19-20 Οκτωβρίου 1912

Το πέρασμα του Αξιού, 23-24 Οκτωβρίου 1912
Η Μάχη των Γιαννιτσών, στις 19-20 Οκτωβρίου 1912, υπήρξε η πιο φονική αλλά και η σπουδαιότερη του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Πρόκειται για μεγαλούργημα του Ελληνικού στρατού, αφού κατά κοινή παραδοχή, η αναχαίτιση των τουρκικών στρατευμάτων απαιτούσε υπερδιπλάσιες δυνάμεις και ισχυρότατο πυροβολικό. Μετά τη νικηφόρα έκβασή της, η ελληνική Στρατιά κινήθηκε προκειμένου να διαβεί τον υπερχειλισμένο Αξιό ποταμό και να προλάβει να ελευθερώσει την Θεσσαλονίκη πριν τους Βουλγάρους. Μετά από τιτάνια συντονισμένη προσπάθεια στην οποία συνέβαλαν με κάθε τους δύναμη οι κάτοικοι της Χαλάστρας και των γύρω περιοχών, κατέστη εφικτό το πέρασμα του Αξιού από τον Ελληνικό στρατό, τη νύχτα της 23-24ης Οκτωβρίου 1912, υπό καταρρακτώδη βροχή και με κατεστραμμένες όλες τις γέφυρες από τον εχθρό κατά το πέρασμά του. Η Μάχη των Γιαννιτσών και το πέρασμα του Αξιού κατέστησαν εφικτή, λίγες ημέρες αργότερα, την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Η θέση της Μάχης των Γιαννιτσών στην ιστορία των Βαλκανικών πολέμων είναι εξέχουσα. Η κρίσιμη και αποφασιστική αυτή μάχη, για την απελευθέρωσή τους, είναι η σπουδαιότερη των πολέμων αυτών.
Ο Ελληνικός στρατός εξόρμησε στις 5 Οκτωβρίου από τα Θεσσαλικά σύνορα προς Ελασσόνα και Σαραντάπορο, όπου σημειώθηκε η πρώτη λαμπρή νίκη του. Μια εβδομάδα αργότερα κατέλαβε και απελευθέρωσε τα Σέρβια, την Κοζάνη, τα Γρεβενά, την Κατερίνη και την Έδεσσα. Στις 19 Οκτωβρίου βρισκόταν ήδη στα δυτικά των Γιαννιτσών.
Το Ελληνικό Στρατηγείο περίμενε να συναντήσει του Τούρκους οχυρωμένους στην Ανατολική όχθη του Αξιού. Οι Τούρκοι όμως αποφάσισαν να δώσουν μάχη στις φυσικές οχυρές θέσεις των λόφων, δυτικά της πόλεως, που άρχιζαν από τις παρυφές της λίμνης και κατέληγαν στους πρόποδες του Πάικου. Οι λόγοι που προτίμησαν να δώσουν μάχη στα Γιαννιτσά και όχι στην ανατολική όχθη του Αξιού ήταν η οχυρή θέση στο στενό πέρασμα στη λίμνη και στο Πάικο και κυρίως η υπεράσπιση της ιερής πόλης τους, που φιλοξενούσε τον τάφο του Γαζή Εβρέν Μπέη, του πρώτου Τούρκου κατακτητή της Ευρώπης και των απογόνων του.

Έλληνες στρατιώτες στη Μάχη των Γιαννιτσών, 19-20 Οκτωβρίου 1912
Ο Στρατός μας αιφνιδιάστηκε επειδή υπήρχε έλλειψη στρατηγικού επιτελικού σχεδίου, με αποτέλεσμα να βασιστεί σε αυτοσχεδιασμούς της τελευταίας στιγμής. Οι Τούρκοι διέθεταν 25.000 στρατό, στηριζόμενο σε ισχυρό πυροβολικό και 30 πυροβόλα. Κατείχαν ισχυρές θέσεις και πολλές «φωλιές» πολυβόλων που μπορούσαν να θερίζουν κυριολεκτικά κάθε στρατιώτη στο πεδινό έδαφος.
Ο Ελληνικός στρατός διέθεσε, σε πυκνή διάταξη, τις Μεραρχίες του: τρίτη, δευτέρα, τετάρτη, έκτη από τη λίμνη μέχρι το Πάικο και πίσω από αυτές την πρώτη έως εφεδρεία. Η εβδόμη μεραρχία προχωρούσε νότια της λίμνης με σκοπό να καταλάβει την γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής επί του Λουδία και να προχωρήσει προς τον Αξιό ποταμό. Οι στρατιώτες μας ήταν φοβερά ταλαιπωρημένοι από την εξαντλητική πορεία τόσων ημερών, κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Είχαν προβλήματα εφοδιασμού, το ηθικό τους όμως ήταν υψηλό, ύστερα από τις μεγάλες νίκες τους που είχαν προηγηθεί, ενώ τους φλόγιζε την ψυχή η θέληση να προλάβουν να ελευθερώσουν την Θεσσαλονίκη πριν από τους Βουλγάρους.

Η Μάχη των Γιαννιτσών
Τα προελαύνοντα Ελληνικά τμήματα δέχτηκαν τους πρώτους πυροβολισμούς πλησιάζοντας την γέφυρα της Μπάλνιτζας (Μελισσίου). Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό ανασυντάχθηκαν. Συγχρόνως άρχισε και ο κανονιοβολισμός των Τουρκικών πολυβόλων από τα υψώματα του Ταλαμπάζ. Το Ελληνικό πυροβολικό στήθηκε και άρχισε να κανονιοβολεί τις εχθρικές θέσεις. Κάτω από συνεχή κανονιοβολισμό οι μονάδες της τρίτης και δευτέρας Μεραρχίας περνούσαν την γέφυρα και έπαιρναν θέσεις στο πεδίο μεταξύ Μελισσίου και Γιαννιτσών. Η τετάρτη Μεραρχία, βαδίζοντας από Γυψοχώρι προς Μυλότοπο και Αξό, γύρω στο μεσημέρι μπήκε και αυτή στην μάχη. Η έκτη Μεραρχία προχωρούσε από Αχλαδοχώρι προς Αμπελιές, με τα ευζωνικά της τάγματα και ήρθε σε επαφή με τον οχυρωμένο εχθρό, στα αντικρυνά υψώματα.
Έτσι η μάχη γενικεύθηκε σε όλο το μήκος, από Βορρά προς Νότο, με τους Έλληνες στρατιώτες να καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες, ώστε να προχωρήσουν στο ανοιχτό πεδίο και να πλησιάσουν τις εχθρικές θέσεις. Και όλα αυτά κάτω από ισχυρή καταρρακτώδη βροχή.

Η πορεία του Ελληνικού στρατού στη Μάχη των Γιαννιτσών
Η μάχη σταμάτησε αργά τη νύχτα. Την επομένη ημέρα, 20ή Οκτωβρίου 1912, με την ανατολή του ηλίου, ξανάρχισαν οι κανονιοβολισμοί. Γύρω στις 8.45 π.μ. το ένατο ευζωνικό τάγμα, με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Κ. Παπαδόπουλο, κατόρθωσε να καταλάβει το ύψωμα των νεκροταφείων της πόλεως (Μητρόπολη) με τα τέσσερα πυροβόλα που ήταν οχυρωμένα σε αυτό. Κυνήγησε τους υποχωρούντες Τούρκους προς τα ανατολικά. Οι υπόλοιπες γραμμές των Τούρκων, με κίνδυνο να περικυκλωθούν, ύστερα από την είδηση ότι στα βόρεια έσπασε το μέτωπο από τους τσολιάδες, παράτησαν πυροβόλα – πολυβόλα και λοιπό εξοπλισμό και τράπηκαν σε φυγή προς τη Θεσσαλονίκη.
Οι τουρκικές αρχές, όταν έμαθαν ότι ο Ελληνικός Στρατός πλησιάζει, κάλεσαν τους προύχοντες της Ελληνικής Κοινότητας Π. Γκοτζαμάνη, Ι. Μάγγο, Ι. Σταμενίτη, Χ. Λιάπτση, Χ. Γκάλτση, Δ. Μπόσκο μαζί με τον αρχιμανδρίτη της Μητροπόλεως, προκειμένου από κοινού να οργανώσουν την υποδοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου και να παραδώσουν την πόλη αμαχητί. Η υποδοχή θα γινόταν έξω από το Μελλίσι με όλα τα ελληνικά και τουρκικά σχολεία.

Ο αποδεκατισμός των Τούρκων στη γέφυρα των Γιαννιτσών
Με την άφιξη όμως ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων, τόσο από την Βέροια όσο και από την Θεσσαλονίκη, η κατάσταση άλλαξε εντελώς. Οι Έλληνες από τα χαράματα της 19ης, μέχρι την είσοδο του στρατού στην πόλη, έμειναν στα σπίτια τους, περιμένοντας με αγωνία την έκβαση της μάχης. Πολλά γυναικόπαιδα κλείστηκαν για λόγους ασφαλείας στην Μητρόπολη.
Τα πρώτα τμήματα που μπήκαν στην πόλη, από το δρόμο της Αξού ήταν της δευτέρας Μεραρχίας με τον Μέραρχο Καλάρη. Γύρω στις 11 π.μ. από τον ίδιο δρόμο μπήκε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του. Δημογέροντες της ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσμου τους υποδέχονταν μέσα σε παραλήρημα χαράς και ζητοκραυγών, στην οδό Χατζηδημητρίου, στο ύψος της νέας αγοράς. Επακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία, στον ιερό ναό της Παναγίας, για τους νεκρούς στρατιώτες. Γυναίκες της πόλεως τους καθάρισαν, τους έπλυναν με κρασί και τους στόλισαν με λουλούδια. Κατόπιν άρχισε μεγάλη Δοξολογία μπροστά σε αξιωματικούς, στρατιώτες και κατοίκους της πόλεως. Όλα τα σπίτια πήραν στρατιώτες να τους φιλοξενήσουν.

Τμήμα Πεζικού βάλλει κατά του εχθρού στη μάχη των Γιαννιτσών
Η εικόνα των Τούρκων στρατιωτών που ξεχύθηκαν στους λασπωμένους δρόμους ήταν φρικτή. Η καταδίωξη έγινε σε μικρό βαθμό, μέχρι την Πέλλα, κυρίως λόγω της μεγάλης εξάντλησης των ανδρών από την διήμερη μάχη. Οι Τούρκοι διέφυγαν προς Θεσσαλονίκη και οχυρώθηκαν, αποφεύγοντας την πλήρη αιχμαλωσία.Ένας πολεμικός ανταποκριτής των «Times», ο Κρώφορντ Πράις γράφει χαρακτηριστικά: «Είδα πολλά άξια λόγου θέματα στη Μακεδονία, αλλά κανένα απ’ αυτά τόσο σπαρακτικό και τόσο τρομερό, όσο η υποχώρηση του Ταξίν, την επομένη της μάχης των Γιαννιτσών».
Πίσω στα Γιαννιτσά, η Τουρκική συνοικία παραδόθηκε στις φλόγες και τα λάφυρα ήσαν άφθονα. Υπήρξαν 3.000 αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, 25 πυροβόλα από τα 30 και 2 πολεμικές σημαίες. Δεν υπάρχει σαφής εικόνα του αριθμού των νεκρών. Οι απώλειες του Ελληνικού στρατού ήταν βαριές: 10 αξιωματικοί και 178 στρατιώτες νεκροί, 29 τραυματίες αξιωματικοί και 756 στρατιώτες.

Σκοπός πλησίον της γέφυρας του Αξιού
Η Μάχη των Γιαννιτσών υπήρξε η πιο φονική αλλά και η σπουδαιότερη του Α’ Βαλκανικού πολέμου. «Αποτελεί για τον Ελληνικό στρατό νέο τίτλο τιμής και δόξας», σημείωνε στην ημερήσια διαταγή της Στρατιάς ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος. Υπήρξε μια μάχη, κατά την οποία διέπρεψε το πυροβολικό, όπως στη μάχη του Σαρανταπόρου το πεζικό. Πρόκειται για μεγαλούργημα του Ελληνικού στρατού, αφού κατά τις κρίσεις ξένων στρατιωτικών, απαιτούνταν υπερδιπλάσιες δυνάμεις, με ισχυρό πυροβολικό, για να εκτοπίσουν τους Τούρκους από τις ισχυρές τους θέσεις.
Αμέσως μετά τη νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών, η ελληνική Στρατιά έλαβε όλα τα απαραίτητα προπαρασκευαστικά μέτρα, προκειμένου να διαβεί τον Αξιό ποταμό και να κινηθεί στη συνέχεια προς τη Θεσσαλονίκη. Με έγκαιρες διαταγές καθόρισε την προώθηση των μονάδων της προς τον Αξιό και την ταχύτερη δυνατή ζεύξη του με πρόχειρα υλικά, γιατί οι Τούρκοι κατά τη σύμπτυξή τους είχαν καταστρέψει τις γέφυρες (μια οδική ξύλινη και δύο σιδηροδρομικές), ενώ τα νερά του ποταμού είχαν διογκωθεί λόγω των συνεχών βροχοπτώσεων.

Τούρκοι αιχμάλωτοι και οθωμανικός οπλισμός μετά τη Μάχη των Γιαννιτσών
Ειδικότερα το Γενικό Στρατηγείο εγνώρισε, στις 21 Οκτωβρίου, στις Μεραρχίες ότι η Στρατιά θα επιχειρούσε τη διάβαση του Αξιού τη νύχτα 23 προς 24 Οκτωβρίου από τα εξής πιθανά σημεία: Η IV δια μέσου του πόρου Αξιοχωρίου, η VI από την οδική γέφυρα, η II από τη σιδηροδρομική γέφυρα, η I μεταξύ της σιδηροδρομικής γέφυρας και του χωριού Ανατολικό, η III κοντά στο χωριό Ανατολικό και η VII κοντά στο χωριό Χαλάστρα. Ταυτόχρονα διατάχθηκαν οι μεραρχίες να κινηθούν προς τα προαναφερόμενα πιθανά σημεία διαβάσεως και να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα υλικά για τη ζεύξη του ποταμού.
Για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων της Στρατιάς, το Γενικό Στρατηγείο ζήτησε από το Υπουργείο Στρατιωτικών να ενεργήσει ο Στόλος επίδειξη και εικονική απόβαση στον όρμο της Επανωμής, ανατολικά της Θεσσαλονίκης, με σκοπό την παραπλάνηση των τουρκικών δυνάμεων.


Το πέρασμα του Αξιού από τον Ελληνικό στρατό (Οκτ. 1912)
Το απόγευμα της Κυριακής 21 Οκτωβρίου 1912 ξεκίνησε η είσοδος των Ελλήνων στρατιωτών στην Κουλιακιά (Χαλάστρα) και όλο το χωριό τους υποδέχθηκε με πρωτοφανή ενθουσιασμό, παρά τα 500 χρόνια σκλαβιάς στους Οθωμανούς. Νωρίτερα, τα χαράματα της ίδιας μέρας, είχε φτάσει ως εμπροσθοφυλακή η ομάδα του Κουλιακιώτη Μακεδονομάχου Αλέξανδρου Αναγνωστόπουλου.
Το πρόβλημα όμως παρέμενε το πέρασμα του πλημμυρισμένου Αξιού. Λύση δε βρισκόταν και κάθε καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία και η Θεσσαλονίκη να χαθεί.. Τότε εμφανίστηκε ένας καροποιός από τη Χαλάστρα, ο Γιώργης Νταλιγκάρης και έδωσε τη λύση. Με τη βοήθεια των μηχανικών του στρατού, αλλά κυρίως με την καθοριστική συμβολή όλων των κατοίκων του χωριού, οι οποίοι με φιλοπατρία και ομόθυμη έκρηξη προσφοράς διέθεσαν πλάβες (βάρκες), καρφιά, σχοινιά, βαρέλια, κουβάδες και ό,τι ξυλεία είχαν, στις 22 και 23 Οκτωβρίου κατασκευάστηκαν τελικά γέφυρες στους δύο βραχίονες (παλιομάνες) του Αξιού, στη Χαλάστρα, για να περάσει έγκαιρα ο ελληνικός στρατός.

Έλληνες στρατιώτες στις όχθες του Αξιού ποταμού

Το πέρασμα του Αξιού (Πολεμικό Μουσείο)
Στις 23 Οκτωβρίου το Γενικό Στρατηγείο μεταστάθμευσε από τα Γιαννιτσά στο Άδενδρο. Παράλληλα το Υπουργείο των Εξωτερικών γνώρισε στο Γενικό Στρατηγείο την κατάληψη του Διδυμοτείχου από το Βουλγαρικό Στρατό, με συνέπεια την διακοπή των συγκοινωνιών του Τουρκικού Στρατού Μακεδονίας με την Κωνσταντινούπολη. Επίσης το ίδιο Υπουργείο ενημέρωσε το Γενικό Στρατηγείο για την κατάσταση στη Θεσσαλονίκη και την πλήρη αποθάρρυνση του εκεί Τουρκικού Στρατού, που ήταν πλέον έτοιμος να παραδοθεί… Ήταν πια φανερό πως το όνειρο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης ήταν πιο κοντά από ποτέ στην πραγματοποίησή του!
Η Μάχη των Γιαννιτσών ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Ο επιτελικός αξιωματικός του πυροβολικού Μανουήλ Ρακτιβάν έγραψε χαρακτηριστικά προς την Πηνελόπη Δέλτα: «20ή Οκτωβρίου. Γιαννιτσά. Είναι η μέρα που ουσιαστικά πήραμε την Θεσσαλονίκη».

Ο Ελληνικός στρατός περνά τον ποταμό Αξιό (ελαιογραφία του
Κώστα Καραμπουκούκη, Στρατιωτικό Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων, thes.gr)
Ένα αφιέρωμα στην άγνωστη τελευταία μάχη πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Το υλικό επιμελήθηκε η Πολιτιστική Ομάδα του 2ου Γυμνασίου Χαριλάου Θεσσαλονίκης (16 Οκτ. 2012):
Πηγές:
– Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 ΓΕΣ, Δ/νση Ιστορίας Στρατού, σε: proodos-adendro.blogspot.gr
– ypodomi.com, dimosdelta.gr, xalkidikipolitiki.gr
