Ο Ελκόμενος Χριστός στην Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση

Ο Ελκόμενος Χριστός στην αγιογραφία ιερών ναών της Καστοριάς

Ο «Ελκόμενος Χριστός», τοιχογραφία στον βυζαντινό ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Καστοριάς, 1359-60 μ.Χ.

«Εγώ ως αρνίον άκακον αγόμενον του θύεσθαι»
(Ιερεμ. ια’, 19, «Προφητεία για τον Ελκόμενον επί Σταυρού»)

Οι βυζαντινοί ναοί της Καστοριάς έχουν στο εσωτερικό τους πάμπολλες εκλεκτές τοιχογραφίες αγίων προσώπων και ανάλογων σκηνών. Στις εν λόγω τοιχογραφίες περιλαμβάνεται και μία παράσταση του «Ελκομένου Χριστού», δηλαδή του Χριστού που σέρνεται «προς το σταυρωθήναι», η οποία φιλοτεχνήθηκε το έτος 1359 και σώζεται στον ιερό ναό των Ταξιαρχών Μητροπόλεως.

Η αναφερομένη παράσταση με το δραματικό θέμα παραπέμπει τον θεατή της σε μία ομώνυμη φορητή εικόνα της Μονεμβασίας, που είχε συγκινήσει κατά τον 12ο αιώνα ολόκληρο το Βυζαντινό κόσμο. Όπως αναφέρουν οι Χρονικογράφοι της τότε εποχής, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος (1185-95) παρέλαβε από τη Μονεμβασιά την περίφημη εικόνα του Ελκομένου Χριστού, για να στολίσει την εκκλησία του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, που ο ίδιος είχε κτίσει σε προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως. Η καλλιτεχνική αξία της εν λόγω εικόνας είχε κάνει τότε μεγάλη εντύπωση στη Βασιλεύουσα και γι’ αυτό την αναφέρουν με θαυμασμό όλοι οι βυζαντινοί συγγραφείς που την είδαν και την προσκύνησαν.

Ο ιερός ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Καστοριάς (9ος αι.)

Η τοιχογραφία του Ελκομένου Χριστού στον ιερό ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Καστοριάς μας δίνει μια ιδέα του ονομαστού καλλιτεχνήματος της Μονεμβασιάς. Στο κέντρο της εικονίζεται ο Χριστός, που παριστάνεται περίλυπος και σοβαρός, να σύρεται από έναν άγριο στρατιώτη. Στο φωτοστέφανό Του υπάρχει εγγεγραμμένος Σταυρός και η επιγραφή Ο ΩΝ. Η σεπτή κεφαλή Του περιβάλλεται από καστανή κόμη και κοντό γένι. Η ευγενική όψη Του είναι βασανισμένη, οι ώμοι Του σκυφτοί και τα άχραντα χέρια Του δεμένα με σχοινί. Φορεί φαιό κοντομάνικο χιτώνα και στα πόδια Του έχει σανδάλια. Γενικά, η όλη μορφή του Κυρίου είναι δοσμένη πολύ ρεαλιστικά, για να φανεί το ανθρώπινο πάθος και η αγωνία που Τον κατέχει.

Εμπρός από τον Κύριο εικονίζεται ένας δύσμορφος στρατιώτης και ο Σίμωνας ο Κυρηναίος. Ο στρατιώτης προσφέρει στο Χριστό μας ένα αγγείο με νερό ή κρασί για να πιει, ενώ ο Σίμωνας σηκώνει στους ώμους του το Σταυρό του μαρτυρίου. Πίσω από τον Κύριο ακολουθεί η σπείρα των στρατιωτών με αποκρουστικές όψεις. Φορούν δερμάτινους πλουμιστούς θώρακες, κοντούς στρατιωτικούς χιτωνίσκους και κρατούν στα χέρια τους τριγωνικές ασπίδες και δόρατα.

Συμπερασματικώς, η καστοριανή παράσταση του Ελκομένου Χριστού είναι μία απ’ τις ωραιότερες τοιχογραφίες της εποχής των Παλαιολόγων στη Μακεδονία. Διαθέτει μεγάλη εκφραστικότητα, συνδυασμένη με μοναδική δραματικότητα. Η έμπνευση του αγνώστου δημιουργού της υπήρξε εκπληκτική, η δε σκηνή βαθιά συγκινητική.

Ο «Ελκόμενος Χριστός» στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου του Βουνού Καστοριάς

Ο Ελκόμενος Χριστός στο Γεράκι Λακωνίας

Η παράσταση με τον Ελκόμενο είναι από τα αγαπημένα θέματα στη Λακωνία. Στη βυζαντινή τέχνη ξεκίνησε στα τέλη του 11ου αιώνα, αλλά καθιερώθηκε τον 13ο. Η συγκεκριμένη παράσταση βρίσκεται στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής στο κάστρο, στο Γεράκι. Είναι ζωγραφισμένη στον δυτικό τοίχο, νότια της θύρας εισόδου. Ο Χριστός είναι σε μεγάλες αναλογίες, φοράει ποδήρες, χειριδωτό χιτώνα και έχει τα χέρια του σταυρωμένα. Το πρόσωπό του είναι θλιμμένο αλλά παράλληλα δείχνει και μία γαλήνη κοιτάζοντας δεξιά του το σύμβολο του Πάθους του, τον σταυρό. Επίσης ο Χριστός φέρει ένσταυρο φωτοστέφανο με το επίγραμμα «Ο ΩΝ». Επάνω στον σταυρό στηρίζεται η σκάλα για την άνοδο του Ιησού σε αυτόν. Απέναντι από τον Χριστό υπάρχει ο αγαπημένος Του μαθητής, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος.

Το θέμα του Ελκομένου Χριστού εκτός από τη Ζωοδόχο Πηγή υπάρχει στην Αγία Παρασκευή και στον Προφήτη Ηλία (στο Κάστρο), αλλά σε όχι τόσο καλή κατάσταση. Αυτή η ζωγραφική είναι της Παλαιολόγειας εποχής. Τότε η τέχνη αναπτύχθηκε πάρα πολύ σε όλο το Βυζάντιο. Χαρακτηριστικά εκείνης της τέχνης ήταν οι πολυπρόσωπες σκηνές, το έντονο χρώμα και η απόδοση συναισθημάτων. Το καλλιτεχνικό εργαστήριο που ζωγραφίζει τις εκκλησίες του κάστρου αντιπροσωπεύει αυτή την εποχή. Στη συγκεκριμένη σκηνή ο καλλιτέχνης καταφέρνει να κάνει τον θεατή να νιώσει δέος και θλίψη για τη Σταύρωση του Χριστού. Σύμφωνα με επιγραφή, η οποία δεν σώζεται σήμερα, η αποπεράτωση και φυσικά η αγιογράφηση του ναού έγιναν το 1431 μ.Χ. Άρα και αυτή η παράσταση είναι αυτής της χρονολογίας.

Ο Ελκόμενος Χριστός της ιεράς Μονής Πάτμου

Ο «Χριστός Ελκόμενος», που σύμφωνα με έρευνες αποδίδεται στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (El Greco, περί τό 1500), εξέρχεται άπαξ του έτους από την ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και λαμβάνει μέρος στη λιτανευτική πομπή της Ακολουθίας του Ιερού Νιπτήρος, που τελείται στην Πλατεία Δημαρχείου, στη Χώρα της Πάτμου. Μπροστά στην εικόνα τελείται, επίσης, το τρίτο μέρος της ακολουθίας, η προσευχή του Ιησού στον κήπο της Γεσθημανής.

Από τη λιτάνευση της ιεράς εικόνος στην Πάτμο

Ἱερὸς Ναὸς τοῦ «Ἑλκομένου εἰς τὴν Σταύρωσιν Χριστοῦ» Μονεμβασίας Λακωνίας

Στον χώρο της πλατείας, στην Κάτω Πόλη της Μονεμβασιάς, κυριαρχεί ο μεγάλος και εντυπωσιακός ναός του Ελκομένου Χριστού, που θεωρείται ο παλαιότερος του βράχου. Κτίστηκε τον 6ο ή 7ο αιώνα, με την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων της παραμυθένιας καστροπολιτείας. Στην αρχική του μορφή ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με νάρθηκα στα δυτικά και μία αψίδα στα ανατολικά, όπου εσωτερικά διαμορφωνόταν μεγάλο ημικυκλικό σύνθρονο. Κατά τον 11ο αιώνα προστέθηκαν οι άλλες δύο αψίδες, της πρόθεσης και του διακονικού, και αντικαταστάθηκε το παλαιότερο μαρμάρινο τέμπλο με νέο, τμήμα του οποίου είναι εντοιχισμένο επάνω από την είσοδο του ναού.

Ο Μητροπολιτικός ναός του Ελκομένου Χριστού Μονεμβασιάς

Μεγάλης έκτασης εργασίες έγιναν πιθανότατα τον 14ο αιώνα, ενώ το 1520, στα χρόνια της πρώτης ενετικής κυριαρχίας, ο καθολικός αρχιεπίσκοπος Αρσένιος διέθεσε σημαντικό χρηματικό ποσό για επισκευές του ναού. Το 1538, ένας άλλος δωρητής, ο κόμης Κορίνθου Γεώργιος, το επώνυμο του οποίου στην επιγραφή παραποιείται ως «Κουγκύδας», αντικατέστησε τους κίονες με πεσσούς, για να στηρίξει τις καμάρες που κτίστηκαν στη θέση της παλαιάς ξύλινης στέγης. Το 1697, σύμφωνα με επιγραφή πάνω από την είσοδο, προστέθηκαν ο εξωνάρθηκας, το παρεκκλήσιο στη νότια πλευρά και ο τρούλος στο μέσο, περίπου, του κτηρίου. Ο ναός καταστράφηκε το 1770 από την επιδρομή Τουρκοαλβανών και επισκευάσθηκε αρκετές φορές ακόμη.

Το εσωτερικό του διακοσμείται με αξιόλογα έργα του 17ου και 18ου αιώνα, κυρίως φορητές εικόνες. Το μαρμάρινο τέμπλο του, έργο του Γεωργίου Καπαριά από την Τήνο, κατασκευάσθηκε το 1901 και αντικατέστησε το παλαιότερο ξυλόγλυπτο. Το σημαντικότερο κειμήλιο του ναού είναι η περίφημη μεγάλη εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού, που χρονολογείται στον 14ο αιώνα και αποτελεί υψηλό καλλιτεχνικό δείγμα της ζωγραφικής του τέλους της εποχής των Παλαιολόγων. Η εικόνα, που είχε κλαπεί το 1979 και μετά την εύρεση και την αποκατάστασή της φυλασσόταν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, επέστρεψε στον φυσικό της χώρο το 2011 και εκτίθεται στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου. Ο ναός σήμερα λειτουργεί ως Μητροπολιτικός και εορτάζει τη Μεγάλη Πέμπτη, ενώ στις 23 Μαΐου εορτάζεται η επιστροφή της εικόνας στη Μονεμβασιά.

Η ιστορία της εικόνας

Η εικόνα της Σταύρωσης είχε κλαπεί το Νοέμβριο του 1979 από τρεις αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές στην εικόνα, εφόσον αφαίρεσαν το μουσαμά με την αγιογραφία και έπειτα τεμάχισαν την εικόνα. Η αστυνομία οδηγήθηκε το 1980 στην εξιχνίαση της υπόθεσης και στη σύλληψη των δραστών, ωστόσο το κακό είχε ήδη γίνει. Τη δύσκολη και απαιτητική προσπάθεια αποκατάστασης της εικόνας ανέλαβαν οι καλύτεροι αγιογράφοι της εποχής, οι οποίοι πέτυχαν την επανασυγκόλληση των διαμελισμένων τμημάτων του τέμπλου και στη συνέχεια τοποθέτησαν το μουσαμά με την αγιογραφία του Ελκομένου.

Η εικόνα της Σταύρωσης από τον Μητροπολιτικό ναό του Ελκομένου Χριστού Μονεμβασίας, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες της λεγόμενης Παλαιολόγειας Αναγέννησης και, ως εκ τούτου, αποτελεί ανεκτίμητης αξίας εκκλησιαστικό κειμήλιο. Έχει μέγεθος 1,66×1,55 μ. Ο σπουδαίος λογοτέχνης και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου την έχει χαρακτηρίσει ως τη «σπουδαιότερη Σταύρωση σε φορητή εικόνα». Η επιστροφή της εικόνας στη Μονεμβασία έχει μεγάλη σημασία για τον τόπο, γιατί προέρχεται από το μεγαλύτερο ναό της Κάτω Πόλης, του Ελκομένου Χριστού. Ο ναός οφείλει την ονομασία του στην εικόνα που βρέθηκε εκεί στο τέλος του 12ου αιώνα, με το Χριστό να εικονίζεται με το κεφάλι γερμένο προς τα κάτω από τον πόνο. Ο ναός χτίστηκε περίπου το 1.000 μ.Χ. και δέχθηκε την πρώτη μετατροπή τον 12ο αιώνα και τη δεύτερη τον 14ο, ενώ το παρεκκλήσι του Αγ. Ιωάννη πλάι στον ναό (όπου εκτίθεται η εικόνα) έχει τη δική του ιστορία, που ανάγεται στους 12ο-17ο αιώνες, οπότε μεγάλο μέρος του καταστράφηκε.

Ο ναός του Ελκομένου Χριστού είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Η αρχική οικοδομική του φάση ανάγεται στον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ.

Τα μέτρα ασφαλείας που έχουν ληφθεί για την κατασκευή του κουβούκλιου φύλαξης της εικόνας ξεπέρασαν τις 200.000 ευρώ. Έχει δημιουργηθεί μια ειδικά σχεδιασμένη προθήκη με διπλό τζάμι και ένα ειδικό σύστημα εποπτείας με κάμερες, μέσω του οποίου η εικόνα «σαρώνεται» κάθε δύο δευτερόλεπτα για να μην μπορεί να αντικατασταθεί με αντίγραφό της.

Ὁ περικαλλὴς Ναὸς τοῦ Ἑλκομένου Χριστοῦ, τὸ περίδοξον καύχημα τῆς Μονεμβασίας

«Ἡ Μονεμβασία, κατὰ τὸν Κ. Ζησίου, εἶναι δυνατὸν νὰ λογισθῇ ὑπεράνω πολλῶν ἄλλων πόλεων διὰ τὸ κάλλος τῶν ἐν αὐτῇ χριστιανικῶν μνημείων. Αἱ βυζαντιναὶ εἰκόνες εΙναι λίαν ἀξιόλογοι διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς ζωγραφικῆς, τὰ κοσμήματα τῶν ναῶν εἴτε ἔχουν ζωγραφισθῇ εἴτε γλυπτὰ εΙναι, σπουδῆς εἶναι ἄξια». Ἐπίσης κατὰ τὸν μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ «ἡ Μονεμβασία περιλαμβάνει πλὴν ἄλλων πολυτίμων κειμηλίων καλλιτεχνικῶν καὶ διακοσμητικῶν ἐξόχου τέχνης εἰκόνας. Οἱ δὲ τεχνοκρίτες γενικὰ τὴ χαρακτηρίζουν ὡς τὸ σημαντικώτερον καὶ πλουσιώτερον μουσεῖον βυζαντινῶν εἰκόνων». Ὥστε ὁ Μυστρᾶς πλεονεκτεῖ στὴν καλλιτεχνικὴ δομὴ τῶν ἐκκλησιῶν, ἡ Μονεμβασία στὴν καλλιτεχνικὴ ἀξία, στὴ ζωγραφικὴ τῶν εἰκόνων της. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν οἰκιῶν εἶναι ἀντιπροσωπευτικὴ τοῦ ρυθμοῦ τῆς ἐποχῆς, ὅσο σὲ πολὺ λίγα κάστρα τῆς Ἑλλάδος. Μὲ τὰ σωζόμενα καλλιτεχνικὰ καὶ ἀρχιτεκτονικὰ μνημεῖα ἡ Μονεμβασία, κατὰ τὸν Ἀ. Ξυγγόπουλο, παρέχει μοναδικὸν σχεδὸν παράδειγμα μεσαιωνικῆς πόλεως καὶ ἐκεῖ ἀναπνέει κανεὶς τὸν ἀέρα τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ».

Ἰσχυρὸ ἐρέθισμα γιὰ ἐπίσκεψί της ἀπὸ τοὺς θαυμαστὰς τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Ὅλα μαζὶ καὶ καθένα χωριστὰ δίδουν βαθὺ κι᾿ έντονο μεσαιωνικὸ χρῶμα. «Ἡ Μονεμβασία εἶναι ἕνα ὁλόκληρο βυζ. μουσεῖο» (Ἐγκ. Δομή). Ὁ δὲ ἑλληνικὸς ὀργανισμὸς Τουρισμοῦ στὸ περιοδικό του τὴν προβάλλει ὡς «The Mecca of Wored architects Byzantino Artists and Longists».

Εἰς τὸ μέσον σχεδὸν τῆς κάτω πόλεως ἢ προαστίου, ἡ ὁποία ἔχει σχῆμα ἀνεστραμμένου πὶ (Π) διὰ τῶν τειχῶν της, καὶ δὴ καὶ εἰς τὴν ὁμώνυμον ἢ φερώνυμον πλατεῖαν ὑπάρχει ὁ περικαλλὴς Ναὸς τοῦ Ἑλκομένου Χριστοῦ, τὸ περίδοξον καύχημα τῆς Μονεμβασίας, ὁ χιλιοτραγουδισμένος μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα του καὶ στὸν κόσμον ὅλον ξακουστός. Ὁ τεράστιος διὰ τῂν χωρητικότητα τῆς κάτω πόλεως οὗτος Ναὸς εἶναι τρίκλιτη Βασιλικὴ μετὰ τρούλλου ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ περὶ αὐτοῦ πληροφορίες ἔρχονται ἀπὸ τὸν ΙΒ’ αἰῶνα καὶ ὁμιλοῦσιν περὶ Δεσποτικῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ τύπου Ἑλκομένου. Ἔχομεν ὅμως καὶ πληροφορίαν εἰδικῶν ὅτι τὰ πρῶτα θεμέλια τοῦ ναοῦ ἀνάγονται εἰς τὸν 6ο αἰῶνα. Τούτου δὲ ὄντος ἀληθοῦς ἀποδεικνύεται ὅτι ἐκτίσθη ἀμέσως καὶ συγχρόνως μὲ τὴν κτίσιν τῆς πόλεως. Εἰς τὴν ἀρχαιότητα αὐτὴν σήμερον συνάδει μόνον τὸ Σύνθρονον, ὡς λείψανον τοῦ προγενεστέρου ναοῦ τοῦ Ἑλκομένου. Ὁ σημερινὸς Ναὸς εἷναι κτίσμα τῶν ΙΣΤ’ καὶ ΙΖ’ αἰώνων, κατὰ τὰς περὶ τούτου σωζομένας εἰς πλάκας ἐπιγραφάς. Ἐκ τούτων ἀναφέρεται, ἐμμέτρως πως:

Δοῦλος Χριστοῦ Γεώργιος ἐπίκλησιν Κουιγκύδος
δικαιοφύλαξ δὲ Χριστοῦ στύλους Μονεμβασίᾳ
ἔπηξα κεκοπιακώς, ἱδρῶτας δὲ καὶ πόθον
εἰς ὠφέλειαν καὶ στύλωσιν τοῦ ἁγίου
οἴκου τούτου. Ἐπὶ ἔτους ζμστ’ κατὰ
μῆνα Μάιον, ἤτοι κατὰ τὸ 1538
(ἐπὶ τῆς ἀντερίδος ὑπάρχουσαν)

Ὁ δὲ Χ. Δούκας, ἔνθ. ἀνωτ., σ. 611, παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἐπιγραφὴ εἷναι γραμμένη εἰς στίχους δεκαπεντασυλλάβους. Ἑτέρα δὲ ἐπιγραφὴ ὕπερθεν τῆς κυρίας σημερινῆς εἰσόδου τοῦ Ναοῦ πληροφορεῖ ὅτι «1697 μηνὶ Μαρτίῳ 6 ἐτελιόθη», ἐπὶ τῆς δευτέρας βενετικῆς κατοχῆς, κατὰ τὴν ἰδίαν τῶν Μονεμβασιωτῶν ἐπιλογὴν καὶ προτίμησιν, ἔναντι ἐκείνης τοῦ πάπα, ὡς ἐλέχθη. Μόλις δὲ εἰσέλθη τις εἰς τὸ πρῶτον σκαλοπάτι, κατερχόμενος, λόγω τοῦ ὕψους τῆς πλατείας εἰς τὸ δάπεδον τοῦ Νάρθηκος, μὲ ὀλίγα βήματα ἔνθεν καὶ ἔνθεν, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ τε εἰσερχομένου καὶ ἐξερχομένου, θαυμάζει τοὺς μεγαλοπρεπεῖς Θρόνους κτιστοὺς ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ κυρίως Ναοῦ, διατηρουμένους καὶ εἰσέτι καὶ νῦν ἐν πολὺ καλῇ καταστάσει.

Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος

Ἡ τοπική μας παράδοσις ὁμιλεῖ περὶ τῶν Θρόνων τῶν Αὐτοκρατόρων Ἀνδρονίκου τοῦ Β’ καὶ τῆς Αὐγούστης συζύγου αὐτοῦ, χωρὶς νὰ διασωθῇ τὸ ὄνομα αὐτῆς, δηλαδὴ ἢ τῆς Ἄννης τῶν Οὕγγρων ἢ τῆς Εἰρήνης τοῦ Μομφεράτου. Καὶ ὄντως ἐνασμενιζόμεθα ὅλοι οἱ Μονεμβασιῶται περὶ τῶν κατὰ τὸν περίδοξον τοῦτον Αὐτοκράτορα, τὸν ὁποῖον μακαρίζει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μας κατὰ τὴν Λιτάνευσιν τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, τῇ ὁμωνύμῳ τῆς Ὀρθοδοξίας Κυριακῇ διότι ἀκριβῶς τὸ μετὰ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων εὐσεβῶν Βασιλέων ὄνομα Ἀνδρονίκου περὶ αὐτοῦ πρόκειται, καὶ ὡσαύτως περὶ τοῦ Ἀνδρονίκου τοῦ Γ’ ὡς καὶ τὸ Ἀλέξιος περὶ τοῦ Κομνηνοῦ.

Πλὴν ἐνδελεχὴς ἔρευνα τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ἐν λόγῳ θρόνοι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τὴν Αὐγούσταν, διὰ δύο τουλάχιστον ἐκ πρώτης ὄψεως σοβαροὺς καὶ ἀναμφιλέκτους λόγους. Πρῶτον διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἵσταται ἐκκλησιαζόμενος ὁ Ὀρθόδοξος Βασιλεὺς ἔστω καὶ ἐπὶ τόσον πλέον τιμητικοῦ θρόνου ἐπὶ τοῦ μετὰ τὸν Νάρθηκα τοίχου, δηλαδὴ πίσω ἀπ᾿ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Εἷναι δὲ διαφωτιστικὸν τὸ διαθρυλούμενον ᾆσμα περὶ τῆς ἀντιστοίχου θέσεως αὐτοῦ ἐν τῇ Ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας, κατὰ τὴν πληροφορίαν τοῦ ὁποίου ψάλλει δεξιὰ ὁ Βασιλιᾶς, ζερβὰ ὁ Πατριάρχης κι ἀπὸ τὴν πολλὴν τὴν ψαλμωδιὰ ἐσειόνταν οἱ κολῶνες …». Καὶ ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν τούρκων ξεναγῶν ἐπὶ τοῦ Ναοῦ – Τάφου τοῦ Γένους, κατὰ τὴν ξενάγησιν τῶν ἰδίων ἀρχαιολόγων Χριστιανῶν τε καὶ ὁμοθρήσκων τους Μουσουλμάνων, ἐπισημαίνεται τὸ σημεῖον ποὺ ἵστατο καὶ στεφόμενος ἀκόμη Αὐτοκράτωρ, δεξιόθεν, ὅπου σήμερον τοποθετεῖται ὁ Ἐπισκοπικὸς Θρόνος εἰς τὴν πλέον τιμητικὴν θέσιν, δηλαδὴ ἐκείνην τοῦ Αὐτοκράτορος.

Ο ιερός ναός Ελκομένου Χριστού Μονεμβασιάς (σινική μελάνη), 1984 (christou.gr)

Διὸ καὶ χοροστατοῦντος – ἱερουργοῦντος τοῦ Ἐπισκόπου πολυχρονιζομένου ὑπὸ τοῦ πρωτοψάλτου τοῦ Ναοῦ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν, διὰ τοῦ τεταγμένου ἐξ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τῆς συγχοροστασίας ἀμφοτέρων «τὸν Δεσπότην καὶ Ἀρχιερέα ἡμῶν, Κύριε, φύλαττε εἰς πολλὰ ἔτη, ὡς γνωστόν, τό, «τὸν Δεσπότην ἀνήκει εἰς τὸν αὐτοκράτορα, καὶ ὄχι εἰς τὸν τοποτηρητὴν τοῦ θρόνου του Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ ἐντεῦθεν κατ᾿ οἰκονομίαν, εἰς πάντα χοροστατοῦντα – ἱερουργοῦντα ἐπίσκοπον, διὸ καὶ οὗτος κατέρχεται τῶν βαθμίδων τοῦ Θρόνου εἰς τὴν λέξιν καὶ ἀρχιερέα ἡμῶν». Δεύτερος δέ, «φωνὴν ἀφιείς», λόγος εὶναι ὅτι τῆς ὕπερθεν ἐξωτερικῶς ἐπὶ τοῦ γείσου τῆς ὑπερθύρου μαρμαρίνης πλακὸς πληροφορούσης, ὅτι ὡς ἐλέχθη ἤδη, 1697 μηνὶ Μαρτίῳ 6 ἐτελιόθη, οἴκοθεν νοεῖται, ὅτι τότε ἐπὶ τοῦ νεωστὶ κτισθέντος Νάρθηκος καὶ τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ κυρίως Ναοῦ ἴσως ἐνετοιχίσθησαν καὶ οἱ θρόνοι τοὐλάχιστον κατὰ τὸ ἐπάνω τμῆμα αὐτῶν, διότι τὸ δάπεδον εἶναι ὄντως ἀρχαιότατον. Ἡ σκέψις ὅτι μετεφέρθησαν ἐκ τοῦ κέντρου τοῦ Ναοῦ, θέσεως ἀνηκούσης εἰς τοὺς Βασιλεῖς, καὶ ἐνετοιχίσθησαν ἐκεῖ δὲν ἔχει νόημα, διότι καὶ ὡς μουσειακὰ ἁπλὰ ἐκθέματα ὤφειλαν νὰ μείνουν ἐπὶ τῆς θέσεώς των. Ὁ δὲ Μητροπολίτης, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου θὰ ἀπετολμᾶτο τοιοῦτον τι, πρῶτον ἀδύνατον νὰ τὸ ἐπέτρεπε, καὶ δεύτερον, ἂν τοῦτο ἄκοντος αὐτοῦ ἐγένετο, θὰ ἐντοίχιζε σχετικὴν ἐνθύμησιν.

Ἐντεῦθεν καὶ δὲν ἀπομένει εἰ μὴ νὰ δεχθῶμεν, ὅτι οἱ τιμητικοὶ οὗτοι Θρόνοι ἐκ κατασκευῆς προορίζοντο δι᾿ ἐξέχοντα πολιτικὰ πρόσωπα τῆς πόλεως, τῶν ὁποίων ἡ διαφορὰ τοῦ δόγματος ἢ τῆς θρησκείας, ἐπέβαλε τοῦτο μὲν τὴν πρὸς αὐτοὺς ὀφειλομένην τιμήν, τοῦτο δὲ νὰ μὴ θίγεται τὸ ὀρθόδοξον τῆς θείας λατρείας μέρος, κατὰ τό «ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε». Ἄρα διὰ τὸν προβλεπτήν Βενετὸν Ῥωμαιοκαθολικὸν τὸ δόγμα ἐγένοντο οἱ θρόνοι, καὶ ποτὲ διὰ τὸν Ὀρθοδοξότατον ὄντως μέγαν Θεολόγον καὶ ἅγιον εἰπεῖν Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικον Β’. Ἐκ τῆς φιλόφρονος δὲ πράξεως τῆς παρουσίας τούρκων ὑψηλῶν πολιτικῶν προσώπων κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἐπιταφίου, ἢ τυχὸν καὶ ἄλλων μεγάλων Ἑορτῶν ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ, ὅτε καὶ εὐχὴν ἀνεπέετο ὑπὲρ ὑγείας αὐτῶν, κατ᾿ οἰκονομίαν, ὡς ἀλλοθρήσκων καὶ οἵων μάλιστα ἀλλοθρήσκων, ἀπόστασιν λίθου βολῆς, τουταυτὸ πνοῆς ἀπεχόντων ἐκ τῆς κλειστῆς τῶν Πατριαρχείων Πύλης, μετὰ τοὺς Βενετούς, φυσικὸν ἔρχεται νὰ ἵσταντο ἐπὶ τῶν θρόνων κατὰ τὸ προμνησθὲν ἐν τῇ τουρκοκρατίᾳ πρότυπον, τοῦ Σεπτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου, καὶ οἱ τυχὸν Τοῦρκοι πολιτικοὶ διοικηταὶ τῆς πόλεως.

Άποψη του εσωτερικού του ιερού ναού Ελκομένου Χριστού Μονεμβασίας. Ο ναός διαθέτει μήκος μεγαλύτερο από εκείνο του Μητροπολιτικού ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου των Αθηνών

Τὴν δὲ ἀνακαίνισιν τοῦ εὐμεγέθους ὄντως, ὡς προείπομεν, Ναοῦ τοῦ Ἑλκομένου εἰς μῆκος μεγαλυτέρου καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐν Ἀθήναις Καθεδρικοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ναοῦ, κατὰ τὴν δευτέραν περίοδον τῆς Βενετικῆς κατοχῆς πέραν τῆς πληροφορίας τῆς ἀνωτέρω ἐπιγραφῆς 1538 καὶ 1697 τῆς τελευταίας συστοιχούσης τῇ β’ βενετικῇ κατοχῇ (1687-1715), στεντορείᾳ τῇ φωνῇ κηρύττουσι τὰ θολωτὰ τόξα τῶν κιόνων τῶν κλιτῶν ὡς καὶ τῶν παραθύρων τοῦ Ναοῦ, πάντῃ ἀντίθετα εἰς ἀνατολικὴν Ὀρθόδοξον ναοδομίαν, καὶ πάντως δυτικῆς ὁπωσδήποτε προελεύσεως. Καὶ μόνον ἡ νόθευσις τοῦ κυκλικοῦ τόξου διὰ τῆς παρατηρουμένης σχεδὸν εἰπεῖν γωνίας ὑπενθυμίζει τὸ ὀξύρυγχον δυτικὸν χαρακτῆρα τῆς τεχνοτροπίας. Οὕτω μόνον, ὅπου ἐπίδρασις δυτικὴ ὑπῆρξε, οἱ ἀνατολικοὶ ἠνέχθησαν ἀλλοίωσιν καὶ μάλιστα ἐν προκειμένῳ εἰς Καθεδρικὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν τόσον τετιμημένης Μητροπόλεως 10ης τὴν θέσιν τοῦ Σίδης τῆς Παμφιλίας καταλαβούσης Βασιλικῇ φιλοτιμίᾳ καὶ Προσταγῇ.

Ἐν τῷ Ναῷ τούτῳ τεθησαύρισται ἡ Βυζαντινὴ εὐμεγέθης εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως, πρωτοτύπως ἔχουσα τὸν Ἐσταυρωμένον τεταμένας εὐθείας ἔχοντα τὰς ἀχράντους Αὐτοῦ χεῖρας καὶ ἔνθεν καὶ ἡ πρωτοτυπία του, παλαιολογείου εποχῆς, οὐχὶ ἀπίθανον νὰ εἶναι δῶρον τοῦ εἰρημένου κλεινοῦ Αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου. Αὕτη, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ἐκεῖ διακονίας ἡμῶν, Ἀρχιερατεύοντος τοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Ἱεροθέου, ἐκλάπη καὶ εὐτυχῶς εὑρίσκεται εἰς τὸ Βυζαντινὸν Μουσεῖον συντηρηθεῖσα, ὡς ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἐκλάπη καὶ ἡ ἐφέστιος τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τῆς ἰδίας ἐποχῆς, τῆς ὁμωνύμου ἐν Σπάρτῃ Μονῆς. Ἡμεῖς συνηγοροῦμεν καὶ ἐντεῦθεν τῷ πανδήμῳ αἰτήματι τῶν συντοπιτῶν ἡμῶν Μονεμβασιωτῶν ὑπὲρ τῆς ἐπιστροφῆς τῆς μεγαλωνύμου ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Σταυρώσεως εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν αὐτῆς, τὸ καύχημα τῆς Μονεμβασίας. Ἐπὶ τοῦ τέμπλου δὲ εὕρηνται σήμερον αἱ τέσσαρες δεσποτικαὶ εἰκόνες εἰς μέγεθος κανονικῶν ἀνθρωπίνων διαστάσεων ὀρθίας στάσεως, Τοῦ Ἑλκομένου, τῆς Θεοτόκου, τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ θείου Προδρόμου, ὁμοίας τέχνης. Τοῦ Ἑλκομένου, ἔχομεν τὴν πληροφορίαν ὅτι ἐγράφη εἰς τοὺς Κορφοὺς τυγχάνουσα ἀφιέρωμα τοῦ Λικινίου.

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1700 ἔχομε μίαν πληροφοριαν περὶ τοῦ νέου Ἑλκομένου, Εἰκόνος δεσποτικῆς τοῦ τέμπλου «ἦρθε στὴν μητρόπολι ὁ καινούργιος Ἑλκόμενος ἀπὸ τοὺς Κορφούς, ἀφιέρωμα τοῦ ντοτόρου Ἀνδρέα Λιτσίνιου· ἡ πρώτη λειτουργία 17 Σεπτεμβρίου χοροστατούντων τοῦ παναγιωτάτου δεσπότου Γρηγορίου καὶ Νικοδήμου Ἕλους». Στὴν σελ. 86-7, ἀπαντᾶ ἔμμετρον ἐγκώμιον τοῦ ἀπὸ Μονεμβασίας Κρήτης Λετίτζη Γερασίμου.

Ἐπίγραμμα τῆς εἰκόνος τοῦ Ἑλκομένου
Ὑπὸ Ἰωάννου Ἀποκαύκου, μητροπολίτου Ναυπάκτου,
ἐν «Ἀθηνᾷ», ΙΕ’ (1903), σ. 475, 476, ἀριθμ. 14)

«Ἀν ἀμπελῶνα τῆς Γραφῆς ἐκμανθάνῃς
ἂν ἐν καλῷ κέρατι πίονος τόπον.
Μὴ σταφυλὴν ποιοῦντα, μὴ γλυκὺν βότρυν,
ἀλλ᾿ ἢ μόνον ἄκανθαν ἣν χέρσος τρέφει.
Ὁρᾶς τὸν ἀμπελῶνα, τὴν βλάστην βλέπεις,
ἐν ᾗ στεφανοῖ τοῦ γεωργοῦ τὴν κάραν.
Ἄφες, γεωργὲ τὴν καλὴν ἐργασίαν·
τὸν ἀμπελῶνα τοῦτον ἄτμητον λίπε
καὶ μὴ σκαφνίτω μυστικὴ γεωργία,
ὅπως γένηται πᾶσιν ἐν παντὶ χρόνῳ
ποδῶν καταπάτημα καὶ κοινὴ τρίβος·
καρπὸν γὰρ οὐκ ἤνεγκεν ἀλλὰ πικρίαν»

«Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια
τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο
πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι»
Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

Iδιόμελον τρίτης Ώρας και Δοξαστικό (από την Ακολουθία των Ωρών της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής)

α. Θεοφάνης Μπαθάς Στρελίτζας (ή ο Κρητικός), Ο Ελκόμενος Χριστός, β. Ο Ελκόμενος Χριστός (Via dolorosa) του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, 1589-1597, Μουσείο Τέχνης της Καταλωνίας, Βαρκελώνη, γ. Ο Χριστός Ελκόμενος, έργο του Μανουήλ Πανσέληνου, 1300 μ.Χ.

Ήχος πλ. δ’
Διά τόν φόβον τών Ιουδαίων, ο φίλος σου καί ο πλησίον Πέτρος, ηρνήσατό σε Κύριε, καί οδυρόμενος ούτως εβόα. Τών δακρύων μου μή παρασιωπήσης, είπα γάρ φυλάξαι τήν πίστιν οικτίρμον, καί ουκ εφύλαξα, καί ημών τήν μετάνοιαν, ούτω δέξαι, καί ελέησον ημάς.

Δόξα… Ήχος πλ. α’
Ελκόμενος επί σταυρού, ούτως εβόας Κύριε. Διά ποίον έργον, θέλετέ με σταυρώσαι Ιουδαίοι; ότι τούς παραλύτους υμών συνέσφιγξα; ότι τούς νεκρούς, ως εξ ύπνου ανέστησα; Αιμόρρουν Ιασάμην, Χαναναίαν ηλέησα, διά ποίον έργον θέλετέ με φονεύσαι Ιουδαίοι; αλλ’ όψεσθε εις όν νύν εκκεντάτε, Χριστόν παράνομοι.

Άγιος Ιωάννης Τουρκολέκας
Ο παιδομάρτυρας αδερφός του Νικηταρά που μαρτύρησε στον ναό του Ελκομένου Χριστού

«Στον αδελφό μου πρότειναν ν’ αλλάξει την πίστη του. Του δείχνουν τον σκοτωμένο πατέρα του και του λέγουν κάθησε να σε κάνουμε Τούρκο. Τότε το παιδί κάνει το σταυρό του και τους απαντά: θα πάω κι εγώ εκεί που πάει ο πατέρας μου. Του ξαναλέγουν· γίνε Τούρκος. Το παιδί όμως ξανακάνει το σταυρό του. Έγινε από το αίμα του σταυρός…».
Νικηταράς

Ο Ιωάννης γεννήθηκε στα 1805 στο χωριό Τουρκολέκα Αρκαδίας. Η οικογένεια του διακρινόταν για την ευλάβεια στο Θεό, την αγάπη προς την πατρίδα και τον ηρωισμό της και ανέδειξε σπουδαίους αγωνιστές, μεταξύ των οποίων ο γενναίος ήρωας της Επαναστάσεως του 1821, σπουδαίος οπλαρχηγός της περιοχής και πρωτοπαλίκαρο του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Νικηταράς (Νικήτα Σταματελόπουλου). Πατέρας του Ιωάννη ήταν ο Σταματέλος Σταματελόπουλος – Τουρκολέκας, εκ των σημαντικών αγωνιστών της περιοχής Λεονταρίου Αρκαδίας. Μητέρα του ήταν η Σοφία, μια γυναίκα αγωνίστρια και αδελφή της συζύγου του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Η οικογένεια είχε συνολικά τέσσερις γιους, είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης ήταν ο μικρότερος αδερφός του ήρωα Νικηταρά, για τον οποίο ο Νικηταράς αναφέρεται και στα απομνημονεύματά του. Επίσης αδερφός τους ήταν ο διδάσκαλος της πολεμικής τακτικής, ευπαίδευτος λοχαγός Νικόλαος.

Ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος)

Στα 1816 ο Ιωάννης, αν και ήταν μόλις 11 χρόνων, μαζί με τον πατέρα του και κάποιον Αναγνώστη, γιο του οπλαρχηγού και αγωνιστή του Πάρνωνα Ζαχαριά, ο οποίος είχε πολεμήσει τους Τούρκους στο μοναστήρι της Παναγίας Μαλεβής, μετέβαιναν στο απέναντι νησί των Κυθήρων, προκειμένου να γλιτώσουν από τους Οθωμανούς, οι οποίοι τους είχαν επικηρύξει για τη δράση τους. Ήθελαν να περάσουν στα Κύθηρα, επειδή το νησί των Κυθήρων ήταν ελεύθερο και ανήκε από το 1815 στο Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων νήσων. Όταν όμως έφθασαν στο λιμανάκι της Νεαπόλεως της Λακωνίας και περίμεναν το πλοιάριο που θα τους περνούσε στην αντίπερα όχθη, ξέσπασε κακοκαιρία με αποτέλεσμα το πλοίο να μην μπορέσει να κάνει το δρομολόγιό του. Ο αγάς της περιοχής Χουσεΐν πληροφορήθηκε το γεγονός και έστειλε απόσπασμα, τους συνέλαβε με δόλο και τους έστειλε στον αγά της Μονεμβασιάς. Οι Τούρκοι, αφού τους κακοποίησαν, τους έριξαν στη φυλακή του κάστρου.

Επειδή οι τουρκικές αρχές της Μονεμβασιάς δεν ήξεραν τι να κάνουν με τους τρεις κρατουμένους, ζήτησαν τη συνδρομή του Βοεβόδα του Μυστρά, ο οποίος απάντησε ότι οι συλληφθέντες βαρύνονταν με κατηγορίες και για τον λόγο αυτό έπρεπε να εκτελεστούν. Την επομένη ημέρα ο αγάς διέταξε τον αποκεφαλισμό των δύο ενηλίκων, του πατέρα του αγίου και του Αναγνώστη. Το δε παιδί, κατόπιν σχετικής διαταγής, το οδήγησαν ενώπιον του αγά που του ζήτησε να αλλαξοπιστήσει. Ο αγάς πήρε το παιδί και το οδήγησε στο μέρος που εκείτο το αποκεφαλισμένο σώμα του πατέρα του. Το συμβάν το διηγείται ο ίδιος ο αγωνιστής Νικηταράς, ως εξής: «Στον αδελφό μου πρότειναν ν’ αλλάξει την πίστη του. Του δείχνουν τον σκοτωμένο πατέρα του και του λέγουν κάθισε να σε κάνουμε Τούρκο. Τότε το παιδί κάνει το σταυρό του και τους απαντά: θα πάω κι εγώ εκεί που πάει ο πατέρας μου. Του ξαναλέγουν· γίνε Τούρκος. Το παιδί όμως ξανακάνει το σταυρό του. Έγινε από το αίμα του σταυρός. Πήραν τα κεφάλια τους στην Τριπολιτσά».

Όπως αναφέρει σχετικά ο θεολόγος Λάμπρος Σκόντζος, το παιδί δεν δείλιασε μπροστά στο φοβερό θέαμα του αποκεφαλισμένου πατέρα του και δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να ανταλλάξει την πίστη του στον αληθινό Θεό με τη ζωή του. Οι δαιμονικοί και ανελέητοι αλλόθρησκοι δεν λυπήθηκαν το απροστάτευτο ορφανό παιδί. Γι’ αυτούς, όπως επιτάσσει το Κοράνιο και διδάσκει η ισλαμική παράδοση, όποιος φονεύσει «άπιστο», δηλαδή Χριστιανό, έχει εξασφαλισμένο τον παράδεισο! Έτσι, χωρίς δισταγμό ύψωσαν το φονικό ξίφος και έκοψαν το κεφάλι του ηρωικού Ιωάννη, ο οποίος προστέθηκε στη χορεία των Νεομαρτύρων και Παιδομαρτύρων. Η σφαγή των τριών αυτών ανθρώπων έγινε στις 16 Οκτωβρίου 1816, έξω από τον Ιερό Ναό του «Ελκομένου Χριστού» στην παλαιά Μονεμβασιά. Εκεί, στο δάπεδο της αυλής του Ναού, όπου έγινε η σφαγή του Παιδομάρτυρα Ιωάννη σχηματίστηκε με το αίμα του ένας Σταυρός, φανερό σημείο ότι εισήλθε στη Βασιλεία του Θεού, στη χορεία των Μαρτύρων!

Τα κεφάλια του νεομάρτυρα Ιωάννη και των άλλων δύο ανδρών, τα πήραν οι Τούρκοι και τα έστειλαν πεσκέσι στον πασά της Τριπόλεως, τα δε σώματά τους τα έθαψαν οι χριστιανοί της Μονεμβασιάς. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος ο τόπος ταφής και των κεφαλών και των σωμάτων τους. Στο σημείο όπου μαρτύρησε ο άγιος Ιωάννης στην πλατεία της Μονεμβασιάς, σχηματίστηκε από το αίμα του ο τίμιος Σταυρός και έγινε τόπος προσκυνήματος των Χριστιανών. Κάθε χρόνο το χωριό Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας επαρχίας Μεγαλουπόλεως νομού Αρκαδίας, τιμά την μνήμη του αγίου νεομάρτυρα, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στην Μονεμβασιά και του οποίου ναός υπάρχει στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Κλοπή και αποκατάσταση της ιεράς εικόνος του Ελκομένου Χριστού Μονεμβασίας

Ο λόγος των αυστηρών μέτρων ασφαλείας που τηρούνται για τη φύλαξη της ιεράς εικόνος του Ελκομένου Χριστού Μονεμβασιάς οφείλεται στην κλοπή της εικόνας στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Δράστης ήταν ο Δανιήλ Πασσάς, ένας 47χρονος απόστρατος υπολοχαγός από τον Πύργο Ηλείας, ο οποίος αρχικά, το 1962, είχε κατηγορηθεί για «συνωμοσία κατά του πολιτεύματος» και εκδιώχθηκε από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Αργότερα φυλακίστηκε στις φυλακές Κορυδαλλού για υπόθεση υπεξαιρέσεων και εκεί γνωρίστηκε με τον 37χρονο αρχαιοκάπηλο, Μοιραράκη, ο οποίος του πρότεινε να κλέψει την εικόνα του Ελκομένου Χριστού, η αξία της οποίας υπολογιζόταν τότε σε 100.000.000 δραχμές. Μετά την αποφυλάκισή του, ο απόστρατος μεταμφιέστηκε σε ιερέα και ταξίδεψε στη Μονεμβασιά.

Η εικόνα είναι κλεισμένη σε μαύρο κουτί με διπλό τζάμι. Ειδικό σύστημα εποπτείας με κάμερες τη σαρώνει κάθε δύο δευτερόλεπτα για να μην μπορεί να αντικατασταθεί με αντίγραφο

Τη νύχτα της 10ης Ιανουαρίου 1979 εισέβαλε στον ιερό ναό Ελκομένου Χριστού Μονεμβασιάς και αφαίρεσε 35 εικόνες, μεταξύ των οποίων αυτή της Σταυρώσεως, την οποία τεμάχισε στα τρία για να μπορέσει να την κουβαλήσει. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, για να καλύψει τα ίχνη του ο αρχαιοκάπηλος μοίρασε τα κλοπιμαία σε δύο κρυψώνες. Σε μια γκαρσονιέρα στην οδό Ευγενίου Καραβία στα Κάτω Πατήσια, που νοίκιασε με το ψευδώνυμο Μάριος Παπαδόπουλος και σε ισόγειο της οδού Δελαπόρτα στου Γκύζη, που διατηρούσε με τα ψευδή στοιχεία Γιώργος Γκολφινόπουλος.

Απόκομμα της εφημερίδας Καθημερινή σχετικά με την υπόθεση

Σύμφωνα με τον Σωτήρη Ηλιόπουλο που υπηρετούσε στο Τμήμα Εγκλημάτων κατά της Ζωής και της Ιδιοκτησίας, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Δημήτρης Νιάνιας πήγε στη γκαρσονιέρα του δράστη, γονάτισε στο πάτωμα, έκανε τον σταυρό του και ανέφερε: «Βρέθηκε ο σύγχρονος Παρθενώνας που είχε χαθεί». Όπως ομολόγησε ο κατηγορούμενος, συνεργαζόταν με τον αρχαιοκάπηλο που είχε συναντήσει στις φυλακές και είχε κλέψει εικόνες από τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και την Εύβοια. Μάλιστα είχε παραδεχτεί ότι είχε σκοπό να κλέψει ακολούθως και την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου από μοναστήρι στα Μετέωρα.

Η σπάνια εικόνα της Σταυρώσεως όπως είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» μετά τη σύλληψη του αρχαιοκάπηλου

Η αστυνομία συνέλαβε ακόμα τρία άτομα, τα οποία συνδέθηκαν με τη σπείρα καθώς είχαν βοηθήσει τον Πασσά να κρύψει τα κλοπιμαία. Μετά την εύρεση της εικόνας, τη μετέφεραν στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Σύμφωνα με την προϊσταμένη της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Καλλιόπη Διαμαντή, αποτελεί «ώριμο παράδειγμα υστεροβυζαντινής ζωγραφικής, έργο κλασικού χαρακτήρα». Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που εικόνα από τον ναό του Ελκομένου άλλαξε χέρια. Τον 12ο αιώνα ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ισαάκιος Β’ Άγγελος είχε αφαιρέσει από τον ναό την εικόνα του Ελκομένου Χριστού και τη μετέφερε στη μονή του Ανάπλου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Το 2012, σχεδόν 32 χρόνια μετά την κλοπή της από τον Πασά, η εικόνα επέστρεψε στην Μονεμβασιά και όσοι επισκέπτονται την εκκλησία έχουν πλέον τη δυνατότητα να θαυμάσουν τη μοναδική απεικόνιση της Σταύρωσης από κοντά.

Η αρπαγή της πολύτιμης εικόνας ενέπνευσε την τηλεόραση και δημιουργήθηκε η δημοφιλής σειρά «Ιερόσυλοι» της δεκαετίας του ’80. Ο σεναριογράφος και ηθοποιός, Θάνος Λειβαδίτης ερευνούσε συχνά το αστυνομικό δελτίο και πληροφορήθηκε την κλοπή της εικόνας. Τότε εμπνεύστηκε την υπόθεση μιας αστυνομικής σειράς, όπου μια σπείρα ιερόσυλων θα φωτογράφιζε εικόνες μεγάλης αξίας από διάφορες εκκλησίες για να φτιάξει αντίγραφα και να κλέψει τα πρωτότυπα. Ο Θάνος Λειβαδίτης υποδυόταν τον δημοσιογράφο Άρη Μαρτέλη και η σειρά προβλήθηκε το 1983 σημειώνοντας πολύ μεγάλη επιτυχία και ένα από τα υψηλότερα ρεκόρ τηλεθέασης όλων των εποχών της Ελληνικής τηλεόρασης: 82%!

Σκηνή από το τελευταίο επεισόδιο της σειράς «Ιερόσυλοι»

Πηγές:
– Γιώργος Τ. Αλεξίου, «Ο ελκόμενος Χριστός: Τοιχογραφία στον ναό των Ταξιαρχών», σε: fos-kastoria.blogspot.com και σε: fouit.gr
– «Ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τοῦ Ἑλκομένου», σε: users.uoa.gr
– Ἐπισκόπου Ἐλαίας Θεοδωρήτου Τσιριγώτη, «Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἀνδρόνικος Β’ Παλαιολόγος καὶ ἡ Μονεμβασία, Βασιλικὴ καὶ Ἱερὰ Καστροπολιτεία», Ἐκδ. Ἔλυτρον, Ἀθῆναι, 2005, σ. 382-387
– «Ο απόστρατος που μεταμφιέστηκε σε παπά και άρπαξε την πολύτιμη εικόνα του Χριστού από τη Μονεμβασιά», σε: mixanitouxronou.gr
– «Ιερός Ναός του Ελκόμενου Χριστού», σε: elkomenosmonemvasias.gr
– «Ο Ελκόμενος Χριστός στη Μονεμβάσια», σε: vizantinaistorika.blogspot.com
– «Άγιος Ιωάννης Τουρκολέκας – Ο παιδομάρτυρας αδερφός του Νικηταρά», σε: kimintenia.wordpress.com
– Γιάννης Παπαδόπουλος, «Και οι αρχαιοκάπηλοι φοβέρα θέλουν», σε: square.gr
– Παναγιώτης Χριστάκης, «Ο Ελκόμενος Χριστός», σε: gerakiourcastle.blogspot.com
– «Μ. Πέμπτη: Ο Ελκόμενος Χριστός της Μονής Πάτμου», σε: proschomen.blogspot.com

Καλό Πάσχα!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s