Η Σφαγή στο Δίστομο

10 Ιουνίου 1944

Η Σφαγή του αμάχου πληθυσμού στο Δίστομο του νομού Βοιωτίας, από τους Γερμανούς Ναζί, έγινε κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1944 και αποτελεί μία εκ των ειδεχθέστερων σφαγών αμάχων από τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις.

Τέσσερις ημέρες πριν τη σφαγή του Διστόμου, στις 6 Ιουνίου, οι σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Νορμανδία. «Οι Γερμανοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι πήγαινε στραβά στον πόλεμο που θεωρούσαν ότι ήταν νικητές! Έχασαν την ψυχραιμία τους! Μέσα στο καλοκαίρι του ’44, είχαν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα από τους Ναζιστές στην Ελλάδα», σημείωσε ο δήμαρχος Διστόμου, Γιώργος Γεωργακός, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο δημαρχείο του χωριού. Οι γερμανικές δυνάμεις βλέποντας ότι χάνουν τον πόλεμο σε όλα τα μέτωπα, προσπάθησαν να συγκροτήσουν την άμυνα τους στη Νορμανδία. Οι μονάδες που βρίσκονταν στην Ελλάδα έπρεπε να μετατεθούν, αλλά η παρουσία του αντάρτικου τις καθήλωνε στη χώρα μας. «Οι Γερμανία έστειλε τους ανώτερους αξιωματικούς στη Νορμανδία και άφησε στην Ελλάδα τους νεαρούς αξιωματικούς. Ο Fritz Lautenbach, ο λοχαγός των Ες-Ες, ο άνθρωπος που έμεινε στην ιστορία, ως ο άνθρωπος που έκανε τη σφαγή του Διστόμου, ήταν μόλις 21 ετών», μας πληροφόρησε ο Χρήστος Παπανικολάου, εθελοντής στο Μουσείο των Θυμάτων Ναζισμού του Διστόμου.

Παράλληλα στις άλλες κατεχόμενες χώρες, 14 μέρες πριν τη σφαγή στο Δίστομο, στρατεύματα από την 7η Prinz Eugen Division των SS εκτέλεσαν 834 Σέρβους ως υποστηρικτές του γιουγκοσλαβικού παρτιζάνικου κινήματος. Δύο ημέρες πριν τη σφαγή στο Δίστομο 135 Καναδοί στρατιώτες αιχμάλωτοι εκτελούνται και γερμανικά πάντσερ πέρασαν πάνω από τα πτώματά τους, ενώ την επομένη ημέρα, στην πόλη Tulle, απαγχονίστηκαν από τους ναζί 99 άτομα. Την ίδια ημέρα με τη σφαγή στο Δίστομο στο Οραντούρ Συρ Γκλάν στη Γαλλία επ’ αφορμής μικρών συγκρούσεων -χωρίς απώλειες- με αντάρτικες δυνάμεις, οι Γερμανικές δυνάμεις σκότωσαν 648 αμάχους, μεταξύ των οποίων 247 γυναίκες και 205 παιδιά. Όλα αυτά δείχνουν ότι υπήρχε μια ευρεία στρατηγική αντιμετώπισης της υποστήριξης των αντάρτικων στρατευμάτων με άγρια αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό. «Ένας Γερμανός νεκρός – 100 Έλληνες νεκροί», ήταν η εντολή της ναζιστικής Γερμανίας προς τους αξιωματικούς της. Στόχος των ναζί ήταν να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες, ώστε να πάψουν να ενισχύουν και να υποθάλπουν τις αντάρτικες μονάδες που τους πολεμούσαν.

Η Διστομίτισσα Μαρία Παντίσκα. Η φωτογραφία της – σύμβολο του πόνου
από τη γερμανική θηριωδία, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «LIFE»

Το ιστορικό της σφαγής

Η περιοχή της Βοιωτίας δεν δημιούργησε τάγματα ασφαλείας αλλ’ αντιθέτως στήριζε τον ΕΛΑΣ. Οι μονάδες των Γερμανών που είχαν αποσταλεί στην περιοχή της Βοιωτίας είχαν ιστορικό σφαγών αιχμαλώτων στο Ανατολικό μέτωπο του πολέμου. Στις 10 Ιουνίου του 1944 ο μόλις εικοσιενός ετών τότε Φριτς Λάουτενμπαχ (1923-1996), λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει τον λόχο του από τη Λειβαδιά προς τα χωριά Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι, με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στη δυτική πλευρά του Ελικώνα. Ως δόλωμα οι Γερμανοί είχαν δύο επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, που προπορεύονταν της κύριας φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθυνόταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον 2ο λόχο. Οι τρεις λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες εκτός από 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και εκφοβίζοντας τους χωρικούς έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο Στείρι. Ο 2ος λόχος κατευθύνθηκε προς τα εκεί και στη θέση Λιθαράκι, περιοχής Στειρίου, έπεσε σε ενέδρα των ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Η μάχη του Στειρίου ήταν σκληρή και κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι, αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση.

Η Σφαγή του Διστόμου

Αν και από το χωριό Δίστομο τα Γερμανικά στρατεύματα δεν δέχθηκαν κάποια πρόκληση (παρ’ όλο που μεταπολεμικά έτσι ισχυρίστηκαν οι Γερμανοί κατηγορούμενοι της σφαγής), για λόγους αντεκδίκησης ο 2ος λόχος του 8ου Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των SS άρχισε τη σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και οι ναζί αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στη βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων 117 γυναίκες, 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 ετών. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly, ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά από λίγες μέρες, μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή, με πτώματα να κρέμονται ακόμα και από δέντρα περιμετρικά του δρόμου που οδηγεί στο χωριό.

Τις 24 Ιουνίου 1944, οι Γερμανοί επανήλθαν και έκαψαν τα σπίτια και τις θημωνιές στα αλώνια του Στειρίου, χωρίς ανθρώπινες απώλειες, αφού οι κάτοικοι του είχαν προλάβει να κρυφτούν σε γειτονικές δύσβατες περιοχές του χωριού. Ο λοχαγός των SS Φριτς Λάουτενμπαχ (Fritz Lautenbach) είναι ο άνθρωπος που εκτέλεσε την εντολή για τη σφαγή του Διστόμου, ο οποίος και μετά το τέλος της συνέταξε ψευδή αναφορά που ανέφερε ότι οι άνδρες του δήθεν δέχθηκαν επίθεση «με όλμους, αυτόματα όπλα και τουφέκια από τη μεριά του Διστόμου». Η αναφορά του Lautenbach αμφισβητήθηκε αμέσως καθώς ο Georg Koch, πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας o οποίος συνόδευε επίσης το τάγμα, υπέβαλε ξεχωριστή αναφορά κατά την οποία βεβαίωσε ότι το τάγμα στην πραγματικότητα έπεσε σε ενέδρα πολλά μίλια έξω από το Δίστομο. Ο Koch προσθέτει επίσης ότι μόνο αφού το τάγμα είχε αποτελεσματικά απωθήσει τους «αντάρτες», έκανε μεταβολή προς το Δίστομο για να διεκπεραιώσει τη σφαγή.

Διστομίτισσα μπροστά στο μνήμα των σφαγιασθέντων συγγενών της

Στην ανάκριση που ακολούθησε, ο Λάουτενμπαχ υπερασπίστηκε τις επιλογές του λέγοντας ότι προτίμησε συνειδητά ν’ ακολουθήσει το πνεύμα των διαταγών, παρά το γράμμα. Επίσης δήλωσε ότι γνώριζε πως η επιλογή του μπορούσε να θεωρηθεί ανυποταξία, ωστόσο ήλπιζε να εγκριθεί εκ των υστέρων, βάσει των ανθρωπιστικών και στρατιωτικών ιδανικών. Σημειώνεται ότι στο στρατοδικείο που ακολούθησε, δεν κλήθηκε κανένας Έλληνας μάρτυρας να καταθέσει για τη σφαγή του Διστόμου. Ένας από τους επκεφαλής που θεωρήθηκε επίσης υπεύθυνος για τη σφαγή στο Δίστομο, ο Χανς Τσάμπελ (Hans Zampel), μετά το τέλος του πολέμου, συνελήφθη στη Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Στην πορεία ζητήθηκε η μεταφορά του στη Γερμανία για τις εκεί έρευνες, όπου και παρέμεινε. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ζει ως σήμερα ελεύθερος. Μέλη του ίδιου συντάγματος είχαν πραγματοποιήσει έναν μήνα μόλις πριν, την Σφαγή της Κλεισούρας, με 273 αμάχους νεκρούς, ανάμεσά τους παιδιά και βρέφη.

«Αντίκρισα στη μέση του σπιτιού την αδελφή μου ανάσκελα, γυμνή από τη μέση και κάτω. Το φουστάνι της ήταν γυρισμένο προς τα πάνω και σκέπαζε το σχισμένο και κομματιασμένο στήθος της, το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο, όλο το σώμα της κατακομματιασμένο. Μα το χειρότερο και φρικαλεότερο θέαμα ήταν, όταν από τη στάση του σώματός της κατάλαβα ότι οι Γερμανοί είχαν βιάσει το άψυχο κορμί της. Δίπλα της βρισκόταν το τεσσάρων μηνών κοριτσάκι της λογχισμένο, με σπασμένο το κεφαλάκι του, και στο στόμα του είχε τη ρώγα του στήθους της μάνας του που είχαν κόψει εκείνοι οι κανίβαλοι. Το άλλο κοριτσάκι της, η 6χρονη Ελένη, βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού μέσα σε μια λίμνη αίματος με βγαλμένα τα σπλάχνα του. Το είχαν ξεκοιλιάσει με μαχαίρι. Το αγόρι της, τον 3χρονο Γιάννη, το βρήκα νεκρό στην αυλή με λιωμένο κεφάλι» (αφήγηση επιζώντος της σφαγής).

Ο Ηλίας Βενέζης για τη σφαγή στο Δίστομο

Ο σπουδαίος συγγραφέας μιλά για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των ναζί στην κατοχική Ελλάδα

Στις 10 Ιουνίου 1944, γράφτηκε μία από τις μελανότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις μπαίνουν στο Δίστομο Βοιωτίας και με σκοπό να εκδικηθούν εις βάρος τους επίθεση από Έλληνες αντάρτες, διέπραξαν ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα. Οι άνδρες των SS μπήκαν στην πόλη του Διστόμου με σκοπό ν’ αφήσουν πίσω τους μόνο νεκρούς. Σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή, οι νεκροί έφτασαν τους 228, εκ των οποίων 117 ήταν γυναίκες και 111 άντρες. 53 από τους νεκρούς ήταν παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών. Σύμφωνα πάντως με μαρτυρία του Ελβετού απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, George Wehrly, που έφτασε στο Δίστομο λίγες ημέρες αργότερα, οι νεκροί στην ευρύτερη περιοχή έφτασαν τους 600. Επτά χρόνια αργότερα, στο φύλλο του «Βήματος» της 15ης Μαΐου 1951, ο σπουδαίος συγγραφέας και πολυετής συνεργάτης της Εφημερίδος, Ηλίας Βενέζης, γράφει για τη μαύρη εκείνη ημέρα της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας:

«Το Βήμα», φύλλο της 15ης Μαΐου 1951, Ιστορικό Αρχείο «Το Βήμα» και «Τα Νέα»

»Γιατί θυμόμαστε σήμερα το Δίστομο και το αποσπούμε από την περιοχή του λησμονημένου καιρού; Ω, είναι μια μικρή είδηση στις εφημερίδες. Μας είχανε παραδώσει, λέει, οι σύμμαχοι, για να τον δικάσουμε τον Γερμανό αξιωματικό, τον δήμιο του Διστόμου.

»Τον είχαμε στις φυλακές του Αβέρωφ. Και ήταν ακριβώς μια από αυτές τις μέρες, που πλησιάζει η επέτειος, ήταν να γίνει η δίκη του. Αλλά η δίκη την τελευταία στιγμή σταμάτησε. Γιατί έτσι γίνεται, λέει, και στο Παρίσι. Έγινε, λέει, και στο Παρίσι μια συνθήκη εμπορική Γαλλίας – Γερμανίας. Και από τότε κάθε δίωξη Γερμανού εγκληματία πολέμου σταμάτησε.

Ηλίας Βενέζης

»Λοιπόν και εμείς έχουμε καπνά να στείλουμε στη Γερμανία. Τα καπνά πρέπει να σβήσουν το Δίστομο και το σβήνουν. Ο άνθρωπος, ο ήρωας της ηλιόλουστης εκείνης μέρας του Διστόμου με τις βιασμένες, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, με τα σκοτωμένα βρέφη, με τους αποκεφαλισμένους παπάδες (…), ο ήρωας εκείνης της μέρας της “δύναμης” θα πρέπει να αφεθεί να πάει, να αφεθεί να πάει να καλλιεργήσει τα λαχανικά του στον κήπο του σπιτιού του και να παίξει λίγο από εκείνη τη ζεστή, παθητική παλιά γερμανική μουσική».

»Κανένα αίσθημα εκδίκησης, κανένα αίσθημα αγριότητας δεν υπαγορεύει αυτές εδώ τις γραμμές. Ο άνθρωπος που τις γράφει μπόρεσε, παιδί ακόμα, γυρίζοντας από μία φριχτή δοκιμασία σε άλλη περιοχή της ελληνικής τραγωδίας, γυρίζοντας απ’ τα εργατικά τάγματα των σκλάβων της Ανατολής, μπόρεσε να δώσει στη λογοτεχνία της πατρίδας τους ένα βιβλίο εκείνου του αβάσταχτου πόνου χωρίς μίσος. Δεν πιστεύει, ο άνθρωπος που γράφει εδώ, στη “γόνιμη” καταπώς λεν δύναμη του μίσους. (…) Πιστεύω πως και αυτό ακόμα το τέρας του Διστόμου θα έχει εφιάλτες και τύψεις».

» “… Όταν οι τροχοί εσταμάτησαν προ του Διστόμου τρομερά η γαλήνη ηπλούτο εντός χωρίου. Δεν εφείσθησαν ουδενός. Ο πατήρ πρώτος, η σύζυγος κατόπιν και ηκολούθουν τα τέκνα οιασδήποτε ηλικίας.

»Βρέφη δύο, πέντε και επτά μηνών εκρεουργούντο δι’ αποκοπής της καρωτίδος. Αλλά καθ’ ην στιγμήν εθηλάζοντο. Ανευρέθη βρέφος φέρον εις το στόμα του αποκεκομμένον τον μαστόν της μητρός του, με τραύμα εις το κέντρον του άνω μέρους της κεφαλής του και έτερον εις τον λαιμόν.

»Το παιδί του εκτελεσθέντος ειρηνοδικού Γκριτσέπη και της βιασθείσης και σφαγιασθείσης συζύγου του ευρέθη πληγωμένον την επόμενην της φοβεράς σφαγής παρά το πτώμα του πατρός του το οποίον δεν ήθελε να αποχωρισθή. Τα έντερα τεσσάρων χωρικών ευρέθησαν περιτυλιγμένα πέριξ του λαιμού των. Ο ιερεύς του χωρίου ευρέθη ακέφαλος. Η εις μικράν από του πτώματος απόστασιν ευρεθείσα κεφαλή του είχε τους οφθαλμούς εξωρυγμένους …».

»Επήρα το απόσπασμα της εικόνας από το επίσημο χρονικό του Διστόμου από την έκθεση του τότε νομάρχου Βοιωτίας. Είναι δυνατόν αυτή η εικόνα να μην παρακολουθεί τυραννικά τον ήρωά της; Θα είχαμε άραγε να κερδίσουμε τίποτα παίρνοντας τη ζωή του; Όχι ασφαλώς». (…)

»Θέλω να θυμηθώ μια μαυροντυμένη Ελληνίδα του Διστόμου. Ήταν, νομίζω η πρώτη μετά την απελευθέρωση επέτειο της σφαγής του Διστόμου. Σύναξη πολλή είχε γίνει στο τραγικό χωριό σα να ήταν πανηγύρι, λογάδες είχαν φτάσει απ’ την Αθήνα, μουσικές παίζανε πένθιμα, μεγάλα πανώ λέγανε λόγια κραυγαλέα -το καθετί είχε γίνει για να δοθεί τόνος ασεβής στον πρόσφατο πόνο και στα δάκρυα.

»Οι επιζώντες του Διστόμου, τα φαντάσματα, μαυροντυμένα τριγυρίζανε στα σοκάκια του χωριού, βλέπανε απορώντας τα γινόμενα, αναγκάζονταν κάθε τόσο να επαναλαμβάνουν το χρονικό στους ξένους που τους ρωτούσαν. (…)

»Καθόταν στο πηγάδι, μαυροντυμένο πλάσμα αγγελικό, με πρόσωπο ωχρό, αγιασμένο απ’ τον πόνο. (…) Η γυναίκα εκεί ασάλευτη να κοιτάζει το νερό. (…) Μονάχα το νερό, αιωνιότητα, αδιατάρακτη, τίποτα άλλο. Τι άλλο; Αδερφάδες, μητέρα, παιδιά, όλα τα είχαν σφάξει στη μέρα του Διστόμου.

»Κάποιος ξένος πέρασε, σταμάτησε, την κοίταξε, ρώτησε να μάθει το περιστατικό της. Τον κοίταζε σιωπηλή, καμμιά απόκριση, πάλι γύρισε τα μάτια της στο νερό. Κι άλλος πέρασε, λογάς, ρώτησε. Καμμιά απόκριση. Ήταν εκεί ασάλευτη, σεμνή, σιωπηλή, η πίκρα, ο πόνος της Ελλάδας.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ»

Δίστομο: Ο Αργύρης Σφουντούρης «ξαναζεί» τη ναζιστική θηριωδία

Εβδομήντα ένα χρόνια μετά τη σφαγή του Διστόμου, το 2015, ο 75χρονος τότε Αργύρης Σφουντούρης μας ξεναγεί στο μαρτυρικό χωριό του και μαζί καταθέτει τη δική του συγκλονιστική εξομολόγηση για τον εφιάλτη που έζησε παιδί.

Ο Αργύρης Σφουντούρης σε παιδική ηλικία

10 Ιουνίου του 1944: Από τη νύχτα εκείνη, το Δίστομο έπρεπε να μάθει να ζει με τον πόνο. Για το χωριό που βίωσε μία από τις πιο φρικαλέες σφαγές στην παγκόσμια ιστορία, θ’ αργούσε να ξημερώσει. Τα παιδιά αποκοιμώνταν ακούγοντας μοιρολόγια, οι μητέρες αντίκριζαν καθημερινά τους λεκέδες απ’ το αίμα των παιδιών τους. Οι νύφες παντρεύονταν στα σπίτια τους, ντυμένες στα μαύρα. Οι Διστομίτες έπρεπε να ζήσουν με την οργή, το μίσος, την αδικία να τους πνίγει. Οι εικόνες των σφαγιασθέντων αγαπημένων τους προσώπων θα τους στοίχειωναν σε όλη τους τη ζωή. Οι επιζώντες γλίτωσαν από τον θάνατο, αλλ’ έμαθαν να ζουν μαζί του. Μια θηριωδία -ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες- των ναζί, για την οποία δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη…

Ο μικρός Αργύρης με επιζώντες συγγενείς του, μπροστά από την πόρτα
του σπιτιού του στο μαρτυρικό Δίστομο, λίγα χρόνια μετά τη σφαγή

«Χορτασμένοι» από το αίμα αθώων, το απόγευμα της 10ης Ιουνίου, οι Γερμανοί ναζί αποχώρησαν από το χωριό του Διστόμου. Είχαν προηγηθεί ώρες ανελέητης σφαγής. Διακόσιοι δέκα οχτώ Διστομίτες, ανάμεσά τους γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, έχασαν μαρτυρικά τη ζωή τους. Ανάμεσα στα θύματα και ένα αβάπτιστο αγοράκι, δύο μηνών.

Ο μικρός Αργύρης, 4 ετών τότε, έχασε και τους δύο του γονείς μαζί με 30 συγγενείς του. Γλίτωσε χάρη στο νόημα που του έκανε ένας αξιωματικός των Ες-Ες, με το οποίο τον προέτρεψε να πάει να κρυφτεί μέσα στο σπίτι του. Τα επόμενα χρόνια της ζωής του, τα πέρασε μέσα σε ορφανοτροφεία στην Αθήνα, μαζί με άλλα παιδιά – θύματα του πολέμου. Μία ημέρα, εμφανίστηκε μία αποστολή του Ερυθρού Σταυρού και διάλεξε κάποια παιδιά για να κάνουν μια καινούρια αρχή σε άλλη χώρα. Έτσι, ο Αργύρης βρέθηκε στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι στο Τρόγκεν, όπου μεγάλωσε μακριά από την πατρίδα του. Σπούδασε μαθηματικά και αστροφυσική και αφιερώθηκε στον αγώνα για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.

Ο κ. Αργύρης Σφουντούρης, το 2015, μπροστά στο σπίτι του

Πάνω στη μαρμάρινη πλάκα που είναι χαραγμένα τα ονόματα των γονιών του «Νικόλαος Σφουντούρης (ετών 45) και Βασιλική Σφουντούρη (ετών 35)», άφησε ένα λουλούδι. Στη συνέχεια, επισκεφθήκαμε μαζί το σχολείο όπου πήγαινε, μόνο και μόνο για ν’ απασχολείται. Τον έπαιρναν μαζί τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνα διάβαζαν και ο μικρός Αργύρης, ζωγράφιζε και έπαιζε. Όλες οι ωραίες του αναμνήσεις, χάθηκαν μέσα σε μία ημέρα. «Δεν θυμάμαι τίποτα από τα παιδικά μου χρόνια πριν από τη σφαγή. Όλες μου οι μνήμες εξαλείφθηκαν με τη σφαγή. Ήταν τόσο έντονες οι εικόνες, που λέω σήμερα ότι έγιναν “τατουάζ” στην ψυχή μου. Χάθηκαν οι χαρούμενες εικόνες. Δεν είμαι σίγουρος, αν θυμάμαι, τα πρόσωπα των γονιών μου απ’ όταν ζούσαν ή από τις λιγοστές φωτογραφίες της γιαγιάς μου! Γιατί μαζί με το σπίτι μας, κάηκαν και όλες οι φωτογραφίες!», λέει ο Αργύρης Σφουντούρης.

Του ζητώ να μας πει τι θυμάται από την ημέρα της σφαγής. «Εικόνες θυμάμαι. Πολύ βαριές και οδυνηρές εικόνες. Ήταν δέκα η ώρα το πρωί όταν ήρθαν τα γερμανικά φορτηγά. Δέκα, είκοσι, δεν θυμάμαι ακριβώς. Εγώ έπαιζα μαζί με άλλα παιδιά και όταν είδαμε τα γερμανικά φορτηγά, σταματήσαμε το παιχνίδι. Σταμάτησαν τα πάντα. Τότε έπιασαν τον πρόεδρο της κοινότητας, τον Χαράλαμπο Κίνια και τον παπά του χωριού, τον Σωτήρη Ζήση. Τους ρώτησαν αν έχει αντάρτες το χωριό. Αφού τους απάντησαν, ότι δεν έχει αντάρτες το χωριό, οι Γερμανοί έδωσαν διαταγή να κλειστούμε όλοι στα σπίτια μας. Εμείς είχαμε κλειστεί στο σπίτι μας, πάνω από την πέτρινη σκάλα, που είδατε. Ήμουν εγώ, ο πατέρας μου, δύο από τις αδερφές μου και μία ξαδέρφη μου. Η μεγαλύτερη αδερφή μου ήταν στην Αθήνα. Από το σπίτι έλειπε η μητέρα μου, γιατί είχε φύγει για Λιβαδειά, μαζί με ένα ζευγάρι γειτόνων. Είχαν πάρει ένα κάρο για να προσπαθήσουν να πουλήσουν ό,τι είχαν και να τ’ ανταλλάξουν με πράγματα που είχαμε ανάγκη. Μετά τη μάχη που μας περιέγραψαν μεταξύ των ανταρτών και των Ναζί, είδα κάτι ν’ αστράφτει και άκουσα έναν μεγάλο θόρυβο. Ήταν το πολυβόλο που εκτέλεσαν τους 12 ομήρους. Τότε τρομοκρατήθηκα και κατάλαβα ότι κάτι ασυνήθιστο γίνεται. Κάτι φοβερό! Η σφαγή είχε ήδη ξεκινήσει! Οι Γερμανοί βιάζονταν μάλιστα, γιατί είχαν να επιστρέψουν στη Λιβαδειά, πριν νυχτώσει. Γι’ αυτό είχαμε και επιζώντες αλλιώς δεν θα άφηναν κανέναν ζωντανό!».

Μπροστά από την πέτρινη σκάλα πάνω στην οποία είδε για τελευταία φορά τον 45χρονο τότε πατέρα του

»Καταλάβαμε ότι έφτασαν στο σπίτι μας, όταν ακούσαμε κάτω στο πλακόστρωτο τις αρβύλες τους. Κατέβηκε ο πατέρας μου κάτω, με την ελπίδα να συζητήσει μαζί τους και να τους αποτρέψει να βάλουν φωτιά στο σπίτι μας. Κανείς δεν πίστευε ότι ήρθαν για να μας σφάξουν. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ήρθαν οι Γερμανοί. Είχαν έρθει στο χωριό μας πολλές φορές. Από μαρτυρίες επιζώντων που έχω ακούσει, οι Ναζί, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν ό,τι ήθελαν. Μία ξαδέρφη μου είχε είπε μία φορά, ότι ένας Ναζί που κρατούσε το οπλοπολυβόλο πήγε στο σπίτι της και της είπε: “Τι ωραίο τραπεζόμαντηλο!”. Και εκείνη το έβγαλε και του το έδωσε! Τι να έλεγε; “Όχι! Είναι δικό μου!”; Βέβαια την ημέρα της σφαγής, όλοι είχαν καταλάβει ότι δεν είχαν έρθει για πλιάτσικο! Δεν χρειάζονται είκοσι φορτηγά για να κάνεις πλιάτσικο!».

»Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τον πατέρα μας, ζωντανό! Θυμάμαι ότι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν φλόγες και καπνοί και βγήκαμε έξω. Ψάξαμε στην αυλή να βρούμε τον πατέρα μας. Δεν τον βρήκαμε και ανοίξαμε την αυλόπορτα να βγούμε έξω! Δεν ξέραμε πού να πάμε! Τα είδα τα φορτηγά. Μου έχει μείνει η εικόνα ενός Ναζί που πηδούσε επάνω στο φορτηγό! Και ένας από αυτούς, μας έκανε νόημα να γυρίσουμε σπίτι! Να πάμε να κρυφτούμε δηλαδή. Δεν μας άφησε να βγούμε έξω, γιατί κάποιος άλλος θα μας εκτελούσε αμέσως! Έτσι, μπήκαμε ξανά μέσα στο σπίτι, και κρυφτήκαμε μέχρι να φύγουν. Έτσι σωθήκαμε. Όταν έφυγαν πια και ησύχασε το χωριό, βγήκαμε και είδαμε τον πατέρα μου σκοτωμένο! Και το άλλο πρωί, ειδοποίησαν τη γιαγιά μας. Είχαν φέρει το κάρο με την μάνα μου και τους άλλους δύο, σκοτωμένους! Η μάνα μου έφυγε από τη Λιβαδειά γιατί άκουσε ότι είχαν μαζευτεί πολλοί Γερμανοί στο χωριό. Ήρθε για να μας προστατέψει. Αν έμενε εκεί θα ζούσε! Πιθανότατα να είχαμε τη μάνα μας!».

Ο κ. Αργύρης Σφουντούρης στο Μαυσωλείο Διστόμου μπροστά στα ονόματα
του εκτελεσθέντος πατέρα του και πολλών ακόμα συγγενών του

»Τα πρώτα χρόνια μετά τη σφαγή. Μικρό παιδάκι εγώ, ήμουν ετοιμοθάνατος. Παραιτήθηκα από τη ζωή. Είπα στον εαυτό μου: “Αφού τα έχασα όλα, έχασα τον κόσμο μου, κάηκε το σπίτι μου, σκοτώθηκαν οι γονείς μου, δεν θέλω να ζήσω”. Δεν υπήρχε τίποτα που να με κάνει να θέλω να ζήσω! Ήξερα ότι δεν θα είμαι ποτέ ξανά προστατευμένος και χαρούμενος. Και ήθελα να φύγω και εγώ από τη ζωή! Όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός, εννέα μέρες μετά, στις 19 Ιουνίου, πήραν ορισμένα ορφανά παιδιά. Ανάμεσά τους, ήμασταν και εγώ με την αδερφή μου. Έπειτα όμως, εμένα με έστειλαν πίσω, γιατί είπαν ότι δεν έχουν δυνατότητα περίθαλψης νηπίων. Ήμουν βαριά άρρωστος. Ψυχολογικά ήμουν σε τέτοιο χάλι, που δεν ήθελα να φάω! Με είχαν ξεγράψει. Στο ορφανοτροφείο που πήγα 6 χρονών, στο Ζάννειο, είχα ειδική μεταχείριση. Διακόσια παιδιά από το Ζάννειο, μας στείλανε σε μία πολύ ωραία περιοχή στην Εκάλη, μέσα σε ένα πευκοδάσος. Κάποια παιδιά έτρωγαν ό,τι μαγείρευαν εκεί, άλλα ακολουθούσαν μία ειδική διατροφή και πέντε δέκα παιδιά, είχαμε το ελεύθερο να μπαίνουμε μέσα στην κουζίνα και να τρώμε, όταν το επιθυμούσαμε! Τα μάτια των μαγείρων αστράφτανε, όταν μας έβλεπαν. Έλεγαν: “Να φάνε τα παιδιά να μην πεθάνουν”. Για να μας κρατήσουν στη ζωή! Μας είχαν ξεγραμμένους!», εξομολογείται ο Αργύρης Σφουντούρης.

Συχνά χρησιμοποιεί στο λόγο του, τις λέξεις «ενότητα», «συμφιλίωση» και «αγάπη». Πώς μπορεί να μιλά για αγάπη, όταν έζησε την πιο ακραία μορφή του μίσους; «Σε ηλικία 25-26 ετών σταμάτησα να μισώ. Τότε κατάλαβα ότι το μίσος καταστρέφει εμένα και δεν ενοχλεί κανέναν Γερμανό. Όσο δίκαιο και να είναι το μίσος, δεν είναι ο τρόπος που θα φέρει κάτι καλύτερο. Δεν είναι ο τρόπος που θα μ’ έκανε να ξεπεράσω όσα έζησα. Η συμφιλίωση είναι η μόνη λύση. Αυτό είναι το μήνυμά μου στους ανθρώπους!», καταλήγει.

Αφήνοντας λίγα λουλούδια στα λείψανα των σφαγιασθέντων γονέων του

Ο δήμαρχος Διστόμου για τις γερμανικές αποζημιώσεις

Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε το 2015 ο δήμαρχος Διστόμου, Γιώργος Γεωργάκος, με αφορμή την επέτειο μνήμης της σφαγής, αναφέρθηκε στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Όπως είπε, οι Διστομίτες ζητούν ηθική δικαίωση. «Ο αγώνας για τις αποζημιώσεις είναι μεγάλος! Το θέμα των Διστομιτών δεν είναι οι απολαβές χρημάτων, διότι όπως γνωρίζουμε όλοι, η ζωή δεν αποτιμάται με κανένα υλικό αγαθό. Η σφαγή του Διστόμου, δεν μπορούμε να πούμε ότι έγινε σε πόλεμο. Στον πόλεμο, ο στρατιώτης έρχεται αντιμέτωπος με έναν στρατιώτη. Δεν γίνεται ένας στρατιώτης να σφάζει μωρά παιδιά. Μεταξύ των θυμάτων του Διστόμου, ήταν 56 παιδιά. Παιδιά από 2 μηνών μέχρι 15 ετών. Αυτό είναι αποτρόπαιο και ζητάμε ηθική διακαίωση. Ναι, είχε έρθει ο Πρόεδρος της Γερμανίας της προάλλες, ζήτησε μία συγγνώμη, αλλά από εκεί και πέρα δεν είδαμε τίποτα άλλο. Με τον γερμανικό λαό δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα. …».

Το Μαυσωλείο και το Μνημείο της Σφαγής του Διστόμου

Στην είσοδο του Μουσείου Θυμάτων Ναζισμού, δεσπόζει η φωτογραφία της Διστομίτισας Μαρίας Παντίσκα, που φιλοξενήθηκε στο περιοδικό LIFE. Η Μαρία έφυγε από τη ζωή, το 2009. Η συγκινητική ιστορία του Αργύρη Σφουντούρη και ο αγώνας του για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων, έγιναν ταινία από τον Στέφαν Χάουπτ, με τίτλο «Ένα τραγούδι για τον Αργύρη», που έκανε πρεμιέρα την Πέμπτη, 11 Ιουνίου του 2015.

«Αυτό που από την αρχή μου έκανε εντύπωση στον Αργύρη Σφουντούρη, ήταν η ευαισθησία του, το πνεύμα, η “παγκοσμιότητά” του. Ο εύθυμος τρόπος του ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με την ιστορία της ζωής του, την οποία μου διηγήθηκε σιγά-σιγά και που από τότε δε με άφησε ποτέ ήσυχο. Αυτή η ιστορία έγινε για μένα ένας φακός στον οποίο συγκεντρώνονται επίκαιρα ζητήματα και θέματα της εποχής μας», σημείωσε ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, Στέφαν Χάουπτ.

Αφίσα της ταινίας

Πηγές:
– Γιάννης Θ. Διαμαντής, «Η σφαγή στο Δίστομο και ο Ηλίας Βενέζης», σε: in.gr
– «Σαν σήμερα 10 Ιουνίου 1944, η Σφαγή στο Δίστομο», σε: orthodoxia.online
– Γεωργία Παπαδημητρίου, «Δίστομο: Ο Αργύρης Σφουντούρης “ξαναζεί” τη ναζιστική θηριωδία», σε: protothema.gr (φωτογραφίες: Κώστας Λυκαβηττός).

2 σκέψεις σχετικά με το “Η Σφαγή στο Δίστομο

  1. constantinanadia 10 Ιουνίου 2021 / 23:44

    Ευχαριστούμε Κιμιντένια! Καλή Ανάσταση να έχουν όλοι όσοι έφυγαν στο Δίστομο. Τους θυμόμαστε και ευχόμαστε.

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s