Το γαϊτανάκι

Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς. Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο!

Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι.

Καθώς κινούνται γύρω από τον στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Ο ένας χορευτής περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από τον άλλον και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια.

Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα. Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στην λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από την ζωή στον θάνατο και το αντίθετο.

Το γαϊτανάκι απαντά σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως όμως είναι ευρύτερα διαδεδομένο στην περιοχή της Θεσσαλίας (Καλλιπεύκη κ.ά.), όπου την ομάδα πλαισίωναν και διάφορα άλλα εθιμικά πρόσωπα, όπως ο Γκαραγκιόζης, το Γκαραγκιοζόπουλο, οι Κλέφτες κ.ά., με ανάλογη μεταμφίεση. Στη Ρόδο χορεύεται με πιο απλουστευμένη χορευτική μορφή (Κριτινιά) ή ως σκωπτικός χορός, χωρίς τις χορευτικές περιπλοκές του θεσσαλικού δρωμένου. Στη Θράκη ο όρος «γαϊτάνι» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον κουλουριαστό ζωναράδικο χορό, όπου ο πρωτοχορευτής περιστρέφει και κουλουριάζει τον κύκλο:

Το γαϊτανάκι

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ανδρ. Καρκαβίτσας

Ριχμένο δίπλα στόν ὦμο, ἐλεεινό, μέ τά χρωματιστά γαϊτάνια τυλιγμένα τριγύρω του, φέρεται σάν ψωφήμι, ἀληθινό ψωφήμι τοῦ καιροῦ καί τοῦ κόσμου, μέ κοσμοπομπή σάν κι’ αὐτό ἄθλια καί ἐλεεινή, στούς δρόμους καί τά τρίστρατα τῆς Ἀθήνας. Ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού μπαίνει τό Τριώδι ἕως τήν καθαρή Δευτέρα πού τελειώνει τῆς τρέλλας ἡ γιορτή, μέ τήν Καμήλα καί τά Ρόπαλα, ἔρχεται τό Γαϊτανάκι νά συμπληρώσῃ τήν ἀηδία τῆς ἀθηναϊκῆς ἀποκρηάτικης διασκεδάσεως. Οἱ ἄνδρες πού τό πλέκουν ντυμένοι μέ παράδοξη στολή, στολή ξεθωριασμένη, στενή, μέ σοῦφρες καί φιογκάκια, μέ κορδέλες καί κουμπιά ἀλλά καί μέ μπαλώματα καί ράμματα, μέ λωρίδες καί κουρνιαχτούς, ἀγριομούστακοι καί μαυροπρόσωποι, ἱππότες θέλουν νά φανοῦν καί φαίνονται μπεχλιβάνηδες. Οἱ ἀνδρογυναῖκες πού τό ξεπλέκουν μέ τά κοντά τους φουστάνια καί τίς ἀνοιχτές τραχηλιές καί τίς κοντές σουφροστεφάνωτες μανίκες, τό καπελλίνο μέ τήν ξεθωριασμένη γάζα καί τό μουρδαρεμένο φτερό, τά μαλλιά τά ψεύτικα, ξέπλεκα καί ἄψυχα σάν ἀλογουρά ἀρρωστιάρικη κάτω ἀπό τόν ποδόγυρο, τίς ἄτζες μέ τίς μισότριβες κάλτσες καί τά παπούτσια καταλασπωμένα κι’ ἐπάνω στή τραχηλιά τά στήθη τά ἡλιοκαμένα καί τό λαιμό τόν ἄνιφτο καί ἀηδῆ ἀπό τόν κουρνιαχτό καί τόν ἵδρωτα καί τά μπράτσα τ’ ἄκομψα, πρωτόβγαλτες θέλουν νά φανοῦν παρθένες καί μοιάζουν ξεσχισμένα καί παραλυμένα πλάσματα τῆς κάτω γειτονιᾶς. Καί ὁ μουσικός ὁ ἄθλιος πού φυσᾷ καί ξεφυσᾷ συντροφεύοντας τό πλέξιμο καί τοῦ χοροῦ τά ἄνοστα γοργοπηδήματα καί κλωθογυρίσματα καί βγάζει τό βογγητό του σάν φρούμασμα μεγαθηρίου ταχτικό καί μονότονο καί ὁ παληάτσος πού συνάζει τῶν καλόβολων θεατῶν τίς πεντάρες, συμπληρώνουν τήν σαχλήν εἰκόνα καί κινοῦν τήν ἀηδία καί τήν ἀγανάχτησι.

α. «Γαϊτανάκι», σκίτσο από την Εφημερίδα «Αρχίλοχος», 1877, β. Παλιό γαϊτανάκι (chilonas.com)

Μόνον ἡ σπιτονοικοκυρά μου ἡ κυρά Σταματική, τρέχει ἔξαλλη, σέρνοντας στήν πλακοστρωμένη αὐλή τά τσόκαρά της, βροντηχτᾶ πελεκητᾶ καί τ’ ὁλοστρόγγυλο σῶμά της σαλεύοντας σάν σημαδούρα σιδεροδεμένη στό βυθό, μόλις ἀκούσει τόν μονότονο ἦχο καί τῶν ποδιῶν τή σαλαλοή νά προβάλει στό στενό μας δρόμο. Κ’ ἔχει μάλιστα τήν καλωσύνη νά φωνάζῃ, ἀσθματική καί τάς παροίκους της νά ἰδοῦν τό θέαμα, νά κράζῃ τίς ἄλλες γειτόνισσες, νά χτυπᾷ στά παραθύρια πολλῶν καί νά κόβεται καί ν’ ἀπορῇ, ἡ δόλια, πῶς βρίσκεται ἀκόμη κόσμος τόσο ἀναίσθητος, νά κάθεται μέσα στή δουλειά του ὅταν ἔξω πλέκεται τό γαϊτανάκι. Καί ἀληθινά πλέκεται τό γαϊτανάκι ἔξω. Ἐκατεβάσθηκε γρήγορα ἀπό τόν ὦμο, ἐστήθηκε ὀρθό στή μέση του δρόμου, ἐπίασε καθένας ἱππότης καί κάθε μιά ἱππότισα ἀπό ἕνα σχοινί καί σφυρίζοντας τοῦ ἀρχηγοῦ καί παίζοντας τοῦ μουσικοῦ, ἀρχίζει ὁ ἄνοστος χορός καί τό γαϊτανοπλέξιμο. Γύρω τα παιδιά στέκονται μέ τά χέρια στίς τσέπες τῶν φτωχικῶν φορεμάτων τους, μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα, ἔκπληχτα κι’ εὐχαριστημένα γιά τό θέαμα οἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς ἀπό τά παράθυρα, τά λιακωτά, προβάλουν περίεργες μέ τά παιδιά στήν ἀγκαλιά, ἄλλες στίς ἐξώπορτες καί λέγουν τίς κρίσεις τους καί χασκογελοῦν ἀπό παραθύρι σέ παραθύρι καί ἀπό ἐξώπορτα σ’ ἐξώπορτα καί ἀπό λιακωτό σέ λιακωτό. Καί πάλι μόνον ἡ σπιτονοικοκυρά μου ἡ κυρά Σταματική στέκει τόρα ἄφωνη, προσεχτική, μαγεμένη, τηράζει καί ξανατηράζει, μέ τήν ἀπόλαυσι ζωγραφιστή στό φεγγαρωτό πρόσωπό της, ὡς πού νά ῥιχθῇ πάλι στόν ὦμο, τυλιγμένο στά χρωματιστά γαϊτάνια του καί μέ τήν κοσμοπομπή σάν κι’ αὐτό ἐλεεινή καί ἄθλια, νά χαθῇ στόν ἄλλο δρόμο τό Γαϊτανάκι…

α. Το Γαϊτανάκι των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων του 1915 του Ε. Παπαδημητρίου. Παρατηρητής, σε πρώτο πλάνο, ο μικρός τσολιάς.. (mikros-romios.gr), β. «Το γαϊτανάκι», αποκριάτικη γελοιογραφία του Θέμου Άννινου για την πολιτική κατάσταση της εποχής (1883). Διακρίνονται οι: Χαρίλαος Τρικούπης (Πρωθυπουργός), Σπυρίδων Καραϊσκάκης (Υπουργός Στρατιωτικών), Παύλος Καλλιγάς (Υπουργός Οικονομικών), Κωνσταντίνος Λομβάρδος (Υπουργός Παιδείας, τελευταίος αριστερά), Δημήτριος Ράλλης (Υπουργός Δικαιοσύνης, τελευταίος δεξιά), η Μαντάμ Ροζού στο βάθος κ.ά. (mikros-romios.gr)

Δέν ἦταν ὅμως ἔτσι πάντα ἄθλιο καί ἐλεεινό, οὔτε εἶχε τόσο ξενική ὄψι, ἡ ἑλληνικώτατη αὐτή ἀποκρηάτικη διασκέδασις. Στό Μεσολόγγι ἔξαφνα πρό ὀλίγου καιροῦ ἦταν ἡ καλήτερη ἀπόλαυσις τῆς ἐποχῆς καί εἶχε ἑλληνικώτατο τόν χαρακτήρα. Οἱ ἄνδρες πού τό ἔπαιζαν ἐφοροῦσαν φουστανέλες χιονάτες καί χρυσοκέντητα μεϊντανογέλεκα καί πλούσια ἁρματωσιά. Τό δαμασκί σπαθί ἔλαμπε στό πλευρό τους καί τά τσαπράζια ἀσπρογιάλιζαν στά στήθη τους σάν φεγγάρι⋅ τά χαϊμαλιά καί τ’ ἁλύσσια, οἱ τοκάδες καί τά μελουδάρια, οἱ παλάσκες καί οἱ ἀσημοσογιάδες ἐβροντομαχοῦσαν στή μέση τους κ’ ἔδενε τό πόσι ἀργυροκέντητο τ’ ὄμορφό τους κεφάλι κ’ ἐφτέρωναν στό χορό τά πόδια τους τ’ ἀλαφρά κοκκινοπράσινα παπούτσια. Τ’ ἀγγελοκάμωτα παιδιά πάλι, ντυμένα στά γυναίκεια, μέ τό φέσι τό μικρό, τό Σμυρνέϊκο στό κεφάλι, στ’ ἄφθονα καί ὁλοζώντανα μαλλιά, τήν κοζόκα τή χρυσοκέντητη, τό σιγαλοπερπάτημα καί τό χαμηλοβλέψιμο, ἔδιναν σ’ ὅλο το θέαμα ἁπλότητα καί ὠμορφιά μεγάλη. Καί ἐσυντρόφευαν αὐτό τό γαϊτανάκι στόν κομψό καί τυπικό χορό του καί τό δυχτιωτό γαϊτανοπλέξιμο, βιολιά κηλαϊδιστά καί τραγουδιστῆς γλυκόφωνος. Κ’ εἶχαν μαζί τους κ’ ἕνα πού κρατοῦσε τό χρυσοκέντητο τσεβρέ καί τόν ἔρριχνε στό σπίτι, πού θά πήγαιναν νά τό πλέξουν. Ἄν τό σπίτι δέν ἤθελε, ἔρριχνε πίσω τόν τσεβρέ καί τό γαϊτανάκι ἔπαιρνε τό δρόμο του. Ὅταν ὅμως ἐκρατοῦσαν τόν τσεβρέ τό γαϊτανάκι ἄρχιζε στήν αὐλή, τά βιολιά κηλαϊδιστά ἐσυντρόφευαν τό χορό καί ὁ τραγουδιστῆς μέ τή φωνή του τήν γλυκειά ἄρχιζε τό τραγούδι του στερεότυπο:

«Γαϊτανάκι ὠρηοπλεμένο, μιά χαρά ἤσουν τό καϋμένο⋅
Γαϊτάνι μου ὠρηοπλεχτό, περιπλεμένο καί χρυσό.
Σ’ ἐπλέξαμε, γαϊτάνι μου, σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά⋅
σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά, μᾶς εἶπαν, χάσαν τά κλειδιά.
Σ’ ἐπλέξαμε καί στοῦ Μακρή μᾶς ἔδωκαν ἕνα φλωρί»

(Παραδοσιακά κεντήματα από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη)

Γαϊτανάκια και μασκαράδες στην αποκριάτικη Λάρισα (Λαογραφικό Μουσείο Λαρίσης) (larissanet.gr)

«Το χαρωπόν και ιστορικόν γαϊτανάκι…»

Στα Γιάννενα, τα χρόνια της ύστερης οθωμανοκρατίας, η «καρδιά» των Αποκριών ήταν η πλατεία των Μνημάτων (εκεί που είναι σήμερα το Λύκειο της Ζωσιμαίας Σχολής). Εκεί που στήνονταν διάφορα θεατρικά δρώμενα από ομάδες – θιάσους, παρελάσεις μασκαράδων και χοροί. Αλλά και το γαϊτανάκι…

Ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, στο διήγημά του «Ηπειρωτικαί αναμνήσεις» (1868-1894), περιγράφει: «Πλησίον δε τούτων το Γαϊτανάκι. Το Γαϊτανάκι ήτο άγνωστον πρότερον εν Ιωαννίνοις, εισήγαγον δ’ αυτό το πρώτον τα παλληκάρια του στρατηγού Θοδωράκη Γρίβα, κατά το 1845. Το πλήθος συνωστίζεται υπό τα παράθυρα των πλουσίων οίκων, όπου προκαλούμενος στήνεται ο λεγόμενος χορός των Καραμπέρηδων*, έχων τούτο το ιδιάζον, ότι κατά την διάρκειαν αυτού κείται πάντοτε επί του εδάφους πλόσκα ή μπότι (πήλινον αγγείον), πλήρες οίνου, το όποιον εις το τέλος εκάστου άσματος περιέρχεται εις τα χείλη των χορευτών».

Γαϊτανάκι στην οδό Κουντουριώτη στα Ιωάννινα (φωτ. Νισήμ Δαυίδ Λεβή)

Ο Κρυστάλλης αποδίδει την έλευση του εθίμου στον στρατηγό Θεοδωράκη Γρίβα. Το σίγουρο είναι ότι το γαϊτανάκι κατέφτασε για πρώτη φορά στα Γιάννενα στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι οθωμανικές αρχές όμως το κατήργησαν αργότερα, διαβλέποντας σε αυτόν εθνικά και αλυτρωτικά φρονήματα λόγω των τραγουδιών και των γαλανόλευκων κορδελών που χρησιμοποιούνταν τότε. Το 1906, Γιαννιώτες αναβίωσαν το γαϊτανάκι.

Κ. Κρυστάλλης

Το κεντρικό πρόσωπο αυτής της αναβίωσης ήταν ο μπαντίδος* Πάνος Ζήσης (γνωστός ως Πάνος Αλευράς), που συμμετείχε σε θεατρικά αποκριάτικα δρώμενα ως ηθοποιός. Ο Αλευράς συνέχισε να οργανώνει το γαϊτανάκι με τους κλασικούς φουστανελάδες χορευτές μέχρι τα γεράματά του. Το 1915, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων, ο Πάνος Αλευράς εκτιμάται ότι διοργάνωσε το τελευταίο του γαϊτανάκι, όντας πια στην ηλικία των 70 ετών.

Τα χρόνια μετά την απελευθέρωση ήταν αρκετά δύσκολα για τους Γιαννιώτες, και τα χαμόγελα κάθε άλλο παρά περίσσευαν, όπως προκύπτει και από ένα ενδιαφέρον χρονογράφημα του Γιώργου Χατζηπελλερέν στην εφημερίδα «Ήπειρος» (30/1/1915). Το χρονογράφημα αυτό αναφέρεται στο αποκριάτικο πνεύμα που δεν υπήρχε και ιδιαίτερα, αλλά και στον Πάνο Αλευρά:

«Εις τας πονηράς αυτάς ημέρας, κατά τας οποίας διά να καύσης δέκα κάρβουνα, πρέπει να έχης σπήτι να το υποθηκεύσεις εις την Αθηναϊκήν Τράπεζαν -αν εννοείται κι αυτή ειμπορεί να σε δανείση- και κατά τας οποίας διά να πλάσης μίαν πήτταν, του παλαιού καλού Γιαννιώτικου καιρού, πρέπει να εκδώσης τουλάχιστον συνάλλαγμα, είνε δύσκολον να συναπαντήσης νέους ανθρώπους, που να ειμπορούν απλώς να σε καλημερίσουν χαρωπά» αναφέρει.

Το γαϊτανάκι του Λυκείου Ελληνίδων

Και συνεχίζει ο Χατζηπελλερέν για τον Πάνο Αλευρά: «Και όμως εις αυτάς τας πονηράς και δύσκολας ημέρας υπάρχει εδώ μέσα, συμμά μας, στα Γιάννινα, άνθρωπος ευτυχής, στου οποίου τες πλάτες τα εβδομήκοντα χρόνια τα κάμει ελαφρόν πούπουλον μία ακμαία, ανθούσα, νεάζουσα διάθεσις, αφού έχει την όρεξιν και την πρωτοβουλίαν κάθε χρονιά -αυτή την ιδίαν ημέραν της Τυρινής- να μας θυμίζη για να μας χορεύη στην Πλατείαν το ωραίον, το χαρωπόν και ιστορικόν γαϊτανάκι».

* Οι «Μπαντίδοι» και οι «Καραμπέρηδες» ήταν δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που «έδρασαν» κυρίως τον 19ο αιώνα, επί οθωμανικής κυριαρχίας ακόμη. Όλοι τους, ανεξαρτήτως σε ποια κοινωνική ομάδα ανήκαν, ήταν οι γλεντζέδες των Ιωαννίνων.

Το γαϊτανάκι της Ζωρζ Σαρή

«Το γαϊτανάκι» της Ζωρζ Σαρή κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά, το 1973 από τις εκδόσεις Κέδρος και επανακυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2014, από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για ένα υπέροχο παιδικό μυθιστόρημα που αφορά την αξία της ειρήνης και της αγάπης μεταξύ των λαών της Γης.

Ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος, ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό ολομόναχος. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Κάποιο δειλινό, την ώρα που ο σοφός γέροντας περιποιόταν τον κήπο του, πέρασαν από μπροστά του τρία κοριτσάκια τραγουδώντας ένα πολύ όμορφο τραγούδι:

«Αν όλα τα παιδιά της Γης πιάναν γερά τα χέρια,
κορίτσια αγόρια στη σειρά και στήνανε χορό,
ο κύκλος θα γινότανε πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας θ’ αγκάλιαζε, θαρρώ»

Η Ζωρζ Σαρή

Το τραγούδι των κοριτσιών, έγινε η αιτία να νοσταλγήσει ο κυρ Νικόλας τα νιάτα του. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να διαβάσει. Ήταν πολύ λυπημένος και σκεφτικός. Τι να την κάνει τόση γνώση, αν είναι μόνος και γέρος; Πόση ζωή του είχε απομείνει άλλωστε; Συλλογιζόταν συνεχώς… Ξαφνικά, το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε, σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και ετοίμασε μία βαλίτσα με τα απαραίτητα. Μια θαυμαστή ιδέα γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα στο μυαλό του. Θα γινόταν ξανά νέος και δυνατός! Τα χάπια Νεοζίλ θα τον βοηθούσαν σε αυτό. Και θα ταξίδευε σε όλη την Γη για ένα σκοπό… Θα προσπαθούσε να πείσει όλους τους νέους του κόσμου να δώσουν τα χέρια μια ορισμένη μέρα, σε μια ορισμένη στιγμή, για να μπορέσουν έτσι να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη. Και όλοι μαζί έτσι πιασμένοι και αγαπημένοι θα χόρευαν και θα τραγουδούσαν σαν μια μεγάλη παρέα!

Γαϊτανάκι σε δρόμο της Πάτρας

Το μεγάλο ταξίδι για τον κυρ Νικόλα, που πλέον ήταν ένας νέος και όμορφος άντρας, είχε μόλις αρχίσει… Χωρίς λεφτά και με τόσες έχθρες πάνω στη Γη, το ταξίδι του αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο, μα τίποτα δεν μπορούσε να μπει εμπόδιο στο όνειρό του. Μέχρι την ημέρα που όλα τα παιδιά της Γης, αγόρια και κορίτσια, από όλες τις φυλές του κόσμου, θα έδιναν τα χέρια και χορεύοντας θα τραγουδούσαν:

«Αν όλα τα παιδιά της Γης πιάναν γερά τα χέρια,
κορίτσια αγόρια στη σειρά και στήνανε χορό,
ο κύκλος θα γινότανε πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας θ’ αγκάλιαζε, θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης φώναζαν τους μεγάλους
κι άφηναν τα γραφεία τους και ‘μπαίναν στο χορό,
ο κύκλος θα γινότανε ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας θ’ αγκάλιαζε, θαρρώ.

Θα ‘ρχόνταν τότε τα πουλιά, θα ‘ρχόνταν τα λουλούδια,
θα ‘ρχόταν και η άνοιξη να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας θ’ αγκάλιαζε, θαρρώ».

Το γαϊτανάκι είναι ένα πολύ όμορφο, αισιόδοξο και τρυφερό παραμύθι. Μια ιστορία αγάπης, έμπνευσης και γενναιοδωρίας. Ένα γαϊτανάκι που ενώνει τους ανθρώπους ανά τη Γη και καταδικάζει τον πόλεμο, την κακία, την ανισότητα και την περιθωριοποίηση των ανθρώπων. Μια ιδέα, ένα όνειρο και ένας ήρωας που διακατέχεται από την αγωνία για το αύριο, από ενθουσιασμό και συναισθήματα καλοσύνης και ανθρωπιάς.

Κατασκευή

Υλικά

1 σκουπόξυλο ψηλό
3 κορδέλες πράσινες από 2μ. η κάθε μία
3 κορδέλες κόκκινες από 2μ. η κάθε μία
3 κορδέλες κίτρινες από 2μ. η κάθε μία
3 κορδέλες μπλε από 2μ. η κάθε μία

Διαδικασία

Δένουμε στην κορυφή κάθε σκουπόξυλου τις κορδέλες και το γαϊτανάκι μας είναι έτοιμο. Οι 12 κορδέλες συμβολίζουν τους 12 μήνες και η κάθε χρωματική ομάδα με τις κορδέλες τις εποχές του χρόνου.

Καλή Σαρακοστή! Και του χρόνου γαϊτανάκι!

kimintenia.wordpress.com

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s