής Δεληγιαννάκης (1799-1874) (αριστερά)
και Αναγνώστης Μανουσογιαννάκης (1787-1881) (δεξιά)

Ο Οσμάν πασάς της Ρεθύμνου βρισκόταν στην πεδιάδα με ιππικό, γερό πολεμικό σώμα και πολλά αιγοπρόβατα. Οι δύο οπλαρχηγοί κινούνται αστραπιαία. Χτυπούν πλευρικά τον Οσμάν που χάνει επί τόπου σαράντα άνδρες και μετρά πολλούς τραυματίες και ακόμα πιο πολλούς αιχμαλώτους στα χέρια των Κρητικών επαναστατών. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους και ο επίσημος από το Ρέθυμνο Ικιντζή αγάς. Οι Έλληνες χάνουν έναν καβαλάρη, ενώ έχουν και τρεις λαβωμένους. Ο Χατζη-Μιχάλης επιστρέφει στο Φραγκοκάστελλο με τους αιχμαλώτους, πάνω από έξι χιλιάδες ζώα και πολλά σιτάρια που στα γρήγορα θερίσανε στον κάμπο. Κατά την επιχείρηση χάθηκε ωστόσο ο Τούρκος ιπποκόμος του στρατηγού Νταλιάνη, που τον είχε αιχμαλωτίσει στην Πελοπόννησο στις εκστρατείες του Ιμπραήμη. Τον πίστευε καλό και αφοσιωμένο, για τούτο τον κρατούσε στην προσωπική του υπηρεσία. Αυτός όμως έφυγε, πήγε στον Οσμάν κι έδωκε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν ο Μουσταφά, σχετικά με τις αδυναμίες του στρατοπέδου του Χατζημιχάλη και την απρόθυμη στάση των Κρητικών. Εξοργισμένος ο Μουσταφά πασάς στέλνει επιστολή στον Χατζημιχάλη με την οποία του δίνει 10 ημέρες καιρό να εγκαταλείψει το νησί:

«Χατζή Μπαμπά
Έκαμα απόφασιν να έλθω αυτού να σε χτυπήσω με τις δυνάμεις μου και συ δεν έχεις τόσον στράτευμα να αντισταθείς και θα χαθείς βέβαια και συ και τα παλικάρια σου. Σε λέγω λοιπόν και σε δίδω δέκα ημερών διορίαν ή να αναχωρήσεις εκ της Κρήτης εις το διάστημα τούτο ή να έλθουν όσοι θέλουν να καταγραφούν στο στρατό μου και να παίρνουν μισθόν ως και οι στρατιώται μου. Αν δε δυσκολεύεσθε επ’ αυτού να αναχωρήσετε ημπορείτε να έλθετε χωρίς τον παραμικρόν φόβον εις Χανιά, αν θέλετε και με εγγύησιν και εγώ σας στέλνω ανέξοδα όπου θέλει ο καθείς».

Φραγκοκάστελλο

Η απάντηση του Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη, όπως μνημονεύεται από τον Παπαδοπετράκη, ήταν: «Μουσταφά, ήλθα εις την Κρήτη να πολεμήσω τους Τούρκους με τα παλληκάρια μου και όπου θέλει ο Θεός ας δώση την νίκη». Εν συνεχεία, ο Νταλιάνης κατασκευάζει στο Φραγκοκάστελλο τρεις λιθόκτιστους προμαχώνες σε ακτίνα τόξου 300 περίπου μέτρων από το φρούριο, στις θέσεις Κουτσουνάρα, Αη-Νικήτα και στου Χαλκιά τη Βρύση. Από δε τις αρχές Μαρτίου 1828, οι Σφακιανοί του είχαν παραχωρήσει τα σπαρτά της πεδιάδας του Φραγκοκάστελου για τη διατροφή του ιππικού του, του έδωσαν 2.660 διάστηλα τάλιρα που κατάφεραν να συγκεντρώσουν και του υπέγραψαν χρεωστικό έγγραφο πως του όφειλαν άλλα 83.000 γρόσια (περίπου 1.400 χρυσές λίρες της εποχής εκείνης), προφανώς για μισθοδοσία του στρατεύματος:

«Το Κρητικόν Συμβούλιον
Δηλοποιεί
Ότι χρεωστούνται εις τον αρχηγόν των βοηθητικών στρατευμάτων κ. Χατζημιχάλην Νταλιάνην γρόσια χιλ. ογδοήκοντα τρις αριθμ. 83.000 τα οποία υπόσχονται οι κάτοικοι της Κρήτης να πληρώσουν άνευ ουδεμιάς προφάσεως εις διορίαν εξήκοντα μίαν ημέρας αρ. 61, αν όπως πριν της προθεσμίας αυτής ευρεθεί πόρος είναι εις χρέος το Κρητικόν Συμβούλιον να ενεργήσει την πληρωμήν της διαληφθείσης ποσότητος.
Εν Φραγκοκαστέλλω, τη 8η Μαΐου 1828
Τα μέλη του Συμβουλίου
Ανδρέας Φασούλης, Θεοχάρης Αγαθάκης,
Αλ. Κρεστίνης, Ανδρέας Παπαδάκης,
Λ. Μποστατζόγλου, Αναγνώστης Στεφανάκης,
Ν. Λυμπρίτης, Α. Ν. Μαριολάκης.

Οι θρυλικοί Χαΐνηδες – Κρητικοί επαναστάτες στα βουνά της Κρήτης

Τα βράδια ο Χατζη-Μιχάλης Νταλιάνης στην Ψιλή τάπια του Φραγκοκάστελλου, μόνος μέχρι να δύσει ο ήλιος και να σκοτεινιάσει πέρα δυτικά του κάστρου, διαβάζει, διαβάζει ατέλειωτα το μικρό του περίεργο βιβλίο. Κι ύστερα -ώρα πολλή- αφήνει τη ματιά του να πλανηθεί πέρα στους κάμπους που χρυσίζουνε μεστοί πια καιρό. Ο Μουσταφά δεν πτοείται και, αφού συγκέντρωσε τις δυνάμεις του, επιτάχυνε πλέον την επίθεσή του. Πριν κινηθεί, έστειλε επιστολές στους ντόπιους καπεταναίους δηλώνοντας την πρόθεσή του να χτυπήσει τον Χατζη-Μιχάλη και «τους ενοχλητικούς ξένους» και πως αυτοί καλό θα ήταν να μείνουν μακρυά για ν’ απολαύσουν τα προνόμια που θα τους παραχωρούσε:

«Καπεταναίοι των Σφακίων
Απεφάσισα να έλθω με τα στρατεύματά μου εις Φραγκοκάστελλο να χτυπήσω τον Χατζημιχάλη, να τον εξολοθρεύσω δια να λυτρώσω και εσάς από τους ενοχλητικούς τούτους ξένους και τον τόπον σας από μεγαλύτερα δεινά. Σας ειδοποιώ περί τούτου και σας παραγγέλλω δια το συμφέρον σας να μείνετε εσείς ήσυχοι.
Μη φοβείσθε ότι θα υποφέρετε την παραμικράν ενόχλησιν ή ζημίαν από τα στρατεύματά μου. Εγώ εφρόντισα να δώσω αυστηράς διαταγάς περί τούτου.
13 Μαΐου 1828, Ο Μουσταφάς».

Ο Πατσιανός

Ωστόσο, οι Κρητικοί που βρίσκονταν στο πλευρό του Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη και κράταγαν τον Πατσιανό, συμβούλεψαν τον στρατηγό να μην κλειστεί στο Φραγκοκάστελλο. Οι Σφακιανοί του προτείνουν να μην σταθεί εκεί, αλλά ν’ αφήσει 100 άνδρες στο καστέλι με αρκετά τρόφιμα και αυτός με τους υπόλοιπους να πάνε στα Κολοκάσια, μια ορεινή τοποθεσία, και από εκεί να χτυπήσουν τον Πασά, όταν θα επιχειρήσει να επιτεθεί στο Φραγκοκάστελλο. Ο στρατηγός αρνιέται. Θέλει να πολεμήσει έξω από το κάστρο και να δείξει την παλικαριά των ανδρών του. Μάταια οι Σφακιανοί του θύμησαν σε γράμμα τους από τον Πατσιανό, στις 15 Μαΐου 1828, πως: «… ημείς οι εντόπιοι γνωρίζομεν τον Μουσταφά καλύτερα από την γενναιότητά σου, διότι τον παλαίομεν από τοσούτους χρόνους». Το σχέδιο φαίνεται καλό, αλλ’ ο Χατζημιχάλης αρνείται. Του λένε ότι αυτοί είναι άμαθοι σε πόλεμο με ιππικό σε πεδιάδα και δεν μπορούν να τον βοηθήσουν. Μα ο Χατζη-Μιχάλης επιμένει. Στο τέλος, θεωρώντας τους δειλούς, τους απαντά χαρακτηριστικά:

«Φίλοι Σφακιανοί
Σεις με γράφετε ότι δεν είσθε μαθημένοι, ούτε έχετε άλογα να πολεμάτε εις τον κάμπον εναντίον ιππικού. Λοιπόν φυλάγετέ τους από τα όρη σας να μη φύγουν και άφετε ημάς εδώ κάτω και κοιτάζετε να μας βλέπετε πώς πολεμούμεν ημείς».
Φραγκοκάστελλον 16 Μαΐου 1828
ΧΑΤΖΗ-ΜΙΧΑΛΗΣ».

Κρητικός στις Μαδάρες

Οι Σφακιανοί επιμένουν στη συνετή τους θέση, παρ’ όλο που ο στρατηγός θεωρεί τη στάση τους ως καθαρή πρόφαση για μη συμμετοχή. «Ο Χατζημιχάλης ήτονε κουζουλός», μου αποκρίθηκε θυμωμένα πριν καιρό ο γερο-Κρητικός συνομιλητής μου και ήταν έτοιμος να μου φέρει το ρακοπότηρο στο κεφάλι, όταν τόλμησα να του πω ότι αφήσανε οι Σφακιανοί τον Χατζη-Μιχάλη μόνο του στο Φραγκοκάστελο. «Ήτονε κουζουλός και δεν εγρήκαε κανέναν. Εμείς του ‘παμε να πάει τσι Μαδάρες (στα βουνά), αλλ’ αυτός εκάθησε εις το Καστέλι και όχι μόνο αυτό, αλλ’ ήθελε να βγει και εις τον κάμπο να κάμει πόλεμο και επήρε και τα παλληκάρια του εις τον λαιμό του»:

«Γενναιότατε Χατζή-Μιχάλη
Εγκαρδίως λυπούμεθα δια την άγνοιαν όπου έχετε εις τους Κρητικούς Τούρκους. Αυτοί είναι παλικάρια και παιγνιώτοι -πολεμισταί- φοβεροί. Λοιπόν μη θελήσεις να καταστραφούν τα παλικάρια σου. Άφησε ολίγους δια φύλαξιν του Καστελλιού και τράβηξον εις το μέρος ετούτο να τους πολιορκήσωμεν εις τον κάμπον να ψοφήσουν. Αυτά θερμοπαρακαλούμεν την γενναιότητά σου να πράξεις και τότε η νίκη θα είναι ιδική σου.
Κολοκάσια 17 Μαΐου 1828».

Γ. Τσουδερός

Μια και το γράμμα τους δεν έπεισε τελικά τον Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη, οι Σφακιανοί προσπάθησαν και πάλι και αυτή τη φορά απέστειλαν να μεταπείσουν τον Στρατή Δεληγιαννάκη. Τίποτα. Επιχειρούν εκ νέου να μεταπείσουν τον Στρατηγό Γεώργιο Εμμ. Τσουδερό. Η απάντησή του: «Μια φορά γεννήθηκα και μια φορά θα πεθάνω». Ο Α. Μανουσέλης στέλνει έναν νέο, ως τελευταίο απεσταλμένο, να μεταπείσει τον Χατζη-Μιχάλη. Ο στρατηγός τραβάει …το σπαθί του. Όπου φύγει – φύγει ο φουκαράς ο νέος! Έτσι ο Νταλιάνης μένει στο Φραγκοκάστελο με 600 άνδρες, 100 εξ αυτών ήταν ιππείς, ενώ 37 Γραμβρουσιανοί και 50 Σφακιανοί υπό τους Τσουδερό, Παπαδογιάννη και Δεληγιαννάκη, που πιάνουν τους πρόποδες του ορεινού όγκου απέναντι από το κάστρο, στο χωριό Πατσιανός.

Στις 13 Μαΐου 1828 ο Μουσταφά πασάς ξεκινάει από τις Βρύσες με κατεύθυνση προς το Φραγκοκάστελλο. Επιβλητικές και τρομερές οι δυνάμεις του: 4.00 πεζοί, 300 ιππείς, τρία κανόνια και ένα βομβοβόλο! Η πορεία του είναι δύσκολη γιατί ο τόπος είναι κακοτράχαλος και οι κάτοικοι εχθρικοί. Κάνει μία στάση στο Ασκύφου και την επομένη διανυκτερεύει στο οροπέδιο του Καλλικράτη της επαρχίας Σφακίων. Την άλλη μέρα το πρωί φθάνει στο Καψοδάσος και έχει πια οπτική επαφή με το Καστέλι. Κατά την κάθοδό του από το οροπέδιο οι Καλλικρατινοί παρενοχλούν το στράτευμά του, αλλά δεν αντιδρά επιδιώκοντας την αδράνεια των ντόπιων. Έχει πληροφορηθεί την ύπαρξη δυνάμεων στον γειτονικό Πατσιανό και αναθέτει στην οπισθοφυλακή του την επιτήρησή τους. Μετά από ξεκούραση μιας ημέρας και ανασύνταξη του στρατού του, τα χαράματα στις 18ης του Μάη επιτίθεται στο Φραγκοκάστελο.

Ο Χατζη-Μιχάλης τοποθετεί μέρος των δυνάμεών του στους προμαχώνες, που όμως δεν είχαν δυνατότητα να επικοινωνούν ούτε μεταξύ τους ούτε με το κάστρο για ανεφοδιασμό. Ο στρατηγός πρώτος και οι άντρες του ένας-ένας δίνουν τον φοβερό όρκο πως θα υπερασπίσουν τις θέσεις τους μέχρι θανάτου. Λέγεται μάλιστα ότι στον κεντρικό προμαχώνα, στην εκκλησία της Αγίας Πελαγίας, υπό τον Ηπειρώτη Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη, οι 123 Έλληνες που βρίσκονταν εκεί έδεσαν τα πόδια τους με σχοινί, ώστε ν’ αποτραπούν οι λιποταξίες. Και ασφαλώς μια τέτοια ενέργεια έδειχνε μεγάλο ψυχικό σθένος, την απόφαση δηλαδή αυτών των ανδρών να νικήσουν ή να πεθάνουν όλοι μαζί. Από την άλλη όμως πλευρά το δέσιμο των ποδιών δημιουργούσε σοβαρότατες δυσκολίες στις κινήσεις των πολεμιστών και στην απόκρουση του εχθρού. Ο Χατχη-Μιχάλης με τους υπόλοιπους στρατιώτες του κλείστηκαν στο φρούριο περιμένοντας τους Τούρκους. Είχε αγνοήσει όμως την πενία του σε πυρομαχικά σε σχέση με τον όγκο των αντιπάλων του. Τις πρώτες ώρες η μάχη μαίνεται αμφίρροπη χωρίς καμία πλευρά να έχει πετύχει κάτι ιδιαίτερο εις βάρος της άλλης. Μα οι Τούρκοι είναι τόσο πολλοί… Ο Μουσταφά στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεών του στον δυτικό προμαχώνα. Οι υπερασπιστές του βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά τους, οπότε οι τούρκοι με έφοδο κατέλαβαν τον προμαχώνα και κατέσφαξαν τους υπερασπιστές μέχρι τον τελευταίο. Εκεί φονεύτηκε και ο υπασπιστής του Χατζη-Μιχάλη, Κυριακούλης Αργυροκαστρίτης.

Αμέσως μετά οι Τούρκοι περικυκλώνουν το Φραγκοκάστελο και το απομονώνουν από τους προμαχώνες. Ο Χατζη-Μιχάλης μπροστά στον κίνδυνο να σφαγιαστούν και οι άνδρες του στους άλλους δύο προμαχώνες πραγματοποιεί έξοδο από το κάστρο με τους ιππείς του, προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στους αμυνομένους στους προμαχώνες να επιστρέψουν στο φρούριο. Οι τούρκοι αιφνιδιάζονται στην αρχή και ο Χατζη-Μιχάλης φτάνει στους προμαχώνες. Η επιστροφή του όμως είναι επώδυνη. Οι Τούρκοι σφίγγουν τον κλοιό και στην κυρίως πύλη του κάστρου γίνεται σφοδρή μάχη. Τα νεκρά σώματα των Ελλήνων και Τούρκων φράζουν την επιστροφή του Χατζη-Μιχάλη στο κάστρο. Λέγεται πως μια εσοχή δίπλα από την είσοδο του κάστρου έγινε από το πέταλο του αλόγου του Χατζη-Μιχάλη στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να εισέλθει στο φρούριο.

Προτομή του Στρατή Δεληγιαννάκη
στο Φραγκοκάστελλο

Ο Χατζη-Μιχάλης χτυπιέται τώρα από παντού. Τα τραύματα δεν τον εμποδίζουν να στέκει πάνω στο άλογό του. Τον ρίξανε. Πέσανε πάνω του και τον κομματιάσανε. Πήρανε το κεφάλι του και το ρίξανε -τρόπαιο φρικτό- στα πόδια του Μουσταφά. Μια απόπειρα από τους Σφακιανούς που ‘χαν πιάσει το Καψοδάσος και τον Πατσιανό, δεν μπόρεσε ν’ ανατρέψει τον χαλασμό. Από τους άνδρες του Χατζη-Μιχάλη σκοτώθηκαν 338 (κατ’ άλλους 3385) και γύρω στους 800 Τούρκους. Την ίδια ώρα όμως που ο Χατζη-Μιχάλης και οι περισσότεροι από τους συντρόφους του (κυρίως οι ιππείς) έπεφταν ηρωικά στο πεδίο της μάχης, υποκύπτοντας στην αριθμητική υπεροπλία του εχθρού, οι υπόλοιποι Έλληνες κατάφεραν να γίνουν κύριοι του Φραγκοκάστελλου και να γλιτώσουν έτσι από βέβαιη σφαγή. Στην κατάληψη και επιτυχή προάσπιση του φρουρίου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε σώμα Σφακιανών υπό τον Καπετάν Στρατή Δεληγιαννάκη, ο οποίος παρά τις επιφυλάξεις του να μην δοθεί η μάχη στην πεδιάδα του Φραγκοκάστελλου, έσπευσε από τους πρώτους ν’ αγωνισθεί μαζί με τον Χατζη-Μιχάλη και μάλιστα επέτυχε, χάρη στις εύστοχες βολές του τουφεκιού του από το κάστρο, να προξενήσει στους εχθρούς «φθοράν ακαταλόγιστο» κατά τον Παπαδοπετράκη.

Τη συμβολή αυτή του γενναίου Σφακιανού οπλαρχηγού κατά τη μάχη του Φραγκοκάστελλου «εις την πρώτη μάλιστα ορμή των βαρβάρων» μνημονεύει με έμφαση και η επίσημη «Γενική εφημερίς της Ελλάδος» (φύλλο της 13ης Ιουνίου 1828, σελ. 174), η οποία κάνει επίσης λόγο και για την, υπό μορφή αντιπερασπισμού, επιτυχή επίθεση που εξαπέλυσαν οι Σφακιανοί, κατά την ώρα της μάχης προ της πύλης, εναντίον μιας ισχυρής δυνάμεως η οποία είχε σταλεί από τον Μουσταφά πασά για τη φύλαξη των νώτων του, στα Σφακιανά χωριά Πουτσιανός και Καψόδασος, ΒΑ του Φραγκοκάστελλου.

Η πολιορκία του κάστρου συνεχίστηκε ως τις 24 του Μάη. Επτά ημέρες ο Μουσταφά το πολιορκούσε, αλλ’ αυτό κρατούσε. Οι υπερασπιστές του είχαν εξαντληθεί εντελώς, αλλά και ο Μουσταφά βρισκόταν πλέον σε δεινή θέση, αφού ήταν μακρυά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του σ’ έναν ιδιαίτερα εχθρικό τόπο, οι δε Σφακιανοί δεν έπαψαν να τον παρενοχλούν προκαλώντας του φθορά και ενκνευρισμό. Τα πτώματα μαζί με τα νεκρά άλογα μέσα στις ζέστες του Μαΐου, δημιουργούσαν στο περιβάλλον του Φραγκοκάστελλου μιαν ατμόσφαιρα μακάβρια και αποπνυκτική καθώς οι αναθυμιάσεις ήταν ανυπόφορες για πολιορκητές και πολιορκημένους… Στους δε πολιορκημένους είχαν εξαντληθεί το στάρι και τα σφαχτά, το αλάτι, αλλά και τα ξύλα για το μαγείρεμα.

Και ενώ τα πράγματα είχαν περιέλθει σε αδιέξοδο, τα μεσάνυχτα της 19ης προς 20ης Μαΐου ένας Σφακιανός, ο Στρατής Ντιλιντάς, καταφέρνει από το φρούριο να φθάσει απαρατήρητος έως τη θάλασσα και, αφού κολύμπησε επί ώρες έως τη Χώρα Σφακίων, να εκθέσει εκεί την τραγική κατάσταση και να ζητήσει βοήθεια, πράγμα, που του υποσχέθηκαν να γίνει το ταχύτερο. Επιστρέφοντας με πλοιάριο στο Φραγκοκάστελο, ο Ντιλιντάς, φώναξε δυνατά δήθεν προς τους πολιορκημένους Έλληνες, κυρίως όμως για να τον ακούσουν οι πολιορκητές Τούρκοι και Αλβανοί, ότι όπου να ’ναι έρχονταν μεγάλες στρατιωτικές ενισχύσεις από Κρητικούς (Κριτοβουίδης, σελ. 417επ.). Η πληροφορία αυτή θορύβησε τον Μουσταφά πασά, ο οποίος, μη θέλοντας να χρονοτριβήσει άλλο στην πεδιάδα του Φραγκοκάστελλου, έβαλε ευνοϊκούς όρους και πρότεινε στον Δεληγιαννάκη ν’ αποχωρήσουν άμεσα όλοι οι πολιορκημένοι από εκεί με τα όπλα τους προς τη Χώρα Σφακίων. Η σύναψη μάλιστα της συμφωνίας αυτής διευκολύνθηκε, όπως σημειώνει ο Τρικούπης (σελ. 191) και από τον κοινό τόπο καταγωγής των περισσοτέρων πολιορκητών και πολιορκημένων, την Ήπειρο, που βοήθησε τις συνεννοήσεις και στην εμπέδωση μεταξύ τους ενός κλίματος εμπιστοσύνης. Έτσι, η πολιορκία λύθηκε ύστερα από διάρκεια μιας εβδομάδας, την 24η Μαΐου.

(φωτ. Konrad Helbig, 1968, iscreta.gr)

Πίσω από τη διαφωνία Χατζη-Μιχάλη και των Σφακιανών κρύβεται, όπως φαίνεται, και μία ευρύτερη διαφορά κοσμοθεωρίας: Ο Χατζη-Μιχάλης έχοντας πεποίθηση στη γενναιότητα τη δική του και των ανδρών του θεωρούσε ότι αυτό ήταν το μόνο αποφασιστικό πλεονέκτημα που θα έκρινε τη μάχη με τον εχθρό. Γι’ αυτό και δεν ενδιαφερόταν για τις υπόλοιπες προϋποθέσεις επιτυχούς διεξαγωγής της μάχης. Του αρκούσε δηλαδή να αγωνισθεί και να νικήσει ή να πεθάνει. Αντίθετα οι Σφακιανοί, γνωρίζοντας τους κινδύνους από μια τέτοια αντιμετώπιση του ικανότατου εχθρού και πιστεύοντας ότι έπρεπε να γίνει η μάχη σε μέρος που να ευνοεί πλήρως τη νικηφόρα γι’ αυτούς ανάπτυξη και αξιοποίηση των δυνάμεών τους, απέρριψαν την ιδέα μιας άσκοπης θυσίας και προτίμησαν να πολεμήσουν τον εχθρό τη στιγμή που αυτός θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, εγκλωβισμένος σε δύσβατα μονοπάτια, έτσι ώστε να ζήσουν νικώντας.

Αποχωρώντας από το Φραγκοκάστελλο, ο Δεληγιαννάκης επήγε και ενώθηκε με τους άλλους επαναστάτες. Ο Μουσταφά πασάς αφού κατέστρεψε τους πύργους του κάστρου προς την ξηρά, ξεκίνησε να επιστρέψει στη βάση του. Όμως 1.000 περίπου Σφακιανοί, ωθούμενοι από τη θυσία του Χατζη-Μιχάλη, κινήθηκαν τότε για να πάρουν εκδίκηση. Ακολούθησαν κατά πόδας τον Μουσταφά προξενώντας του σοβαρότατες ζημιές. Στις θέσεις Ακασταρέ, Κόρακας και Άγιος Αντώνιος στήθηκαν ενέδρες και έγιναν νέες φονικές μάχες που προκάλεσαν τον θάνατο σε 1.700 περίπου τούρκους (ο Παπαδοπετράκης γράφει ότι οι τούρκοι είχαν απώλειες 1.902 άντρες, ο Κριτοβουλίδης ωστόσο αναφέρει 1.700 μέχρι να πάνε στον Κόρακα νοτίως του Ροδακίνου).

Προτομή του Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη
στο Φραγκοκάστελλο

Λέγεται ακόμα πως ο Μουσταφά πασάς έτρεφε έναν βαθύ, ανομολόγητο σεβασμό και δυνατό θαυμασμό για τον Χατζη-Μιχάλη Νταλιάνη. Έστειλε μάλιστα με προσωπική του φροντίδα στο σπιτικό και στους οικείους του Χατζη-Μιχάλη την ιπποσκευή του, όπως την περισυνέλεξαν οι στρατιώτες του στο κομματιασμένο κορμί του ήρωα. Στη μάρσιπο βρέθηκε το χρεωστικό γράμμα των Σφακιανών και η Καινή Διαθήκη του στρατηγού. Ήταν το βιβλίο που μόνος στο ταξίδι με το μπρίκι «Λεωνίδας», πλώρα – πλώρα, διάβαζε. Το βιβλίο που μελετούσε στις ψηλές τάπιες του Φραγκοκάστελλου ώρες πολλές. Είχε την Καινή Διαθήκη, σύντροφο αχώριστο, όσο ζούσε. Την πήρε μαζί του και στη στερνή εκείνη μάχη. Και πέθανε γέρνοντας το τυραγνισμένο κορμί του πάνω στις αγαπημένες σελίδες της που τώρα βάφτηκαν από το ίδιο το τίμιο αίμα του. Και το λαϊκό τραγούδι, τελειώνει:

«Τότες γιουρούντισ’ η Τουρκιά την κεφαλή του εκόψαν
για να την πάνε του Πασά να τώνε δώσει γρόσια.
Κι ο Μουσταφάς ως τ’ άκουσε πολύ του βαρεφάνη
Γιατί να τόνε σφάξουνε; απού ‘ταν παλικάρι».

Ο επίλογος του δράματος της μάχης στο Φραγκοκάστελλο γράφτηκε από μια μοναχή, τη Μαγδαληνή. Αυτή λέγεται πως βρήκε το σώμα, αλλά και το κεφάλι του οπλαρχηγού Χατζη-Μιχάλη και τα έθαψε στο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους, που βρίσκεται λίγο πιο πέρα, στα βορειοανατολικά του φρουρίου. Η μοναχή Μαδγαληνή, όπως ανέφερε αργότερα ο ιστορικός των Σφακίων Γρηγόρης Παπαδοπετράκης (σελ. 394), «μισθώσασα ανθρώπους συνέλλεξε όλους τους σκελετούς των αλληλοκτονησάντων και αυτούς εις τα σχίσματα της βραχώδους παραλίας, μίγδην αμφοτέρων των φυλών, οίτινες πολλαχού θεώνται και μέχρι σήμερον». Αλλ’ η φιλεύσπλαχνη αυτή ενέργεια της μοναχής Μαγδαληνής φαίνεται ότι υπήρξε ταυτόχρονα και ο πρόλογος μιας άλλης ιστορίας με πολλά ερωτηματικά, που ακροβατεί κατά περίεργο τρόπο ανάμεσα στη φυσική και τη μεταφυσική: της ιστορίας με τους «Δροσουλίτες», τις ανθρωπόμορφες σκιές που εμφανίζονται κάθε χρόνο ορισμένες ημέρες, κατά το χάραμα με την πρωινή δρόσο.

Δροσουλίτες – Ο θρύλος, το μυστήριο και οι εκδοχές

Τα άταφα πτώματα και οι ψυχές των επαναστατών του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, από την ηρωική εκείνη μάχη του Μαΐου του 1828, στάθηκαν οι πρωταγωνιστές ενός θρύλου που κρατά από τα χρόνια της θυσίας τους στο Φραγκοκάστελλο ως τις μέρες μας. Λέγεται πως οι ψυχές εκείνων που έπεσαν στη μάχη αλλ’ έμειναν άθαφτοι παραμένουν στον τόπο όπου σκοτώθηκαν. Μερικά χρόνια μετά από εκείνη τη φονική μάχη του 1828, λίγο μετά τα μέσα Μαΐου, κάποιοι βοσκοί είδαν έκπληκτοι για πρώτη φορά, πάνω από την ερειπωμένη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους, μιαν ολόκληρη στρατιά από ένοπλες, ακόμα και έφιππες σκιές να προελαύνουν προς το Φραγκοκάστελλο και από εκεί να χάνονται μέσα στη θάλασσα. Ήταν πρωί, ξημέρωμα και γι’ αυτό τους είπαν «Δροσουλίτες». Και με το όνομα αυτό πέρασαν στην αιωνιότητα και στον θρύλο.

Από τότε αυτή η άυλη στρατιά μαχητών, που αμέσως συνδέθηκε με τους μαχητές του Νταλιάνη, κάνει συχνά-πυκνά την εμφάνισή της. Πάντα την ίδια ώρα, πάντα την ίδια εποχή, πάντα για περίπου ένα δεκάλεπτο ή τέταρτο της ώρας. Κάποιες χρονιές το φαινόμενο είναι ίσα-ίσα ορατό και κάποιες άλλες είναι τρομακτικά έντονο. Οι Δροσουλίτες κινούνται άλλοτε σε φάλαγγα κατ’ άντρα και άλλοτε σε φάλαγγα κατά δυάδες ή τριάδες. Για να τους δει κανείς πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση 250-1.000 μ. Αν σιμώσει κοντά χάνονται ή απομακρύνονται. Είναι σαν πυκνές στήλες μαύρου καπνού. Κάποιες φορές οι σιλουέτες είναι διαφανείς. Για να παρουσιαστούν οι Δροσουλίτες θα πρέπει να είναι άπνοια, να μην έχει συννεφιά και η ώρα να είναι τα χαράματα, μόλις φέξει η ημέρα και πριν βγει ο ήλιος, ή έστω και πολύ λίγη ώρα αφότου αρχίσει ο ήλιος ν’ αχνοφαίνεται.

(φωτ. Konrad Helbig, 1968, iscreta.gr)

Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν μπορεί κανείς να μετρήσει τους Δροσολίτες. Τη μια στιγμή είναι 100 και την άλλη 200. Το 1890 ένα απόσπασμα Τούρκων στρατιωτών αντίκρισε τους Δροσουλίτες και αμέσως σήμανε συναγερμός. Όλοι οπλίστηκαν και περίμεναν την επίθεση η οποία, ωστόσο, δεν ήρθε ποτέ, καθώς οι σκιές χάθηκαν μέσα στη θάλασσα. Πολλά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η ιστορία επαναλαμβάνεται και αυτή τη φορά με θαυμαστά αποτελέσματα. Ένα απόσπασμα από στρατιώτες της Βέρμαχτ ήρθε αντιμέτωπο με τους Δροσουλίτες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων έζησαν τα γεγονότα εκείνη την σκληρή για την πατρίδα μας και για την Κρήτη εποχή, ήταν τέτοια η τρομάρα τους που αφ’ ενός άνοιξαν πυρ και αφ’ ετέρου δεν είδαν ότι οι σκιές χάνονταν στα καταγάλανα νερά. Θεωρήσουν τότε πως οι επιτιθέμενοι κρύφτηκαν, παραμονεύοντας κάπου κοντά, στα φαράγγια και στις γύρω ρεματιές. Ειδοποίησαν τότε τη στρατιωτική τους διοίκηση στα Χανιά, η οποία ξεκίνησε έρευνες που κατέληξαν στο ότι δεν υπήρχε κανένας στρατός, αλλ’ όλο αυτό ήταν ένα «φυσικό φαινόμενο» το οποίο δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.

Ο κόσμος στα Σφακιά πίστευε ότι το φαινόμενο είναι υπερφυσικό και ότι οι Δροσουλίτες είναι οι ψυχές των σκοτωμένων που κάθε χρόνο έρχονταν στον τόπο και στην εποχή της μεγάλης τους θυσίας. Χαρακτηριστική είναι γι’ αυτό η αναφορά από το βιβλίο «Λαϊκοί θρύλοι και παραδόσεις»: «Ποιος βεβαιώνει πως δεν υπάρχει θύρα απ’ όπου να επικοινωνεί το εδώ με το επέκεινα; Για όσους ζούνε στην πλατύστερνη αγκαλιά της φύσης συνταιριασμένοι με το ρωμαλέο ρυθμό της, οι δυο κόσμοι, τούτος των σωμάτων κι ο άλλος των ίσκιων βρίσκονται σ’ αδιάκοπη επικοινωνία. Οι ψυχές των σκοτωμένων ανεβαίνουνε στο χώμα που ζήσανε και πεθάνανε, να ξαναδούνε τη θάλασσα και το φως, ν’ ανασάνουνε την ευωδιά του θύμου και του φασκόμηλου που ‘ρχονται από τη Μαδάρα, να νιώσουνε την αυγινή δροσιά και να θυμηθούνε τις ομορφιές της γης και την αιματερή θυσία τους. Κι οι ζωντανοί «θωρούσι και τρομάσου» με την παρουσία μέσα στο χώρο της καθημερινής ζωής τους τούτης της άυλης συνοδείας, που ‘ρχεται από τον άγνωστο μεταθανάτιο κόσμο, σαν να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Άνθρωποι και υπερφυσικοί ίσκιοι βαδίζουνε πάνω στα ίδια χώματα απόλυτα φιλιωμένοι».

Κατά καιρούς πολλοί επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να δώσουν μια πειστική εξήγηση σχετικά με αυτό το παράδοξο και θαυμαστό φαινόμενο. Αρκετοί μιλούν για «διάθλαση του φωτός». Όπως δηλαδή δημιουργείται το ουράνιο τόξο, έτσι δημιουργούνται και οι Δροσουλίτες, πάντα την ίδια εποχή, πάντα την ίδια ώρα, πάντα με την ίδια διάρκεια. Εμφανίζονται εκεί που πέφτουν οι ακτίνες του ήλιου, υπό ένα σημαντικό ποσοστό υγρασίας, στο συγκεκριμένο μέρος και «λαμβάνουν» την κίνησή τους από την εκλειπτική τροχιά της γης σε συνάρτηση με τη μορφολογία του εδάφους. Κάποιοι άλλοι μιλούν για το φαινόμενο του «ανώτερου αντικατοπτρισμού» και εικάζουν πως στην πραγματικότητα πρόκειται για σκιές στρατιωτών που εκπαιδεύονται στις ακτές της Λιβύης. Αυτό το σενάριο ωστόσο εξασθενεί, αν αναλογιστεί κανείς πως επιστημονικά έχει αποδειχθεί πως το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού δεν μπορεί να προκληθεί σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 40 μιλίων.

Υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που δεν ικανοποιούνται από τις δυο παραπάνω εκδοχές και υποστηρίζουν πως πράγματι οι Δροσουλίτες είναι οι μαχητές που έπεσαν στο Φραγκοκάστελλο και έμειναν άταφοι. Ο στρατηγός Χρήστος Νταλιάνης, δισέγγονος του ηρωικού υπερασπιστή του Φραγκοκάστελλου Χατζημιχάλη Νταλιάνη, έναν αιώνα μετά τη θυσία του προπάππου του, το 1928, απευθύνθηκε στην Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών με τους ερευνητές της να αποφαίνονται επίσημα ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι «μεταφυσικό».

O Ανδρέας Μαρκάκης από τους Κομητάδες, δικηγόρος και πολιτικός, που εχρημάτισε και υπουργός Τριατατικών (Ταχυδρομεία, Τηλέγραφος, Τηλέφωνα), είχε γράψει μια επιστολή την 1-10-1907 στην εφημερίδα «Κρητικός Αστήρ» των Χανίων, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει για τους Δροσουλίτες: «… Έχουσιν ενδυθεί ενδύματα μελανά. Φέρουσιν όπλα επ’ ώμου με λόγχην αποστράπτουσαν. Ποιούσιν διαφόρους ελιγμούς οσί εκγυμναζόμενοι… Πλην της εκπλήξεως των κατοίκων διά το φαινόμενον τούτο αναφαίρεται (και μοι διηγήθει τούτο αξιόπιστον πρόσωπον, όπερ υπήρξεν αυτόπτης μάρτυς) και το εξής αστείον: Πρωίαν δηλαδή τινά, οι αξιωματικοί των εκεί κατά το 1889 εστρατοπευδευμένων Τούρκων, παρετήρησαν από τον πύργο τους Δροσίτας. Δεν εδίστασαν να εκλάβωσιν αυτούς ως “γκιαούρ ασκέρι” και να διατάξουν διά σαλπίγγων τον στρατόν να καταλάβει τα προχώματα …».

Κατά τη δεκαετία του 1920, ένας Άγγλος περιηγητής είδε τους Δροσουλίτες και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του το έκανε γνωστό στην «Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών» του Λονδίνου και την άνοιξη του 1928 έστειλαν τους υπαλλήλους της εταιρείας αυτής Μπένετ και Ουάιλς για να ερευνήσουν το φαινόμενο. Ήρθαν στο Φραγκοκάστελλο οι άνθρωποι, εκάθισαν λίγες ημέρες μα δυστυχώς δεν τους ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες και δεν είδαν τίποτα. Τον επόμενο χρόνο, το 1929, ενδιαφέρθηκε και η «Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών των Αθηνών» και ήρθε στο Φραγκοκάστελλο ο ιδρυτής της Άγγελος Τανάγρας, χωρίς ωστόσο και εκείνος να μπορέσει να δει τους Δροσουλίτες. Ωστόσο τόσο οι Άγγλοι ερευνητές όσο και Ά. Τανάγρας έφεραν στην επικαιρότητα το θέμα των Δροσουλιτών. Έτσι ο 5ος τόμος του περιοδικού «Ψυχικαί Έρευνες», το 1929, φιλοξένησε αρκετές σχετικές επιστολές, καταγραφές και μαρτυρίες.

Στη σελίδα 61 του περιοδικού αυτού δημοσιεύεται επιστολή του Δ/ντού του Υπουργείου Γενικής Διοικήσεως Κρήτης Μανώλη Ψυλλάκη, με καταγωγή από το χωριό Κολοκάσια, κοντινό στο Φραγκοκάστελλο, της οποίας απόσπασμα ακολουθεί: «… Ήτο το πρώτον δεκαήμερον του Μαΐου ή του Ιουνίου του 1904 ή του 1905 ότε λίαν πρωί και προ της ανατολής του ηλίου ευρέθην εις Φραγκοκάστελλον. Κατά την στιγμήν της ανατολή τους ηλίου αντελίφθην εις μεγάλην έκτασιν της προς Βορράν του φρουρίου σχηματιζομένης πεδιάδος, σκιάς διαφόρων σχημάτων, κινουμένας και σαν ιπταμένας εκ του εδάφους προς τον ουρανόν. Αι σκιαί αύται ήσαν ασθενέσταται και όμοιοι προς εκείνας αίτινες σχηματίζονται υπό την αντικειμένων εντός δωματίου υπό του συνήθως φωτός της ημέρας (όχι του ηλιακού). Δεν παρετήρησα σκιάς ανθρώπω ή ζώων, αλλά διαφόρων σχημάτων, μικρών και μεγάλων, σχηματιζομένας απέναντι του ανατέλλοντος ηλίου επί της πεδιάδος. Κατά τη γνώμη μου, χωρίς να δύναμαι και επιστημονικώς να το υποστηρίξω, δεν πρόκειται ούτε περί αντικατοπτρισμού, ούτε περί σχεδιαγραφήσεως των κορυφογραμμών των ορέων, αλλά περί σκιών υδρατμών αίτινες αναπτύσσονται εκείνη την ώραν εις την περί ης πρόκειται πεδιάδαν. Μετ’ εξαιρέτου τιμής, Εμμ. Ψυλλάκης».

Ο δισεγγονός του ήρωα Νταλιάνη στρατηγός Χρήστος Χατζημιχάλης γράφει επίσης στην ίδια σελίδα του ιδίου τόμου ότι συνάντησε τον Εμμ. Ψυλλάκη και συζήτησε μαζί του την περίπτωση και συμπέρανε ότι τους Δροσουλίτες τους είδε όταν εδιαλύονταν και για τον λόγο αυτό είδε συγκεχυμένες εικόνες. Στη σελίδα 62 του ιδίου τόμου δημοσιεύεται επιστολή του Μανούσου Κούντουρου, που γράφει ότι πηγαίνοντας στην Ασή – Γωνιά από το Ασκύφου, περνώντας από Χορεύτρες και Μαυρόχι, είδε η παρέα του παρόμοιο φαινόμενο. «… Προφανώς πρόκειται περί αντικατοπτρισμού ατμοσφαιρικού και τα αντικείμενα, μακράν από τον ορίζοντα της νήσου εν Αφρική, μας εκπέμπουσι τας εικόνας τους, όταν η ατμοσφαιρική κατάσταση το επιτρέπει». Την επιστολή γράφει ο Κούντουρος, προκειμένου να υποστηρίξει ότι πρόκειται περί αντικατοπτρισμού και ότι κάτι ανάλογο είναι και οι Δροσουλίτες, όπως το φαινόμενο που αναφέρει.

Ο γιατρός Νέαρχος Κακαράκης από το Ζαρό Ηρακλείου γράφει στο ίδιο περιοδικό και στη σελίδα 74: «… Φαινόμενα όμοια προς τους Δροσουλίτας συμβαίνουνε και στο χωριό Χάρακας Μονοφατσίου, απέχοντα της διαμονής μου 25 περίπου χιλιόμετρα. Κατά τα αρχάς του θέρους και κατά τα πρωινάς ώρας, εις δύο τοποθεσίας του χωριού παρατηρούνται σκιαί ανθρωπόμορφοι, παριστάνουσαι στρατόν γυμναζόμενον ή μαχόμενον. Και εις τας τοποθεσίας όμως αυτάς αναφέρεται ότι προ 100 περίπου ετών συνέβησαν πολύνεκροι μάχαι …».

Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι είδε ένα ανάλογο φαινόμενο στον Μαραθώνα. Βλέπουμε την περίεργη σύμπτωση να παρουσιάζονται ανάλογα φαινόμενα σε χώρους όπου έγιναν πολύνεκρες μάχες. Ο Ηρόδοτος μάλιστα αναφέρει ότι στην ναυμαχία της Σαλαμίνος, αφού προηγήθηκε ένα «φως μέγα», παρουσιάστηκαν «φαντάσματα και είδωλα (…) ενόπλων ανδρών απ’ Αιγίνης τας χείρας ανεχόντων προ των ελληνικών τριηρών». Επίσης σχετική είναι η ιστορία των «Αγγέλων του Mons», κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε κατά τη διάρκεια της μάχης του Mons στο Βέλγιο, έπεσε στην αντίληψη χιλιάδων στρατιωτών ένα περίεργο φαινόμενο, κινούμενων ανθρωπίνων σκιών πάνω απο τους μαχώμενους στρατιώτες, στις οποίες δόθηκε το όνομα «Οι άγγελοι του Mons».

Το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού παρουσιάζεται όντως σε πολλά μέρη. Ειδικά στη Σαχάρα, πολύ συχνά τα καραβάνια έβλεπαν μπροστά τους οάσεις και άλλα τοπία και αντικείμενα που όσο πλησίαζαν κοντά εξαφανίζονταν. Στη γέφυρα της Κορίνθου συχνά παρουσιάζεται αντικατοπτρισμός και πιο συχνά παρουσιάζεται στο στενό Ιταλίας – Σικελίας στο Fata Morgana. Ο Σήφης Εμμανουήλ Χιωτάκης έγραψε σχετική επιστολή στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα», την 9-5-1975: «Δεν έτυχε να δω τους Δροσουλίτες με τα μάτια μου, μα μου διηγηθήκανε πως τους είδανε πολλά αξιόπιστα πρόσωπα. Δεν πρέπει κανείς να αμφιβάλλει ότι μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες επαρουσιάζετο πολύ συχνά το φαινόμενο των Δροσουλιτών. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι από τότε που στον κάμπο άλλαξε το περιβάλλον, αυτοί αρχίσανε να “ξεσπιτώνονται”».

Για τους Δροσουλίτες δεν υπάρχει επιστημονική εξήγηση. Υπάρχουν μόνο επιστημονικές υποθέσεις. Ο καθένας αφήνεται να βγάλει δικά του συμπεράσματα και να πιστέψει ό,τι ο ίδιος νομίζει, βάσει και των παραπάνω στοιχείων που παραθέτουμε. Το φαινόμενο ήταν πολύ συνηθισμένο και ο κόσμος είχε εξοικειωθεί και το θεωρούσε δεδομένο, στις τελευταίες δεκαετίες όμως, άρχισε να σπανίζει και τούτο προφανώς οφείλεται στην αλλοίωση του περιβάλλοντος της περιοχής κυρίως με την ανοικοδόμηση, τη διαρκή παρουσία ανθρώπων σε κοντινή απόσταση από το κάστρο, τη διάνοιξη δρόμων και τη φύτευση των γύρω χωραφιών με ελιές ή την εγκατάλειψή τους που τα κατέστησε χέρσα γεμάτα θάμνους με συνέπεια, όπως φαίνεται, την αλλοίωση των συνθηκών που δημιουργούσαν το φαινόμενο των Δροσουλιτών.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, κυκλοφόρησαν οι «Δροσουλίτες», ένας κύκλος δέκα τραγουδιών του συνθέτη Χριστόδουλου Χάλαρη, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Τους «θρύλους και τους θρήνους» του δίσκου, τραγούδησαν η Δήμητρα Γαλάνη και ο πόντιος τραγουδιστής Χρύσανθος. Πρόκειται για μια ξεχωριστή δισκογραφική εργασία, όχι μόνο για τους στίχους του Γκάτσου, που έρχονται ως συνέχεια των ακριτικών τραγουδιών της δημοτικής μας παράδοσης, αλλά και για τη μουσική του Χάλαρη, ενός συνθέτη με μια πολύ «προσωπική» πορεία στον χώρο της δισκογραφίας. Τα τραγούδια από τους «Δροσουλίτες» είναι τα εξής: «Ο Δροσουλίτης», «Του Ριζικάρη», «Ο Μαυραϊλής», «Κάτω στα τριπόταμα», «Το τραγούδι του Λειδινού», «Μάνα μου μάνα», «Μια Κομνηνή», «Μαδριγάλι», «Ο Ζαφείρης» και «Τα φλουριά».

Τα φλουριά (1975)

Σ’ έρημο φαράγγι σε λυποποριά
έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά
Ξόρκισα το χώμα έκανα σταυρό
πριν αποσπερώσει να τα βρω.

Τότε καρασκέρι γροίκησα μακριά
κι είδα μες στο ήλιο στην κακοπετριά
τρεις αλογολάτες με βαριά σπαθιά
και τις αλυσίδες αρμαθιά.

Τι ‘ναι το κισμέτι τι ‘ναι το γραφτό
πριν το μονοπάτι πάρω να κρυφτώ.
Μου ‘στησαν καρτέρι σε μια πατουλιά
και με κλαίγαν δένδρα και πουλιά.

Ήταν μαύρη Τρίτη μαύρο δειλινό
κι έχασα τον κόσμο και τον ουρανό.
Σε μεγάλο κάστρο σε βαθειά σπηλιά
με τους πεθαμένους αγκαλιά.

Ώσπου κάποιο βράδυ τρίξαν οι αρμοί
κι άστραψε στην πόρτα λυγερό κορμί.
Μια Βασιλοπούλα σαν τη Μαξιμώ
που ‘χε δυο φιδάκια στο λαιμό.

Πάρε λέει τα φίδια, βάλ’ τα στην καρδιά
και μεγάλωσέ τα σαν μικρά παιδιά
Το ‘να είν’ ο Δράκος τ’ άλλο ο Διγενής
άξιο τους αδέρφι να γενείς.

Κράτησα τα φίδια μες στην ερημιά
βιος μου και ρεγάλο και κληρονομιά
Μου ‘φερναν καρύδια, γάλα και ψωμί
δίχως να γυρεύουν πλερωμή.

Κι όταν κάποια νύχτα σώπασε η φωτιά
σκάψανε του τοίχου τη ραγισματιά
Βρήκαν κερκοπόρτα και πρωί πρωί
μου ‘δειξαν το δρόμο στη ζωή.

Τώρα τι στα λέω, τι στα μολογώ
μάθε μόνο τούτο που ‘μαθα κι εγώ
Αν κρατάς χρυσάφι πλούτη και φλουριά
δεν κατέχεις τι ‘ναι λευτεριά!

Το 2005 ο Κρητικός συνθέτης και ερμηνευτής Ανδρέας Λιλικάκης κυκλοφόρησε το δικό του cd με στίχους, τραγούδια και μουσική για τον θρύλο του Φραγκοκάστελλου με τίτλο «Δροσουλίτες»:

«Στην άκρη των μύθων
γεννιούνται οι θρύλοι
της ζωής μας οι φίλοι.

Πεινασμένος ο χρόνος
και απόμεινα μόνος
ξανοίγω στου Μάη το δείλι.

Μέσα στη ζωή
και τα παραμύθια
μπλέχτηκε το ψέμα
με την αλήθεια.

Και το Μάη έρχονται
τις νύχτες
η δική μου αλήθεια,
οι Δροσουλίτες»

Το έμφυτο ταλέντο του για επικοινωνία και η αγάπη του για τις ρίζες και την κρητική μουσική, οδήγησαν τον ραδιοφωνικό παραγωγό Κωστή Ξυλούρη πίσω από το μικρόφωνο του KRITIFM, όπου από το 2004 έχει τη δική του δίωρη εκπομπή τους «Δροσουλίτες».

Το Σωματείο για την Κρητική ιστορία παράδοση και λαογραφία «Οι Δροσουλίτες» διαθέτει μία εξαιρετική χορευτική ομάδα που δίνει εδώ και χρόνια το παρών σε εκδηλώσεις που σκοπό έχουν την προβολή της Κρητικής παραδοσιακής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το 2017 εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού μελέτη αποκατάστασης και νέων χρήσεων του φρουρίου του Φραγκοκάστελλου, η οποία εντάσσεται στη μελέτη πολιτιστικής ανάπτυξης, προϋπολογισμού 38.000 ευρώ περίπου, που χρηματοδοτήθηκε από την Περιφέρεια Κρήτης και εκπονήθηκε από ομάδα καθηγητών του Πολυτεχνείου Κρήτης, με επικεφαλής τον κ. Νικόλαο Σκουτέλη και την επίβλεψη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων (πηγή: tuc.gr).

Ποιήματα για τον θρύλο του Φραγκοκάστελλου

Ριζίτικο

«Κάτω στο Φραγκοκάστελλο τση Τούρκους πολεμούνε
Οι Τούρκοι εφάγα τζοι Ρωμιούς με το Χατζή Μιχάλη
Μα ο Ντελιγιάννης ο Στρατής μ’ εξήντα παλληκάρια
τσοι Τούρκους τσ’ εσυγύρισε».

Άλλο ριζίτικο

«Θέλεις να ειδείς και να χαρείς όμορφα παλληκάρια;
Άμε στο Φραγκοκάστελλο να ‘ναι τ’ Αγιού Νικήτα
Που κατεβαίνουν τα χωριά τα πάνω και τα κάτω
Να δεις ξανθούς, να δεις σγουρούς όμορφους κοπελλάρους
Να δείξουν την ευλάβεια και τέχνη των αρμάτων».

Αποσπάσματα από το τραγούδι του Χατζημιχάλη:

«Εμπέψα γράμμα του Χατζή, κείνου του Μωραΐτη
να πρεμαζώξει άλογα να κατεβεί στην Κρήτη
Στ’ Ανάπλι εμονομέριασεν εξήντα πέντε ατλήδες
στην Κρήτη για να κατεβεί απού ‘ναι μερακλήδες
Απώς τσοι μονομέριασε τσοι βάνει στα καράβια
εδιάλεξε τση Ρούμελης τα ‘μορφα παλληκάρια…
Ελάστε ‘σεις οι Σφακιανοί, πρόβολα παλληκάρια
να πολεμούμε την Τουρκιά κι αφήστε τα κουράδια…
Κι όνταν εκαβαλίκευε έκλαιγε τ’ άλογό ντου
και τότεσάς εγνώρισε πως είν’ ο θάνατός του …».

Ωδή στον Χατζημιχάλη (μαντινάδα)

«Μ’ ακόμη και το σήμερο, στις δεκαφτά του Μάη
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με τον Χατζημιχάλη.
Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγοντ’ οι μπουρμπάδες.
Φωνές και αλογοπεταλιές στου Καστελλιού τσι μπάντες.
Ούλ’ οι γιαλαφρόστρατοι, θωρούν τσι και τρομάζουν,
μα κείνοι Θεός σχωρέσει των, κανένα δεν πειράζουν.
Άραγες κι είντα θέλουσι κι είντα μασέ θυμίζουν;
Αυτούς που σφάχτηκαν εκειά και τα βουνά ραΐζουν».

Για τους Δροσουλίτες από τον ποιητή Γ. Ζαλόκωστα

«Κι έρχουνται στο λημέρι σας με βάγια με θυμάρι
κατά το γλυκοχάραμα οι Τουρκομάχοι Κρήτης
λέγοντας Καλώς ήλθατε και φέτος Δροσουλίτες …».

(φωτ. Konrad Helbig, 1968, iscreta.gr)

Μητροπολίτου Ερμουπόλεως Ευαγγέλου (Αλεξάνδρεια, 1950)

Αφουγκραστείτε να σας πω ούλοι μικροί μεγάλοι
πώς πολεμά o Μουσταφάς με το Χατζή Μιχάλη:
Έπιασαν οι Γκραμπουσιανοί και γράψαν και ζητούνε
Ατλήδες(1) απού το Μωρηά πολλοί να κατεβούνε.
Κι επέψαν γράμμα του Χατζή του Στερεολλαδίτη
να πρεμαζώξη(2) τσ’ άντρες του να κατεβή στην Κρήτη.

Στ’ Ανάπλι μονομέριασε(3) τριακόσιους δυο ατλήδες
στην Κρήτη για να καταβή απού ‘ν οι Μισερλήδες(4)
Κι’ εδιάλεξε τση Ρούμελης άντρες και παλληκάρια
Κι’ απής(5) τση μονομέριασε τσ’ έβαλε στα καράβια.
Πάει και ξεβαρκάρει ‘τση στη λεύθερη Γραμπούσα
κι ερώτα τση Γραμπουσιανούς αν έχουσι μπαρούθια.
Εμείς μπαρούθια έχουμε, βόλια να πολεμούμε,
άλογα μόνο θέλουμε και τση στερηά να βγούμε.

Μα πάλι δεν επίστεψε κι’ εμπήκε στα καΐκια
και ξεβαρκάρει στο Λουτρό να μάθη την αλήθεια.
Κι’ ευρίσκει ‘κει τση Σφακιανούς κι’ οσ’ ήταν ανδριεμένοι
Κι’ οσ’ ήταν εις τον πόλεμο περίσσια τιμημένοι.
Ελάστε σεις οι Σφακιανοι και να ‘ρθουν κι οι Ριζίταις
να πάμε να σηκώσωμε και τση Κατωμερίταις.
Ελάστε σεις οι Σφακιανοί μπρόβολα(6) παλληκάρια
να πολεμούμε την Τουρκιά κι’ αφήτε τα κοπάδια.

Και ο Πασάς ως τ’ άκουσε πολλά του βαρεφάνη
στο Κάστρο κ’ εις το Ρέθυμνος γραφή πιάνει και κάνει.
Ελάστε σεις οι Καστρινοί κ’ εσείς οι Ρεθεμιώταις
επά στον Αποκόρωνα που ‘μαι με τση Χανιώταις.
Πρεμαζωχτήτε τση Τουρκιάς μπρόβολα παλληκάρια
να πάμε να τση σφάξωμε να πιάσουν τη Μαδάρα(7)
Να πάμενε εις τα Σφακιά να κάμωμε ένα χάλι
να δω πώς θα τα βγάλουμε με το Χατζημιχάλη.
Γη(8) στη Μαδάρα να χαθή, γη στο γιαλό να πέση
γη να τόνε σκοτώσωμε σαν ήρθενε πεσκέσι.(9)

Κι’ ο Κεχαγιάς(10) του, τον γροικά γυρίζει και του κάνει:
Δεν φεύγει Μουσταφά πάσα γιατί είναι παλληκάρι,
δεν είναι αυτός Λαζόπουλος(11) να πιάση τη Μαδάρα
μόνο ‘νε από τη Ρούμελη και σέρνει παλληκάρια,
μ’ αυτά τα Ρουμελόπουλα είν’ άντρες τιμημένοι
και θα μασέ σκοτώσουνε, κι ας είμεθα ‘γνοιασμένοι.
Σώπασε μη μου τση ‘παινας εξήντα καβαλλάρος
μα ‘γω σαλάτα τρώγω τση, ως τρων τση ψαρογάρους.(12)

Μονομεριάζει η Τουρκιά και κάνει μια κολώνα(13)
να πάνε να πατήσοννε τω Σφακιανώ τη χώρα.
Πάνε μονομεριάζουνε στσ’ Ελληνικές καμάραις
Κι’ οι Χριστιανοί κατέβαιναν και πιάνουν τση Μαδάραις.
Κι ο Κυριακούλης(14) έλεγε απού ‘τον αντρειωμένος
Κ’ ήτουνε κ’ εις τον πόλεμο άξιος και τιμημένος.
Αρπάξετ’ ούλοι τα σπαθιά τ’ άρματα και μαχαίρια
να πάμε να μουντάρουμε(15) εις της Τουρκιάς τα’ ασκέρια
μπορέτως(16) τσ’ αλαργάρουμεν(17) έξω απού τα ταμπούρια.

Και όντεν(18) εκαταβαίνανε στ’ Ασκύφου στα μουράγια(19)
ο κόσμος ελουλούδιζε Τούρκικα μπαϊράκια.
Σαν τα είδασιν οι Σφακιανοι είπαν μικροί μεγάλοι
Χατζή μην πας στον πόλεμο γιατ’ είσαι η κεφαλή μας
κι άνε και σε σκοτώσουνε χάνουμε τη ζωή μας.
Την όρεξί σου φύλαγε και την καβαλλαρία
ώστε να πάμε την Τουρκιά σε άλλην επαρχία,
που να ‘χη κάμπο γι’ άλογα και ρίζα για παιχνιώταις(20)
για την καβαλλαρία σου τση ξακουστούς στραθιώταις.
Έπα(21) στο Φραγκοκάστελλο στενός σούνε ο τόπους,
Κι’ αν δεν λυπάσαι το Χατζή, λυπήσου σκιάς(22) τσ’ ανθρώπους.

«Μα μια φορά γεννήθηκα και μια θε να πεθάνω»,
και μια θα τόνε στερηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Εδώ οπού βρεθήκαμε τον πόλεμο θα κάμω,
Κι’ αν με σκοτώσουν σήμερο σαν άντρας θ’ αποθάνω.
Κι’ αν με σκοτώση ο Πασάς, κόβγει την κεφαλή μου,
και τήνε πάει στα Χανιά και παίρνει την τιμή μου.
Πάλι και τον σκοτώσω εγώ, κόβγω την κεφαλή του,
και τήνε πέμπω στο Μωρηά και παίρνω την τιμή του.
Σελλώσετέ μου τ’ άλογο στον πόλεμο ν’ αράξω(23)
να πάω να βρω τον Μουσταφά και σκλάβο να τον πιάσω.

Και κάνει παρακάλεση, και κάνει το σταυρό του
και πιάνει αλαφρό σπαθί κρεμνά το στο λαιμό του.
Πιάνει και τα πιστόλια του στη μέση του τα βάνει,
σαν πολέμαρχος δεν δειλιά κι’ αν ήθελε αποθάνει.
Και όντας εκαβαλλίκεψε έκλαψε τ’ άλογό του
και τότε δα το γνώρισε δεν ήτο για καλό του.

Και δίδει τη διαταγή εις την καβαλλαρία
«Σήμερα θα την δείξωμε αδέρφια την αντρεία!
Κι’ αν βγούμε απού τον πόλεμο παιδιά μου κερδεμένοι,
στσή Κρήτης ούλο το νησί Τούρκος δεν απομένει.
Πάλι κι’ αν σκοτωθούμενε την σημερινή ημέρα,
θά μασε ‘μνημονεύγουνε τσή Κρήτης τα Καστέλλια.

Δίδει βιτσιά του μαύρου του στην πόρτα ξεπορτίζει
και πιάνονται με την Τουρκιά κι ο πόλεμος αρχίζει.
Στην λύσσα την πολεμική και την φωθιά την τόση,
απ’ όλους που λαβώθηκαν κάνεις δεν θα γλυτώση.
Σαν τρία κάρτα εβάσταξε μα ήτανε δυό ώραις.
κανείς Τούρκος δε γύριζε στσή βουλισμέναις(24) χώραις.
Στην μια μεριά τ’ άλογα, στην άλλην οι σκοτωμένοι
δεμένοι με τσή ζώνες των εχάθηκαν οι ξένοι.
Και μετρηθήκαν οι Ρωμηοί κι’ έλείπαν διακόσοι,
Κι’ οι Τούρκοι μετρηθήκανε κι’ έλειπαν οκτακόσιοι.

Χατζή Μιχάλης φώναξε που τη ψαρή φοράδα:
«Πρόβαλε Μουσταφά πασά κοντά στην ευγοράδα(25)
μη χώνεσαι σαν αλουπού ‘που πίσω απού τ’ ασκέρι
έλα κοντά μου σίμωσε κι’ ή μοίρα ό,τι φέρει.
Μια μπαλωθιά του παίζουνε(26) στο μαρμαρένιο μπέτη(26)
μα κείνος δεν τήνε ψηφά σαν παλληκάρι στέκει.
Και σέρνει το σπαθάκι του και μπαίνει στο ντουμάνι
και την Τουρκιά εσάστισε τον πόλεμο που κάνει.
Δεύτερη μπάλα(28) παίζουν του και στο μερό του δίδει,
μα κείνος δεν τήνε ψηφά κι’ οπίσω δε γυρίζει.
Καστίζει(29) την φοράδα τον και πάει σ’ ένα κάρτο(30)
κι όντιμος(31) βρίσκει σφαλιχτό το βουλιασμένο(32) κάστρο.

Μα δα που σ’ ηύρα σφαλιχτό, πειό σου να μην ανοίξης!
για δεν ευρέθηκ’ ανθρωπος όξω να μου βοηθήξη
Και παίζουνσιν του κι’ άλλη μια δίδουν του στη μασέλλα(33)
και εκείνη τον εγκρέμισε απάνου από τη σέλλα.
«Μα ελάστε σεις οι Σφακιανοί άπου ‘στε παινεμένοι
νά κάνετε τά δίκηα μου ταχυά το μεσημέρι.
Τότες γιουρούντισ’(34) η Τουρκιά την κεφαλή του έκοψαν
για να την πάνε του Πασσά να τώνε δώση γρόσια.
Κι ο Μουσταφάς ως τ’ άκουσε πολύ του βαρεφάνη
γιατί να τόνε σφάξουνε απού ήτον παλληκάρι.
Κι’ αν ήθελε γιατρεύγεται, ήθελε τόνε γιάνει,
γιατ’ ήτο συντοπίτης του άντρας και παλληκάρι.

Μ’ ακόμη και το σήμερο στης Δεκαφτά του Μάη
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζή Μιχάλη.
Και πολεμούν στα σνννεφα κι’ ακούγοντ’οι μπουρμπάδες(35)
φωνές κι’ αλογοπεταλιές στου Καστελλιού τση μπάντες.
Ούλοι οι αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,
μα κείνοι Θιός συγχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν».

Γλωσσάρι:

(1) Ατλήδες: ιππείς, (2) Πρεμαζώξει: περισυλλέξει, (3) Μονομέριασε: συγκέντρωσε, (4) Μισερλήδες: οι Αιγύπτιοι, (5) Απής: ευθύς, (6) Μπρόβολα: εκλεκτά, άξια, (7) Μαδάρα: ορεινός τόπος, βουνό, (8) Γή: ή, (9) Πεσκέσι: δώρο, προσδοκία, (10) Κεχαγιάς: Οικονόμος, Επίτροπος, (11) Λαζόπουλος: Ελλαδίτης που επεχείρησε αποτυχημένη επανάσταση, (12) Ψαρογάρος: σαρδέλλα, (13) Κολώνα: στρατιωτικό σώμα, (14) Κυριακούλης Αργυροκαστρίτης: εκατόνταρχος και υπασπιστής του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, (15) Μουντάρω: εφορμώ, (16) Μπορέτως: δυνατόν, (17) Αλαργάρω: απομακρύνω, (18) Όντεν: όταν, (19) Μουράγιο: τείχος, κρηπίδωμα, (20) Παιχνιώτης: αυτός που κάνει ελιγμούς, που υπεκφεύγει, (21) Επά: εδώ, (22) Σκιάς: τουλάχιστον, (23) Αράζω: πηγαίνω, (24) Βουλισμένη: κατεστραμμένη, (25) Ευγοράδα: πανοραμική θέα, αμφιθεατρικά, ανοικτά, εμφανώς, (26) Μπαλωθιά: τουφεκιά, (27) Μπέτη: στήθος, (28) Μπάλα: σφαίρα, οβίδα, (29) Καστίζω: μαστιγώνω, (30) Κάρτο: μικρή είσοδος φρουρίου, (31) Όντιμος: οπότε, (32) Βουλιοσμένο: καταραμένο, αναθεματισμένο, (33) Μασέλα: σιαγόνα, (34) Γιουρουντίζω: κάνω έφοδο (γιουρούσι), (35) Μπουρμπάδες: ο κρότος των τουφεκιών και των κανονιών.

Πηγές:
– Maria Ghiata Pozios, «Η ιστορία του στρατηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη», σε: issuu.com
– «Ο φοβερός Μάης του 1828 στην Κρήτη, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης και οι Δροσουλίτες του Φραγκοκάστελου», σε: candiadoc.gr
– Β. Ψιλάκης, «Ιστορία της Κρήτης», τόμ. Γ’, εκδ. Αρκάδι.
– Νέστωρ Κουράκης, «Φραγκοκάστελο και Δροσουλίτες», σε: iscreta.gr (με φωτογραφίες Konrad Helbig, 1968).
– Χριστίνα Προφαντή, «Δροσουλίτες: Το μυστήριο με τη στρατιά των νεκρών πολεμιστών που υπερασπίστηκαν τις “Θερμοπύλες της Κρήτης”», σε: enimerotiko.gr
– «Ρίτσαρντ Τσωρτς», σε: el.wikipedia.org
– «Βρίκι: το κύριο πολεμικό πλοίο της Επανάστασης του 1821», σε: ellas2.wordpress.com
– «Φραγκοκάστελλο», σε: el.wikipedia.org
– Κανάκης Γερωνυμάκης, «Μουσταφά Νταϊλή πασάς ο “Γκιριτλής” (Κρητικός): Η ιστορία μίας δεσπόζουσας φυσιογνωμίας εναντίον των απελευθερωτικών αγώνων της Κρήτης», σε: agonaskritis.gr
– «Φραγκοκάστελλο», σε: frangokastellocrete.blogspot.com
– «Τσουδεροί στην Επανάσταση 1821-1831», σε: tsouderos.info
– «Ο φοβερός Μάης του 1828 στην Κρήτη, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης και οι Δροσουλίτες του Φραγκοκάστελου», σε: iansta.blogspot.gr
– «Αποκατάσταση του φρουρίου στο Φραγκοκάστελλο σύμφωνα με ερευνητικό πρόγραμμα του Πολυτεχνείου Κρήτης», σε: tuc.gr
– «Η Μάχη του Φραγκοκάστελλου», σε: sansimera.gr
– Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, «Λαϊκοί θρύλοι και παραδόσεις για παιδιά – Ανθολογία», εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2009.
– Κανάκης Γερωνυμάκης, «Η Μάχη του Φραγκοκάστελλου και οι Δροσουλίτες», σε: agonaskritis.gr
– «Οι Δροσουλίτες – Αρβανίτες του ΧατζηΜιχάλη Νταλλιάνη», σε: cognoscoteam.gr
– «Ο Άγιος Νικήτας στο Φραγκοκάστελλο», σε: iscreta.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s