Το ιστορικό βάρος του Διατάγματος των Μεδιολάνων

Φεβρουάριος 313 μ.Χ.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος (27 Φεβρ. 272 – 22 Μαΐου 337 μ.Χ.) λεπτομέρεια
από ψηφιδωτό στην είσοδο του ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως

Το Διάταγμα των Μεδιολάνων αποτελεί το επίσημο κείμενο, με το οποίο καθιερώθηκε η ανεξιθρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στον χώρο του σημερινού Κάστρου Σφόρτσα του Μιλάνου, όπου τις ημέρες εκείνες τελέστηκε και ο γάμος του Αυγούστου Λικίνιου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Με την υπογραφή του Διατάγματος ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Αύγουστος Λικίνιος έθεσαν τέλος στους διωγμούς των χριστιανών και νομιμοποίησαν τη χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπόμενη θρησκεία» (Religio licita), οι οπαδοί της οποίας έπρεπε να προσεύχονται στον δικό τους θεό για την ευτυχία του κράτους.

Με αυτή την κίνηση ο Κωνσταντίνος δεν έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, αλλά εγγυήθηκε την ανοχή του κράτους απέναντι στους χριστιανούς και σε όλες τις λοιπές θρησκείες που ζούσαν στη σκιά των ειδωλολατρών. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μετά την υπογραφή και θέση σε ισχύ του διατάγματος, οι διωγμοί κατά των χριστιανών έπαυσαν μόνον αφ’ ότου ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας (324 μ.Χ.) και η Πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη (Νέα Ρώμη). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι χριστιανοί να μην κρύβονται πλέον και να μην χρησιμοποιούν τις κατακόμβες ως τόπο τέλεσης της θρησκευτικής τους λατρείας.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων έμεινε στην ιστορία επειδή προέβαλε την «αρχή της θρησκευτικής ανεξαρτησίας», η οποία αποτελεί πανανθρώπινο δικαίωμα. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι με το διάταγμα αυτό και τις μετέπειτα ενέργειές του, ο Mέγας Κωνσταντίνος αναδείχθηκε ο πολιτικός και θρησκευτικός άνδρας που σηματοδότησε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και δημιούργησε συνθήκες που επηρέασαν διαχρονικά και στο σύνολό της την παγκόσμια ιστορία.

Αναθηματική επιγραφή εντός του Κάστρου Σφόρτσα στο Μιλάνο,
στον χώρο όπου υπεγράφη το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ.

Πέρα από τα πολύ ενδιαφέροντα και σημαντικά ζητήματα που αφορούν τη νομοτυπική δομή και τη μορφή της συμφωνίας αυτής των δύο αυτοκρατόρων, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο Διάταγμα των Μεδιολάνων, εκείνο που περισσότερα από όλα έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι η όλως πρωτοποριακή για την εποχή του και τον δημόσιο βίο του καιρού του αξία της δι’ αυτού θεσμικής κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας.

Το διάταγμα αφορούσε και ευνοούσε εξ ολοκλήρου τους χριστιανούς, αφού καθιέρωνε τον χριστιανισμό ως «επιτρεπομένη θρησκεία» (religio licita). Η έκδοσή του καθιέρωνε τη θρησκευτική ανεξαρτησία, ακύρωνε όλα τα προγενέστερα διατάγματα εναντίον των χριστιανών και απέδιδε στους χριστιανούς όλους τους τόπους λατρείας που στο παρελθόν τους ανήκαν και είχαν δημευθεί. Με το Διάταγμα αυτό η χριστιανική Εκκλησία μετά από μια μαρτυρική περίοδο τριών αιώνων, κατά την οποία οδηγήθηκαν στα βασανιστήρια και στον θάνατο πλήθος μαρτύρων – πιστών της, απέκτησε την ελευθερία άσκησης της λατρείας της και την ελευθερία εκπλήρωσης της κοσμοσωτήριας αποστολής της στον κόσμο.

Αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα από καθαρά νομική πλευρά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι νομιμοποιεί την ύπαρξη του χριστιανισμού και ουσιαστικά αφαιρεί την πρωτοκαθεδρία της ειδωλολατρικής θρησκείας, ως μόνης επίσημης θρησκείας του κράτους και την κατατάσσει, υποβιβάζοντάς την, ως ομότιμη και ισότιμη με όλες τις άλλες θρησκείες.

Το Κάστρο Σφόρτσα στο Μιλάνο, όπου το 313 μ.Χ.
υπεγράφη το Διάταγμα των Μεδιολάνων

Κατά την αναφορά του Ευσεβίου το διάταγμα όριζε: «Όταν εγώ ο Αύγουστος Κωνσταντίνος και εγώ ο Αύγουστος Λικίνιος είχαμε την ευτυχία να συναντηθούμε στα Μεδιόλανα, συζητήσαμε όλα όσα συντελούν στο συμφέρον και την ωφέλεια του δημοσίου … αποφασίσαμε κατά πρώτο και κύριο λόγο να διατάξουμε να εξασφαλιστεί η τιμή και ο σεβασμός προς το θείο, δηλαδή να δώσουμε και στους χριστιανούς και σε όλους την ελεύθερη προτίμηση να ακολουθήσουν τη θρησκεία που θέλουν, ώστε, όποια και αν είναι η θεότητα και η ουράνια δύναμη, να μπορέσει αυτή να προστατεύει και εμάς και τους υπηκόους μας. Αυτήν τη βούληση κρίναμε με υγιή και ορθότατο λογισμό, ώστε να μην αφαιρείται από κανέναν η  εξουσία να ακολουθεί και να προτιμά τη λατρεία ή τη θρησκεία των Χριστιανών … ή οποιαδήποτε άλλη θρησκεία που νομίζει ο ίδιος ότι του ταιριάζει καλύτερα …» (βλ. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 10. 5, 4-5).

Πολλά έχουν γραφεί για τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων. Οι ιστορικοί, στην πλειοψηφία τους, συμφωνούν ότι υπήρξαν τόσο πολιτικοί όσο και θρησκευτικοί λόγοι. Ο Μέγας Κωνσταντίνος πίστευε ότι η πολιτική ενότητα του κράτους διασαλευόταν από τους διωγμούς των χριστιανών και τις εμφύλιες συγκρούσεις που γεννούσαν στο εσωτερικό του κράτους. Κατενόησε, ως διορατικός που ήταν, ότι ήταν αδύνατο να εξαλειφθεί ο χριστιανισμός, ο οποίος είχε διαδοθεί σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Είχε δε την πεποίθηση ότι η διδασκαλία του χριστιανισμού, της αγάπης, της ανοχής, της ειρήνης, εισχωρούσε σε ανθρώπους με διαφορετικές πολιτιστικές καταβολές, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ένα οικουμενικό πνεύμα αδελφοσύνης, που θα εμπέδωνε σταθερότητα στο κράτος και θα βοηθούσε στην ανάπτυξη ομοιογένειας εντός αυτού.

Το κοσμοϊστορικό αυτό Διάταγμα δρομολόγησε μια σειρά διατάξεων που επηρέασαν, στο σύνολό της, τη ζωή και την πορεία της ανατέλλουσας αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης. Το χριστιανικό πνεύμα διαπότισε ολόκληρη την πολιτική και κοινωνική ζωή του κράτους. Οι χριστιανοί αποκτούσαν νομική υπόσταση και γίνονταν πραγματικοί πολίτες με πλήρη δικαιώματα, ενώ τους επιτρεπόταν πλέον η ανάληψη κρατικών αξιωμάτων. Τους επεστράφησαν οι δημευθείσες περιουσίες τους, η Κυριακή κατέστη «ημέρα αργίας» και οι νόμοι προσαρμόστηκαν στο χριστιανικό πνεύμα της αγάπης. Οι ναοί καθιερώθηκαν ως «τόποι ασύλου» και αναδείχθηκαν οι μεγάλες χριστιανικές εορτές ως «κρατικές». Το κράτος άρχισε να επιχορηγεί το κτίσιμο ναών και ξεκίνησε η έκδοση νομισμάτων με την απεικόνιση χριστιανικών θεμάτων. Το βασικότερο όμως όλων ήταν η καθιέρωση του σεβασμού των θρησκευτικών ελευθεριών και συνεκδοχικά, του σεβασμού των υπέρτατων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία επηρέασε και επηρεάζει μέχρι σήμερα τις νομοθεσίες όλων των κρατών του κόσμου καθώς επίσης και τις διακηρύξεις και τους καταστατικούς χάρτες των σημαντικότερων διεθνών οργανισμών, φορέων, ενώσεων και ιδρυμάτων που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά.

Άγαλμα του Μεγ. Κωνσταντίνου στο York

Σήμερα, που στο πρόσωπο του Αγίου Κωνσταντίνου, ολόκληρος ο χριστιανικός κόσμος εορτάζει και προβάλλει τη σημασία του Διατάγματος αυτού, θα πρέπει  να σημειώσουμε ότι η θρησκευτική ελευθερία είναι ακόμη ένα αγαθό ζητούμενο και όχι καθιερωμένο. Τούτη η διαπίστωση φαίνεται από τις υπάρχουσες και συνεχώς διογκούμενες παραβιάσεις των θρησκευτικών ελευθεριών, μεταξύ άλλων και σε βάρος των χριστιανών. Σε κάποιες περιοχές του πλανήτη δεν έχει καταστεί εφικτή -ακόμη και σήμερα- η αποδοχή της χριστιανικής πίστης, η οποία τυγχάνει να είναι διαφορετική από την πίστη – θρησκεία της πλειοψηφίας. Εκεί δε που επικρατεί ο θρησκευτικός φανατισμός και ο φονταμενταλισμός, οι θρησκευτικές πιέσεις εναντίον των χριστιανών είναι ισχυρές και απάνθρωπες, όπως για παράδειγμα σε αρκετές περιπτώσεις στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή και στην Αφρική.

Οι διαπιστώσεις αυτές καθιστούν περισσότερο επίκαιρο από ποτέ το πνεύμα και το περιεχόμενο του Διατάγματος των Μεδιολάνων και θέτουν εκ νέου στο προσκήνιο την ανάγκη της ουσιαστικής εμπέδωσης του ζωογόνου μηνύματός του για την καθιέρωση της ελευθερίας του προσώπου και της αγάπης που μεταμορφώνει τους θεσμούς, τη ζωή και αναγεννά τον κόσμο.

Ακολουθεί το κείμενο του Διατάγματος των Μεδιολάνων στα λατινικά:

Edictum Mediolani (313)

Cum feliciter, tam ego Constantinus Augustus, quam etiam ego Licinius Augustus, apud Mediolanum convenissemus, atque universa, quae ad commoda et securitatem publicam pertinerent, in tractatu haberemus, haec inter caetera quae videbamus pluribus hominibus profutura, vel in primis ordinanda esse credidimus, quibus divinitatis reverentia continebatur, ut daremus et christianis, et omnibus liberam potestatem sequendi religionem, quam quisque voluisset, quo quidem divinitas in sede coelesti, nobis atque omnibus qui sub potestate nostra sunt constituti, placata ac propitia possit existere. Itaque hoc consilio salubri ac rectissima ratione ineundum esse credidimus, ut nulli omnino facultatem abnegandam putaremus, qui vel observationi christianorum, vel ei religioni mentem suam dederat, quam ipse sibi aptissimam esse sentiret; ut possit nobis summa divinitas, cujus religioni liberis mentibus obsequimur, in omnibus solitum favorem suum benevolentiamque praestare. Quare scire Dicationem tuam convenit, placuisse nobis, ut, amotis omnibus omnino conditionibus, quae prius scriptis ad officium tuum datis super christianorum nomine videbantur, nunc vere ac simpliciter unusquisque eorum, qui eamdem observandae religioni christianorum gerunt voluntatem, citra ullam inquietudinem ac molestiam sui idipsum observare contendant. Quae sollicitudini tuae plenissime significanda esse credidimus, quo scires nos liberam atque absolutam colendae religionis suae facultatem hisdem christianis dedisse. Quod cum hisdem a nobis indultum esse pervideas, intelligit Dicatio tua, etiam aliis religionis suae vel observantiae potestatem similiter apertam, et liberam pro quiete temporis nostri esse concessam; ut in colendo quod quisque delegerit habeat liberam facultatem, quia (nolumus detrahi) honori, neque cuiquam religioni aliquid a nobis.

Atque hoc insuper in persona christianorum statuendum esse censuimus, quod si eadem loca, ad quae antea convenire consueverant, de quibus etiam datis ad officium tuum litteris certa antehac forma fuerat comprehensa, priore tempore aliqui vel a fisco nostro, vel ab alio quocumque videntur esse mercati, eadem christianis sine pecunia, et sine ulla pretii petitione, postposita omni frustratione atque ambiguitate, restituantur. Qui etiam dono fuerunt consecuti, eadem similiter hisdem christianis quantocius reddant: etiam vel hi qui emerunt, vel qui dono fuerunt consecuti, si petiverint de nostra benevolentia aliquid, Vicarium postulent, quo et ipsis per nostram clementiam consulatur. Quae omnia corpori christianorum protinus per intercessionem tuam, ac sine mora tradi oportebit. Et quoniam iidem christiani non ea loca tantum, ad quae convenire consueverunt, sed alia etiam habuisse noscuntur, ad jus corporis eorum, id est, Ecclesiarum, non hominum singulorum, pertinentia, ea omnia lege, qua superius, comprehendimus, citra ullam prorsus ambiguitatem vel controversiam hisdem christianis, id est, corpori et conventiculis eorum reddi jubebis, supradicta scilicet ratione servata, ut ii qui eadem sine pretio, sicut diximus, restituerint, indemnitatem de nostra benevolentia sperent.

In quibus omnibus supradicto corpori christianorum intercessionem tuam efficacissimam exhibere debebis, ut praeceptum nostrum quantocius compleatur, quo etiam in hoc per clementiam nostram quieti publicae consulatur. Hactenus fiet, ut sicut superius conprehensum est, divinus juxta nos favor, quem in tantis sumus rebus experti, per omne tempus prospere successibus nostris cum beatitudine nostra publica perseveret. Ut autem hujus sanctionis benevolentiae nostrae forma ad omnium possit pervenire notitiam, perlata programmate tuo haec scripta et ubique proponere, et ad omnium scientiam te perferre conveniet, ut hujus benevolentiae nostrae sanctio latere non possit.

Πηγές: pemptousia.gr, el.wikipedia.org, byzantin-history.blogspot.com

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s