
Η Παναγία μας, το Αμάραντο ρόδο της Οικουμένης
Ο «Ακάθιστος Ύμνος» («Χαιρετισμοί της Υπεραγίας Θεοτόκου») είναι ένα μεγάλο και σπουδαίο ποίημα, γραμμένο τον 6ο αιώνα μ.Χ., που απευθύνεται στην Παναγία μας και της αποδίδει επαίνους, ευχαριστίες και προσευχές. Στους στίχους του, σε ποιητική μορφή με πανέμορφα λόγια, υπάρχουν όλες οι βασικές διδασκαλίες της Ορθοδοξίας για τον Χριστό, την ενανθρώπισή του, τον ρόλο της Παναγίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, την αγνότητα και την αγιότητά Της, αλλά και για τον αγώνα του ανθρώπου για την ένωσή του με το Θεό και τη βοήθεια που ζητάει από το Χριστό και την Παναγία γι’ αυτό.
Ποιητής των Χαιρετισμών είναι, κατά την παράδοση, ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ένας από τους μεγαλύτερους ελληνόγλωσσους ποιητές όλων των εποχών. Το ποίημα είναι μελοποιημένο και ανήκει στο είδος κλασικής μουσικής του Βυζαντίου που ονομάζεται «κοντάκιο». Έχει 24 στροφές («οίκους»), που αρχίζουν, με τη σειρά, καθένας με ένα από τα 24 γράμματα της αλφαβήτου. Πολύ όμορφοι Χαιρετισμοί έχουν γραφτεί και για πολλούς ακόμα αγίους της Εκκλησίας μας, αλλά οι Χαιρετισμοί της Παναγίας αποτελούν πάντοτε τη βασική έμπνευση για όλους τους άλλους.

Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός
Τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης σώθηκε από την επίθεση των Αβάρων μετά από παρέμβαση της Παναγίας στα τείχη της πολιορκούμενης Βασιλεύουσας, όλοι έψαλλαν στην Αγία Σοφία τον «Ακάθιστο Ύμνο» όρθιοι (από εκεί και το όνομά του) και τότε γράφτηκε το πασίγνωστο αρχικό τροπάριο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Η Ορθόδοξη Εκκλησία ψάλλει τους Χαιρετισμούς κάθε Παρασκευή βράδυ, τις πρώτες πέντε εβδομάδες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Για την ακρίβεια, επιμερίζουμε τους Χαιρετισμούς σε τέσσερα μέρη («4 στάσεις») και λέμε από ένα κάθε Παρασκευή, ενώ την 5η Παρασκευή λέγεται ολόκληρο το έργο.
Τους Χαιρετισμούς τους απαγγέλλει με τη μουσική τους ο ιερέας. Πριν απ’ αυτό, οι ψάλτες έχουν ψάλει ένα άλλο περίφημο μουσικό και ποιητικό έργο, που λέγεται «Κανόνας των Χαιρετισμών» (οι κανόνες είναι ένα άλλο είδος βυζαντινής κλασικής μουσικής) και δημιουργός του είναι ένας ακόμη κορυφαίος ποιητής και μουσικός του Βυζαντίου, ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος.

Η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως
Πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί μέσα στους αιώνες (και σήμερα) συνηθίζουν να διαβάζουν τους Χαιρετισμούς κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, αντί για άλλη προσευχή. Άλλωστε η ίδια η Μητέρα του Κυρίου εμφανισθείσα σε πολλούς Αγίους είπε: «Ἐπειδή μου ἀρέσουν ὑπερβαλλόντως οἱ ὡραῖοι Ὕμνοι τῶν 24 Οἴκων, θά ἀγαπῶ, θά προστατεύω, θά σκέπω, καί θά φυλάττω ἀπό πᾶν κακόν πάνα Χριστιανόν, ὅστις θά μέ χαιρετίζη ἅπαξ τῆς ἡμέρας μέ τούς ὕμνους τούτους, καί θά ζῆ κατά τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Κατά δέ τήν τελευταίαν ἡμέραν τῆς ζωῆς αὐτοῦ θά τόν ὑπερασπιστῶ καί ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ μου».
Οι Χαιρετισμοί στην Παναγία κρύβουν το μυστικό της χαράς
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Ιερό Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος Λυθροδόντα, Κύπρος

Τον πένθιμο χαρακτήρα της Μεγ. Σαρακοστής, αναμφίβολα σπάζει η ακολουθία των Χαιρετισμών. Αυτά τα «Χαίρε» που απευθύνουμε στη «Θεοτόκο και Μητέρα του Φωτός», ως ευγνωμοσύνη για τη μεγάλη ευεργεσία της, επιστρέφουν σε μας από την ίδια, απαντώντας -με τρόπο μυστικό- στον χαιρετισμό μας. Φαίνεται πως κάτι το ιδιαίτερο, αλλά και αναγκαίο για την πορεία της ζωής μας, συμβαίνει, ώστε να γεμίζουν οι ναοί από πιστούς κάθε Παρασκευή βράδυ της Σαρακοστής.
Είναι, βέβαια, η τιμή προς το πρόσωπο Εκείνης που έγινε η γέφυρα που έφερε το Θεό ανάμεσά μας, αλλά και η δική μας γέφυρα που ανέβασε «τους εκ γης προς ουρανόν». Μια σχέση προσωπική, μ’ ευγνωμοσύνη και φιλότιμο, για την παρουσία Της στα προβλήματα της καθημερινότητάς μας και στα δύσκολα της ζωής. Αυτό το «Παναγία μου!», που από μικροί μάθαμε να λέμε στα ξαφνικά κι επικίνδυνα, είναι η κραυγή του παιδιού προς τη Μάνα.
Όμως και οι Χαιρετισμοί, που λέγονται στην Παναγία, κρύβουν το μυστικό της χαράς, της αναγκαίας για μας χαράς, για να επιβιώσουμε. Είναι η άλλη χαρά που δεν σχετίζεται με επιτυχίες του κόσμου τούτου ούτε με απουσία δυσκολιών. Είναι η «χαρά διά του σταυρού», που πηγάζει από την ταπείνωση και την αποδοχή των γεγονότων που δεν αλλάζουν.
Η κάθε εποχή έχει τον πόνο και την ομορφιά της. Η δική μας έχει ευκολίες κι ανέσεις, επικοινωνίες και συγκοινωνίες που κάναν τον πλανήτη μια γειτονιά· έχει γνώσεις και πληροφορίες για όσους θέλουν να μάθουν για τον κόσμο, τους ανθρώπους, το διάστημα ακόμα. Όμως, απουσιάζει η χαρά! Αυξήθηκε η μελαγχολία, η μοναξιά, η κατάθλιψη. Πολλαπλασιάστηκαν οι ψυχικές ασθένειες, γέμισε ο κόσμος με προβληματικούς.
Ποιον να επικαλεστείς; Πέρα από τους όποιους ανθρώπους που μπορούν να συμπαρασταθούν και να συμπορευτούν θυσιαστικά και ειλικρινά, υπάρχει η Κυρία Θεοτόκος, η «αγνή Παρθένος Μαριάμ, των θλιβομένων η χαρά», που η αθόρυβη ζωντανή παρουσία Της γίνεται το αποκούμπι μας, η ελπίδα μας. Σ’ αυτήν, μικροί και μεγάλοι, καταφεύγουμε ως τη μόνη «μεσιτείαν» προς τον Υιόν και Θεόν Της, τη μόνη προστασία και βοηθό στις θλίψεις μας.
«Σε σένα, Μητέρα του Θεού μας,
προσπίπτουμε μ’ ευγνωμοσύνη για ό,τι με αγάπη μας προσφέρεις.
Έλα στον πόνο και στις δυσκολίες μας,
στις ατασθαλίες και στις επιπολαιότητές μας
και μεταποίησε τη λύπη σε χαρά,
την αδυναμία σε δύναμη,
την άρνηση και την αδιαφορία σε ζήλο και αγάπη προς το Χριστό.
Σκέπασέ μας από τις ύπουλες επιθέσεις του πονηρού
«τις καθ’ ημών δολίως κινούμενες»
και αξίωσε τον κόσμο σου
να γνωρίσει σε βάθος την ομορφιά
της αιώνιας Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν!»
Χαιρετισμοί της Υπεραγίας Θεοτόκου
Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνη τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος, λέγων τη Ἀπειρογάμω: ὁ κλινας τη καταβάσει τοὺς οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί. Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι, Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε!
ΣΤΑΣΙΣ Α’

Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τό, Χαῖρε (ἐκ γ’)· καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο, καὶ ἵστατο κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει·
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις·
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς·
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα·
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως·
Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργειται ο Κτίστης·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως· Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῆ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πως λέγεις; κράζων· Ἀλληλούϊα.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστὶ τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι. πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ πρὶν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις, χαῖρε, σιγῇ δεομένων πίστις·
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον, χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον·
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός· χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν·
Χαῖρε, τὸ τῶν ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα· χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα·
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα· χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα·
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν· χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ ἀπειρογάμῳ· καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδὺν ὡς ἀγρὸν ἀπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως· Ἀλληλούϊα.
Ἔχουσα θεοδόχον ἡ Παρθένος τὴν μήτραν ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ· τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα· χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα·
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον· χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα·
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν· χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν·
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις· χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις·
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα· χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα·
Χαῖρε, θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία· χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων, λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν ἄμεμπτε· μαθὼν δὲ σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος ἁγίου ἔφη· Ἀλληλούϊα.
ΣΤΑΣΙΣ Β’

῎Ηκουσαν οἱ ποιμένες τῶν ἀγγέλων ὑμνούντων τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν· καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα, ἣν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ· χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων·
Χαῖρε, ἀοράτων εχθρῶν ἀμυντήριον· χαῖρε, παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον·
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλονται τῇ γῇ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύουσι ουρανοῖς·
Χαῖρε, τῶν ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα· χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος·
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα· χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα·
Χαῖρε, δι’ ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης· χαῖρε, δι’ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Θεοδρόμον ἀστέρα θεωρήσαντες μάγοι τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ· καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι’ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν ἄνακτα· καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες· Ἀλληλούϊα.
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι καὶ βοῆσαι τῇ εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας·
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα·
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν·
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων·
Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα·
Χαῖρε, πιστων ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οἱ μάγοι ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμὸν καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρώδη ὡς ληρώδη μὴ εἰδότα ψάλλειν· Ἀλληλούϊα.
Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης͵ Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν· οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες εβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων·
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα· χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα·
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν· χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν·
Χαῖρε, πύρινε στύλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης·
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάννα διάδοχε· χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε·
Χαῖρε, ἡ γῆ ἡ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐξ ἧς ῥέει μέλι καὶ γάλα·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος, ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ, ἀλλ’ ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεὸς τέλειος· διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν κράζων· Ἀλληλούϊα.
ΣΤΑΣΙΣ Γ’

Νέαν ἔδειξε κτίσιν ἐμφανίσας ὁ κτίστης ἡμῖν τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ γενομένοις, ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρὸς καὶ φυλάξας ταύτην, ὥσπερ ἦν, ἄφθορον, ἱνα τὸ θαῦμα βλέποντες ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας·
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα· χαῖρε, τῶν ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα·
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί· χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ΄ οὗ σκέπονται πολλοί·
Χαῖρε, κυοφοροῦσα οδηγόν πλανωμένοις· χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις·
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις· χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις·
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας· χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος, βουλόμενος ἑλκυσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς αὐτῷ βοῶντας· Ἀλληλούϊα.
Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδ’ ὅλως ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα· χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα·
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα· χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα·
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβίμ· χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφίμ·
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα· χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα·
Χαῖρε, δι΄ ἧς ἐλύθη παράβασις· χαῖρε, δι’ ἧς ἠνοίχθη παράδεισος·
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας· χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Πᾶσα φύσις ἀγγέλων κατεπλάγη τὸ μέγα τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον· τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς θεὸν ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον, ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα, ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων ούτως· Ἀλληλούϊα.
Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε· ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τὸ πῶς, καὶ Παρθένος μένεις καὶ τεκεῖν ἴσχυσας; ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριον θαυμάζοντες πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον· χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον·
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα· χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα·
Χαῖρε, ὅτι ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί· χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί·
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα· χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα·
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα· χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα·
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι· χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε· καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεὸς δι’ ἡμᾶς ἐφάνη καθ’ ἡμᾶς άνθρωπος· ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας ὡς Θεὸς ἀκούει· Ἀλληλούϊα.
ΣΤΑΣΙΣ Δ’

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων· ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κατεσκεύασέ σε Ποιητής, ἄχραντε, οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ σου καὶ πάντα σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας· χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας·
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως· χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος·
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς· χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν·
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα· χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα·
Χαῖρε, παστὰς ἀσπόρου νυμφεύσεως· χαῖρε, πιστοὺς κυρίῳ ἁρμόζουσα·
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων· χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου· ἰσαρίθμους γαρ τη ψάμμω ᾠδὰς, ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ημιν τοῖς σοὶ βοῶσιν· Ἀλληλούϊα.
Φωτοδόχον λαμπάδα τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον· τὸ γὰρ ἄϋλον ἅπτουσα φῶς ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας, αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα, κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου· χαῖρε, βολις τοῦ ἀδύτου φέγγους·
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα· χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα·
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν· χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρητον ἀναβλύζεις ποταμόν·
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον· χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ῥύπον·
Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν· χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν·
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας· χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὑτοῦ χάριτος· καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως· Ἀλληλούϊα.
Ψάλλοντές σου τὸν Τόκον, ανυμνοῦμεν σε πάντες ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε· ἐν τῇ σῇ γὰρ οἰκήσας γαστρὶ, ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοι πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ θεοῦ καὶ Λόγου· χαῖρε, ἁγία ἁγίων μείζων·
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ πνεύματι· χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε·
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν· χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν·
Χαῖρε, τῆς ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος· χαῖρε, τῆς βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος·
Χαῖρε, δι’ ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι’ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι·
Χαῖρε, φωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία· χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ Πανύμνητε Μητερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον (γ’), δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας· Ἀλληλούϊα.
Τη ὑπερμάχω στρατηγῶ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν, εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοὶ ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε, ἀλλ’ ὦς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον ἵνα κράζω σοί, Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Στάσις Α’ (Εκφωνεί ο Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Νάκος, εις τους ήχους πλ. δ’, πλ. α’ και πλ. β’. Ψάλλει ο Απόστολος Ντέτσικας):
Πηγές: kimintenia.wordpress.com, romfea.gr, isagiastriados.com, simeiakairwn.wordpress.com, prayer.enavasi.gr
kimintenia.wordpress.com