Η ηρωική θυσία του Αθανασίου Διάκου (24 Απριλίου 1821)

Αθανάσιος (Διάκος) Μασσαβέτας (4 Ιανουαρίου 1788 – 24 Απριλίου 1821)

Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε ένας από του επιφανέστερους Έλληνες ήρωες – οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα, ένα πανέμορφο χωριό στις πλαγιές των Βαρδουσίων, που σήμερα έχει μετονομαστεί προς τιμήν του ήρωα: «Αθανάσιος Διάκος». Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού στη Στερεά Ελλάδα και ήρωας της μάχης της Αλαμάνας. Αποτελεί αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και αφοσίωσης στα ιδανικά της πίστης, της πατρίδας και της ελευθερίας και το μαρτυρικό του τέλος φωτίζει παντοτινά μια από τις πιο λαμπρές στιγμές στην ιστορία των ηρωικών αγώνων των Ελλήνων. Η θυσία του, μαζί με τους λίγους πιστούς συναγωνιστές του, στη γέφυρα της Αλαμάνας, στις 23 Απριλίου 1821, απέναντι στις ορδές του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσσέ Μεχμέτ, δικαίως θεωρήθηκε στη συνείδηση των Ελλήνων ισάξια σε ηρωισμό, σε ηθικό μεγαλείο και σε συμβολισμό με τη θυσία του Λεωνίδα και των 300 ανδρών του στις κοντινές Θερμοπύλες στην αρχαία ιστορία του έθνους μας.

Το πραγματικό όνομα του Αθανασίου Διάκου ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή Μασσαβέτας (στα οθωμανικά müsvedde σημαίνει «Γραμματέας/Γραμματικός καταγραφής φορολογικών στοιχείων», επομένως είτε Μασσαβέτας στα Οθωμανικά, είτε Γραμματικός στα Ελληνικά, το επώνυμό του σήμαινε την ίδια ακριβώς ιδιότητα, που κατά πάσα πιθανότητα είχε κάποιος πρόγονός του). Ήταν γιος του Νικολάου Γραμματικού ή Μασσαβέτα, αγρότη από τη Μουσουνίτσα. Ο πατέρας του και ο ένας αδερφός του εκτελέστηκαν από τους Τούρκους σε φυλακή της Υπάτης, όπου μεταφέρθηκαν από τα χειμαδιά τους στην περιοχή των Βαρδουσίων, με την κατηγορία ότι εφοδίαζαν τους Κλέφτες της περιοχής. Ο Θανάσης ήταν τότε παιδί και ο θάνατος του πατέρα του και του αδερφού του έθρεψαν στην ψυχή και στη συνείδησή του την ιδέα του αγώνα για δικαιοσύνη και λευτεριά.

H Σύλληψις του Διάκου, Φώτης Κόντογλου 1950

Σε ηλικία 12 ετών η μητέρα του Μαρία, τον έστειλε να μάθει γράμματα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, κοντά στην Αρτοτίνα, τόπο καταγωγής της. Στο μοναστήρι αυτό ο Αθανάσιος εκάρη μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος, εξ ου και το προσωνύμιο «Διάκος».

Σύμφωνα με περιγραφές, είχε μέτριο ανάστημα, ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι βγήκε στα βουνά επειδή σκότωσε έναν Τούρκο Πασά, που είχε επισκεφτεί το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και εντυπωσιασμένος από την εμφάνιση και το παρουσιαστικό του νεαρού Διάκου, του έκανε κάποια προσβλητική πρόταση. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο λόγος ήταν ότι σκότωσε κατά λάθος τον γιο μίας σημαντικής οικογένειας πάνω σε γλέντι και έγινε κλέφτης για να μην τον συλλάβουν. Ο ηγούμενος της μονής τον σύστησε τότε στον περίφημο κλέφτη Σκαλτσοδήμο και ο Διάκος ακολούθησε κοντά του τη δύσκολη ζωή των αρματολών. Έζησε επί δύο χρόνια κατατρεγμένος στα βουνά της Φωκίδας, στήνοντας ενέδρες στους Τούρκους. Είχε δε στον έλεγχό του ολόκληρη την περιοχή που εκτείνεται από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου και εθεωρείτο ατρόμητος πολεμιστής, ευκίνητος και άριστος στη σκοποβολή.

Όταν ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων κάλεσε τους καπεταναίους των γύρω περιοχών στην αυλή του, ο Σκλατσοδήμος έστειλε στη θέση του τον Διάκο. Εκεί ο Διάκος συναντήθηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, έγινε πρωτοπαλίκαρό του και το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.

Την 1η Απριλίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος με τα παλικάρια του ελευθέρωσε τη Λιβαδειά, τότε πρωτεύουσα της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Η πόλη έπεσε ύστερα από τριήμερες ηρωικές μάχες μέσα στους δρόμους της και αφού ο Διάκος κατέλαβε το κάστρο της και πυρπόλησε το σπίτι του Μιρ Αγά, συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού του.

Χάρτης της μάχης της Αλαμάνας

Τότε ο Διάκος αποφάσισε να κινηθεί προς τη Λαμία με δύναμη 1.500 ανδρών. Οι Ελληνικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα στεκόταν στη γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς στα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες και ο Διάκος στη γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες. Ο Χουρσίτ πασάς, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 άντρες πεζικό και 900 ιππείς, ενώ την επομένη ημέρα προστέθηκαν σε αυτούς ακόμα 3.000 στρατιώτες. Η μεγαλύτερη δύναμη των Τούρκων επιτέθηκε στον Διάκο στην Αλαμάνα, ο οποίος πολεμούσε γενναία με τους λιγοστούς άντρες του. Οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν, αλλ’ ο Διάκος αρνήθηκε να υποχωρήσει και παρέμεινε στην Αλαμάνα πλαισιωμένος από 48 γενναία παλικάρια του. Τότε ανεφώνησε το ηρωικό: «Ο Διάκος δεν φεύγει!», αρνούμενος να εγκαταλείψει τη θέση του.

Ακολούθησαν μάχες σώμα με σώμα και ο Διάκος με δέκα άντρες οχυρώθηκε στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας. Εκεί τραυματίστηκε στον ώμο και πέταξε το τουφέκι του που είχε σπάσει και το σπαθί του που είχε τρυπηθεί από βόλι. Συνέχισε να μάχεται με την πιστόλα του, ώσπου περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στη Λαμία. Την επομένη ημέρα, στις 24 Απριλίου 1821, υπέστη το μαρτύριο του παλουκώματος (ανασκολοπισμού). Λίγο πριν το μαρτύριό του ο Διάκος θαύμασε την ανθισμένη ανοιξιάτικη γη τριγύρω και είπε με παράπονο το αλησμόνητο δίστιχο: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγαζ’ η γης χορτάρι»! το οποίο, έκτοτε, αποτέλεσε το μυστικό σύμβολο που υπαινισσόταν την άνοιξη ολόκληρου του δουλωμένου γένους.. Εξ ου και ότι το παρέλαβε ο λαός μας από τα μαρτυρικά χείλη του Διάκου και το έκανε περήφανο και ιερό κτήμα όλων των Ελλήνων!

Το άψυχο σώμα του Διάκου παρέμεινε σε κοινή θέα επί 6 ημέρες και τέλος, πετάχτηκε σουβλισμένο, όπως ήταν, σε έναν λάκκο όπου κατέληγαν οι ακαθαρσίες της πόλης, βορειοδυτικά της Λαμίας. Είναι ο τραγικότερος θάνατος Έλληνα επαναστάτη. Στην αρχή, το μαρτυρικό τέλος του Διάκου τρομοκράτησε τους υπόδουλους Έλληνες, ωστόσο η στάση και η γενναιότητα που επέδειξε στη μάχη και η θυσία του αποτέλεσαν απαράμιλλη πηγή έμπνευσης για όλους τους επομένους, που εκλήθησαν να πολεμήσουν για τα ιερά και τα δίκαια και για την ελευθερία του γένους!

α. Η προτομή του Αθ. Διάκου στην Άνω Μουσουνίτσα, τη γενέτειρά του, β. Ψηφιδωτή απεικόνιση του Αθ. Διάκου κοντά στην Αλαμάνα, γ. Ο ανδριάντας του Αθ. Διάκου στον τόπο του μαρτυρίου του, στη Λαμία

Η δίκη του Διάκου στο Ζητούνι

Ο Αθανάσιος Διάκος δικαίως κατετάγη από τούς Ιστορικούς της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ως υπέρλαμπρον άστρο, στο στερέωμα των κορυφαίων Ελλήνων πολεμάρχων του αγώνα. Ήδη, αυτό είχαν αποδεχθεί οι Έλληνες, με τα δημοτικά τραγούδια και τις διηγήσεις τους, κυρίως όμως τιμώντας, τη συνέπεια και την απαρασάλευτη πίστη του στην απελευθέρωση του γένους. Όλα όσα συνέβησαν τον Απρίλιο του 1821, αλλά και η ηλικία, η φυσική παρουσία, η ρωμαλέα ομορφιά του Διάκου, ο χώρος, ο τόπος, η εποχή, η περήφανη στάση του και η γενναιότητα που επέδειξε απέναντι στους δυνάστες, όντας «ωραίος ως Έλλην», ολοκλήρωσαν το αρχετυπικό πρότυπο ενός Ομηρικού Έλληνα, που ετάχθη να γίνει το σύμβολο της διπλής θυσίας, για την Πίστη την αγία και για της Πατρίδας τη λευτεριά!

Ο Ελληνικός λαός συνεκινήθη, οι ποιητές, λογοτέχνες, ιστορικοί, ερευνητές, λαϊκοί τεχνίτες, μεταλλουργοί, ασημουργοί, ζωγράφοι και γλύπτες, θεατρικοί δημιουργοί, σκάλισαν, απέδωσαν και απεικόνισαν, την τίμια και ευγενική μορφή του Διάκου, σε εξαιρετικά έργα αλλά και σε αντικείμενα του καθημερινού βίου των Ελλήνων.[1] Κορυφαίοι ζωγράφοι, όπως ο Κ. Παρθένης («Η Αποθέωση τού Διάκου»), ο Φ. Κόντογλου και μακρός κατάλογος άλλων, έδωσαν με τον χρωστήρα τους ακόμη και απεικόνιση της Δίκης, στην οποία υπεβλήθη από τους Τούρκους δημίους του ο Διάκος στη Λαμία, ευθύς αμέσως μετά τη σύλληψή του, όπως παρουσιάζει ο εικονιζόμενος πίνακας του Αλ. Φιλαδελφέα.[1] Ο πίνακας αυτός, εν πολλοίς άγνωστος, αποτελεί ψηφίδα και τεκμήριο, για τα περί τον Διάκο γεγονότα και αξίζει να προστεθεί στο ιστορικό καταπίστευμα της μνήμης του.

Πριν όμως από αυτό, πρέπει να δοθεί ένα ιστορικό πλαίσιο στα δραματικά γεγονότα που αναπαριστά. Στον πίνακα τού Αλέξανδρου Φιλαδελφέα[2] απεικονίζεται η Δίκη και η καταδίκη του Αθανασίου Διάκου, στο ιστορικό Ζητούνι (Λαμία).[3] Ο ζωγράφος προσπαθεί να συνομιλήσει και να μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα της δραματικής στιγμής, κατά την οποία ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο Ομέρ Βρυώνης και ο αμείλικτος, ορκισμένος εχθρός του Διάκου, Χαλήλ Μπέης, περιστοιχιζόμενοι από τις σκληρές μορφές των αρβανιτών αξιωματούχων, απειλούν και δικάζουν τον ήρωα. Τα πρόσωπα διαφοροποιούνται εκφραστικά, σύμφωνα και με τα ιστορικά στοιχεία. Ο Διάκος ευθυτενής, λεπτοφυής, λευκοντυμένος, απορρίπτει με μια περιφρονητική κίνηση την πρόταση των Οθωμανών να αλλαξοπιστήσει. Στο δάπεδο, διακρίνονται ριγμένα τα όπλα του, ενώ στην είσοδο παραμονεύει ένα απειλητικό, αγριόσκυλο με ανοικτό στόμα. Ένα λαμπρό φως, που εισέρχεται από τον αψιδωτό διάδρομο, καταυγάζει τον ημιφωτισμένο χώρο, ένα φως Άνοιξης, φως λευτεριάς που έρχεται..

Ασημένια παλάσκα με σφυρήλατη απεικόνιση της σύλληψης του Αθ. Διάκου

Πολλά έχουν γραφτεί για τη μάχη της Αλαμάνας, ωστόσο εδώ επιλέγουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη διήγηση του Γεωργίου Κρέμου,[4] ιστορικού, ο οποίος βρίσκεται χρονικά κοντά στα γεγονότα και ως Γυμνασιάρχης στη Λαμία, είχε την ευκαιρία να συλλέξει, επί τόπου, πρωτογενείς πληροφορίες από επιζήσαντες της μάχης αυτής, όπως αναφέρει και ο ίδιος. Ο Γ. Κρέμος ιστορεί, στο έργο του «Νεωτάτη Γενική Ιστορία» (τέταρτος τόμος συμπληρωματικός της Γενικής Ιστορίας του Α. Πολυζωΐδου, Εν Αθήναις 1890), τα στερνά του Διάκου και ξεκαθαρίζει σημαντικά το νέφος των πληροφοριών που σκεπάζουν τα δραματικά γεγονότα:

«… Άπασα λοιπόν η δύναμις των Τούρκων επήλθε κατά των περί τον Διάκον και Τράκαν και ο μεν Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρης, επολιόρκησαν τους περί τον Τράκαν, εν Μουσταφάμπεη, ο δε Ομέρ Βρυώνης, άπαν το ιππικόν κατά το πεδίον, άπαντες οι Αλβανοί εκ των κλιτύων Χαλκωμάτας και Δαμάστας και ο Μεχμέτ Κιοσσέ εξ Αλαμάνας, περιεκύκλωσαν τους περί τον Διάκον, όστις καίπερ δυνάμενος να σωθή, κομισθείσης, υπό του ιπποκό-μου αυτού Ρωμάνη, της φορβάδος Αστέρους, ου μόνον έμεινεν ακλόνητος ειπών το δη περιλάλητον “ο Διάκος δεν φεύγει”, αλλά υποκαταβάς προς τον εγγύτατα της Αλαμάνας, μέχρι του πεδίου καθήκοντα, λόφον των Πουριών, έστη μετά των ολίγων, υπολειφθέντων αυτώ ανδρείων, επί των λίθων, των επί της κορυφής του λόφου, οίτινες καλούνται τα νυν “του Διάκου τα λιθάρια” και μεθ’ ηρωϊκόν αγώνα, αιμόφυρτος, συνελήφθη δύο πληγάς λαβών. Αιχμαλωτισθέντος δε τού Διάκου, έλυσαν οι περί τον Τομαρίτσαν και Τσαπάρην, την πολιορκίαν, των εν τω Μουσταφάμπεη.

Τα δε κατά τον Διάκον, μετά τήν αιχμαλωσίαν, ο μνημονευθείς Κουνούπης, εξ αυτοπτών και αυτηκόων μαθών, διηγήσατό μοι ώδέ πώς: “Αφού έσπασαν τα πιστόλια του και το ξίφος του, συνελήφθη ο Διάκος, επάνω εις τα Πουριά, υπό των Αλβανών, του Ομέρ Βρυώνη. Έπειτα τον έδεσαν και τον έβαλαν επάνω εις μουλάρι και τον έφεραν εις το σεράγι (μέγαρον) του Διοικητηρίου και τον επαρουσίασαν, την επιούσαν, μετά την αιχμαλωσίαν, εις τον Χαλήλμπεην,[5] όπου κατέλυσαν οι πασσάδες Κιοσσές[6] και Ομέρ Βρυώνη. Εκ τούτων, ο Ομέρ Βρυώνης και άλλοι, πολλοί ανδρείοι Αλβανοί, ελυπούντο τον Διάκον, διά την ευμορφίαν του και διά την ανδρείαν του και τον παρεκίνουν, να γείνη Μωαμεθανός, διά να σώση την ζωήν του και διορισθή πασσάς όλης της Ανατολικής Ελλάδος. Αλλ’ ο Διάκος, μετά τον καφφέ, τον οποίον τω είχον προσφέρη, επιθέσας υπερηφάνως, τον ένα πόδα, επί του άλλου και στρήψας τον μύστακά του, τοις απεκρίθη, ούτε την θρησκείαν του αλλάσσει, ούτε το Γένος του προδίδει, προτιμά εκατόν φορές τον θάνατον. Διάκοι, ως αυτός και πολλοί καλλίτεροί του, είνε χιλιάδες, πέραν της Αλαμάνας”.

Ακολούθως, ιδόντες αυτόν ακατάπειστον, διέταξαν να τον σουβλίσωσι[7] και δώσαντες εις τον ίδιον την ξυλίνην σούβλαν, ην εν οργή βαδίζων ο Διάκος έφερεν επί του ώμου του, μέχρι του τότε κοπρώνος, εις το ανατολικόν άκρον της Λαμίας, κειμένου, όπου τώρα είνε τα κρεωπωλεία, εσούβλισαν και ανεστήλωσαν, περί την 2 ώραν μ.μ. της επιούσης, της συλλήψεώς του ημέρας επί του τότε -ως είρηται- κοπρώνος στρέψαντες αυτόν προς πλείονα τιμωρίαν, να βλέπη προς δυσμάς, ώστε ο προς την δύσιν βαίνων ήλιος, προσέβαλεν αυτόν κατά πρόσωπον. Ο δε σκόλοψ, εξήλθεν εις το άνωθεν μέρος της δεξιάς ωμοπλάτης του.

Περί δε τον Διάκον, ετοποθέτησαν και τας κεφαλάς, των εν τη ιδία μάχη φονευθέντων Ελλήνων, περί τας 80, εν αις ήσαν η γεραρά κεφαλή του Αμφίσσης Ησαΐου, του αδελφού αυτού Παπαϊωάννου, η του αδελφού του Διάκου, Δημητρίου, η του Μπακογιάννη, Καλύβα, Αναγνώστου Καλπούζου, η του Γιαννάκη Παπαχαντζή, εκ Δαμάστας, γυναικαδέλφου του Σπύρου Τράκα, ον αιχμαλωτίσαντες, εφόνευσαν καθ’ οδόν. Προς εμπαιγμόν δε, επί του μετώπου εκάστης κεφαλής, καθήλωσαν χάρτην, μετά της επιγραφής «καπε-τάνος»˙ πάσας δε τας κεφαλάς, ενώπιον του Διάκου εξέδειραν.

Ο δε Διάκος εκ του σκόλοπος, τους μεν Τούρκους και την θρησκείαν αυτών ύβριζε, τους δε Χριστιανούς επετίμα, διότι ουδείς είχε το θάρρος να τον φονεύση, δι’ όπλου, όπως απαλλαγή εκ των βασάνων. Εζήτει δε πάντοτε ύδωρ, επί τέλους περί την εσπέραν, της αυτής ημέρας, Χριστιανός τις, Βούλγαρος το γένος, ιπποκόμος, έχων έτοιμον τον ίππον, του κυρίου του, ον την νύκτα έβοσκεν εις τα λιβάδια, σταθείς εις το μεσημβρινόν άκρον της προς άρκτον, της νυν, του Διάκου ονομαζομένης, κειμένης πλατείας, εν η τελείται η εβδομαδιαία αγορά, 60 περίπου βήματα μακράν, επυροβόλησεν αυτόν, και, αμέσως ιππεύσας, εξέφυγε τους φυλάσσοντας Τούρκους, οίτινες επυροβόλησαν μεν τον Βούλγαρον, αλλ’ απέτυχον. Αλλ’ ει και η σφαίρα διήλθε διά της δεξιάς και αριστεράς ωμοπλάτης, ουχ ήττον ο Διάκος έτι επέζη και οδυρόμενος, εκραύγαζε «Μία στάλα νερό, … νερό …», αλλ’ ουδείς ετόλμα. Περί δε το μεσονύκτιον, ο πλησίον εκεί, το αρτοπωλείον του έχων, Παναγιώτης Ψωμάς εκ Λαμίας, πόρρωθεν, εκ του παραθύρου, δι’ αγγείου ανηρτημένου, εκ μακράς ράβδου, έδωκεν αυτώ, ύδωρ, και, αμέσως εξέπνευσεν ο ήρως.

Έμεινε δε, επί του σκόλοπος, το σώμα του Διάκου εξ ημέρας, καθάπερ και οι περί αυτό, ως ερρήθη, εκδεδαρμέναι κεφαλαί, ας τινάς, αν και δυσώδεις, ουδείς όμως ετόλμα να ζητήση προς ενταφιασμόν. Τέλος δε, επειδή η δυσωδία απέβη αφόρητος, ο μεν καφάσμπασης διά λακτισμάτων, κατέρριψε τον ανεστηλωμένον Διάκον, καταναθεματίζων αυτόν, ο δε σιδηρουργός Κεφάλας και ο Φαραδήμος, κάτοικοι Λαμίας, σύραντες, το δυσώδες του Διάκου σώμα, κατά διαταγήν του καφάσμπαση έρριψαν αυτό, ως ην ανεσκολοπισμένον, εις τον, τας ακαθαρσίας, δεχόμενον της πόλεως και το ύδωρ της κρήνης, οχετόν, όντα βήματα τινα μακράν, της νυν λιθίνης γεφύρας …».

Ο Αθανάσιος Διάκος όπως τον απέδωσαν: ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο Κοζής Δεσύλλας, 1870 (Μουσείο Μπενάκη) και ο Φώτης Κόντογλου, 1943 (ιδιωτ. συλλογή Παντ. Πρεβελάκη)

Το Κενοτάφιο του Αθανάσιου Διάκου

Άλλη μία θέση μνήμης του μεγάλου ήρωα του Αγώνα υπάρχει επί της οδού Καλύβα Μπακογιάννη της πόλεως της Λαμίας μεταξύ της πλατείας Λαού και της οδού Ροζάκη Αγγελή. Αριστερά, καθώς κατευθύνεται κανείς προς την οδό Ροζάκη, συναντά το ηρώο – κενοτάφιο του ήρωα της Αλαμάνας Αθανασίου Διάκου στο σημείο ακριβώς, όπου συντελέστηκε το μαρτύριό του.

Το 1886 με πρόταση του Ταγματάρχου Ρούβαλη και αργότερα (1889) με ενέργειες του Δημάρχου Λαμιέων Σκληβανιώτου κατασκευάστηκε το κενοτάφιο αυτό σε ανάμνηση της τραγικής θυσίας του Αθανασίου Διάκου. Είναι ένας Γολγοθάς, δηλαδή συσσώρευση μεγάλων λίθων που έχει στην κορυφή του μαρμάρινο Σταυρό τον οποίο περιβάλλουν φύλλα δάφνης. Στην πρόσοψη του μνημείου υπάρχει η επιγραφή: «Ούτος ο τόπος ενθα την 23ην Απριλίου 1821 υπό των Τούρκων ανασκολοπισθείς εμαρτύρησε υπέρ Πίστεως και Ελευθερίας ο Αθανάσιος Διάκος».

Πίσω ακριβώς από το μνημείο, εντός κόγχης υπάρχει η προτομή του Αθανασίου Διάκου. Η δε είσοδος του μνημείου είναι μαρμάρινη με δύο πυρσούς σε κάθε κολώνα λεπτής τέχνης.

Με τη συμπλήρωση «100 χρόνων ελεύθερης Λαμίας», σε αναμνηστική πλάκα που τοποθετήθηκε, το 1930, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε για τον Διάκο τους ακόλουθους στίχους:

«Και των ηρώων καύχημα στην δόξα του Κυρίου
Θανάση Διάκο σ’ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,
και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα».

Το κενοτάφιο του Αθ. Διάκου στη Λαμία

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] Ενδεικτικά αναφέρονται: Θεατρικά έργα: Αλκαίος Γιάννης, «Αθανάσιος Διάκος. Ο ήρωας της Αλαμάνας». Ανδρακάκος Ηλίας Θ., «Ο Σαλώνων Ησαΐας. Όντας χουμήξαν οι αητοί». Αντωνόπουλος Πάνος, «Ο Διάκος ο πρωτοκλέφτης». Γιαννέλης Ι.Κ., «Ο Διάκος. Χορόδραμα». Ζάχος Αντ. Δ., «Ο Αθανάσιος Διάκος». Καγιάννης Χρήστος, «Ο θάνατος του Διάκου». Κατής Ιωάννης Π., Ζιούνας Κων/νος Ι., «Αλαμάνα», Κορέλης Ελευθέριος, «Πορεία προς τη δόξα». Κορέλης Ελευθέριος, «Σχολικά θεατρικά έργα. Ο Γερο-Δήμος». Λάππας Τάκης, «Ο Διάκος στην Αλαμάνα». Μαυροειδή – Παπαδάκη Σοφία, «Θανάσης Διάκος». Μοναστηριώτης Δ., «Θανάσης Διάκος». Παπαδάμ Δημήτριος, «Το Κάστρο της Υπάτης». Παπαδημητρίου Μίμης, «Η γέφυρα της Αλαμάνας». Πεκλάρης Τέλης, Αριστ. Βαλαωρίτη, «Αθανάσιος Διάκος». Σιόντης Κων/νος, «Ο Θανάσης Διάκος και η Αλαμάνα». Τσιρίδης Πάντος, «Ο Αθανάσιος Διάκος». Χατζηαμάλλου Δημήτριος Κ., «Αλαμάνα… Θερμοπύλες του ’21». Βιβλιογραφία: Αγγελόπουλος Μ., «Αλαμάνα. Το χρονικό μιας θυσίας», περ. «Φθιώτις», αριθ. 2, Λαμία Απρ. 1955, σ. 48-51. «Ανάλεκτα εκδιδόμενα επιστασία του επί των βιβλίων τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ του τω ηρώι Αθανασίω Διάκω κενοταφίου», τεύχ. πρώτον, Εν ω ανέκδοτος βίος Κατσώνη και περίληψις του εις Α. Διάκον υπό Γ. Κρέμου εκφωνηθέντος λόγου, Αθήνησι, εκ του Τυπογραφείου της Φιλοκαλίας, 1876, σ. 53-68. «Άπαντα για τον Αθ. Διάκο. Μελετήματα και κρίσεις», εκδ. Μέρμηγκας, Αθήνα. Βλάβης Σταμάτιος, «Περί του διστίχου του ήρωος Αθανασίου Διάκου», «Αθήναιον Σύγγραμμα περιοδικόν κατά διμηνιαίαν εκδιδόμενον συμπράξει πολλών λογίων», έτος Ι’, τόμ. 10, Αθήνησιν, εκ του Τυπογραφείου Ερμού, 1881, σ. 129-151. Βλαχογιάννης Γιάννης, «Μικροί ιστορικοί έρανοι. Θανάσης Διάκος ως Αρματωλός», εφημερίδα «Πρωΐα», 17.1.1932, σ. 1-2. Βουρνάς Τάσος, «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ως το κίνημα στο Γουδί (1909)», εκδ. Αφών Τολίδη ΟΕ, Αθήνα. Γαρδίκης Δημήτριος Γ., «Θερμοπύλαι = Αλαμάνα», εκδ. Αρχείον Ιστορικών Μελετών Φθιώτιδος, εν Λαμία. Κ.Ι.Κ., «Αι θυσίαι διά την Ανεξαρτησίαν. Ο Αθανάσιος Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας. Το μαρτύριον του ήρωος της Ρούμελης», εφημερίδα «Η Καθημερινή», Αθήναι 25 Μαρτίου 1937, σ. 1. Γκινόπουλος Νικ. Σ., «Εθνικά κειμήλια. Μια αυτόγραφος επιστολή του Διάκου. Άγνωστες σελίδες από την νέαν Ιστορίαν μας», περιοδικό «Νέα Εστία», τόμ. Ε’, τεύχ. 55, 1 Απρ. 1929, σελ. 250-251. Ηλιόπουλος Χ.Α., «Ο Αθανάσιος Διάκος εν τη Ιστορία. Πανηγυρικός εκφωνηθείς εν τη Εταιρεία των “Φίλων του Λαού” τη 26 Μαρτίου 1894 κατά την επίσημον πανηγυρικήν εορτήν επί τη επετείω της ΚΕ’ Μαρτίου», εν Αθήναις, Τυπογραφείον Α. Κτενά, 1895, σ. 32. Καραγιάννης Θανάσης Ν., «Επιγράμματα της Εκατο-νταετηρίδας του 1821», «Φθιωτικά Χρονικά – Ετήσια Φιλολογική Έκδοση», τόμ. πρώτος, Λαμία 1980, σ. 116-118. Καραπέτσας Αθαν., Τάκης Λάππας, «Ο άνθρωπος που μας έμαθε τη γλώσσα του ’21. Βιο-εργογραφία», εκδ. Κουλτούρα, Αθήνα 2002, σ. 135. Καραστάθη Μαρία, «Ανδριάντες, προτομές και μνημεία στη Λαμία», «Φθιωτικά Χρονικά – Ετήσια Φιλολογική Έκδοση», τόμ. τριακοστός τρίτος, Λαμία 2012, σ. 63-68. Καρκαβίτσας Ανδρέας, «Ιστορικαί σημειώσεις. Περί Αθανασίου Διάκου», περιοδικό «Εστία», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 283-286. Κορδάτος Γιάννης, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. Νεώτερη Β1, 1821-1832», εκδ. 20ός αιώνας, 1957, σ. 238-244. Κορέλης Ιωάννης Ε., «Αθανάσιος Διάκος», διαδίκτυο, gardikiomilaion, 11/07/2013. Κουτσοκλένης Γεώργιος, «Αθανάσιος Διάκος», Ανάτυπο από το περιοδικό «Σελίδες απ’ τη Φωκίδα», τεύχ. 122, Απρίλιος – Ιούνιος 2007, Άμφισσα 2007, σ. 6/5842-24/5860. Λάππας Τάκης, «Θανάσης Διάκος», εκδ. Μ. Πεχλιβανίδης & Σία ΑΕ, Αθήναι (1961;) (Α’ Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1946), σ. 148. Λάππας Τάκης, «Η αρραβωνιαστικιά του Θανάση Διάκου», περιοδικό «Ο αιώνας μας», Γεν. 1948, φύλ. 11. Μακρής Ιωάννης, «Το χάνι (στη γέφυρα) της Αλαμάνας στα μέσα του 19ου αι.», «Φθιωτικά Χρονικά – Ετήσια Φιλολογική Έκδοση», τόμ. εικοστός, Λαμία 1999, σ. 103-107. Μπεμπόνη Ζάννα Δ., «Αθανάσιος Διάκος – Το πνεύμα κατισχύει επί της ύλης», περιοδικό «Στρατιωτική Επιθεώρηση», Μάρτιος 2002 (διαδίκτυο). Μπόπης Δημήτριος, «Αθανάσιος Διάκος. Ο πρώτος μάρτυρας του Αγώνα», περιοδικό «Στρατιωτική Επιθεώρηση», τεύχ. 128, Απρ. 2007, σ. 8-19. Μωραϊτίνης Τιμ., «Αθανάσιος Διάκος», εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1904, σ. 32. Νάτσιος Δημ. Θ., «Αθανάσιος Διάκος», εφημερίδα «Εθνικός Αγών», 18.4.1968. Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο ανδριάντας του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία», εφημερίδα «Εθνικός Αγών», 21.1.1971. Νάτσιος Δημ. Θ., «Το ιστορικό της ανεγέρσεως και τα εγκαίνια του ανδριάντα του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία», εφημερίδα «Εθνικός Αγών», 6, 9, 13.5.1971. Νάτσιος Δημ. Θ., «Η πρώτη βιογραφία του Αθανασίου Διάκου απ’ τον εξάδελφό του Αντώνιον Κοντοσόπουλον» (αναδημοσίευση – επιμέλεια), εφημερίδα «Εθνικός Αγών», 5, 9, 12.12.1971. Νάτσιος Δημ. Θ., «Μια επιστολή του 1867 του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για τον ανδριάντα του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία», περιοδικό «Στερεά Ελλάς», τεύχ. 51, Απρ. 1973. Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο Αθανάσιος Διάκος στην τέχνη», εφημερίδα «Εθνικός Αγών», 5.5.1974. Νάτσιος Δημ. Θ., «Μεταθανάτιες εκδηλώσεις υπέρ του Αθανασίου Διάκου», εφημερίδα «Καθημερινή Φθιώτιδα», 27.4.1995. Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο Αθανάσιος Διάκος στην ποίηση», εφημερίδα «Καθημερινή Φθιώτιδα», 20.3.1997. Νάτσιος Δημ. Θ., «Πού έχει ταφεί ο Αθανάσιος Διάκος. (1788-1821) (;)», «Φθιωτικά Χρονικά – Ετήσια Φιλολογική Έκδοση», τόμ. τριακοστός όγδοος, Λαμία 2017, σ. 7-12. Ο Ιστορικός, «Η σημερινή επέτειος. Αθανάσιος Διάκος. Ο ήρως της Αλαμάνας. Το τραγικόν μαρτύριόν του. Η συμπαθεστέρα μορφή του αγώνος», εφημερίδα «Ημερήσιος Τύπος», Αθήναι 23.4.1930, σ. 1. Παπαλεξανδρής Ν., «Αθανάσιος Διάκος. Ο ήρως της Επαναστάσεως βιογραφούμενος από τον λαόν. Έρως – Πατρίς – Μαρτύριον. Άγνωστοι δραματικαί λεπτομέρειαι του βίου του Διάκου», εφημερίδα Αθήναι, 20, 21, 22 Απριλίου 1903. Παπασπύρου – Καραδημητρίου Ευθυμία, «Ο Θανάσης Διάκος στην τέχνη», Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, Αθήνα 1986. Παπαχρήστου Κώστας, «Η γέφυρα της Αλαμάνας», «Φθιωτικά Χρονικά – Ετήσια Φιλολογική Έκδοση», τόμ. τριακοστός πρώτος, Λαμία 2010, σ. 71-88. Περραιβός Χριστόφορος, «Μάχη των Θερμοπυλών», «Απομνημονεύματα Πολεμικά διαφόρων μαχών συγκροτηθεισών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά τε το Σούλιον και Ανατολικήν Ελλάδα από του 18ου μέχρι του 1829 έτους», τόμ. πρώτος, περιέχων τας από των 1820 μέχρι τέλους του 1822, εν Αθήναις, εκ της Τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, 1836, σ. 53-59. Ρόδιος Π., «Βίοι. Διάκος» (δίγλωσσο), περ. «Έφορος Στρατιωτικός – Ephore Militaire», τόμος Α’, εκ της Τυπογραφίας Κωνσταντίνου Ράλλη, Ναυπλία, 15 Φεβρ. 1835, σ. 162-183. Σπεράντζας Θεοδόσης, «Από το συναξάρι του 1821. Ο Θανάσης Διάκος», εν Αθήναις 1964. Σταυρόπουλος Γιώργος, «Ο Σπερχειός στην παλιότερη και νεότερη ελληνική γραμματεία», «Φθιωτικά Χρονικά – Ετήσια Φιλολογική Έκδοση», τόμ. τριακοστός πρώτος, Λαμία 2010, σ. 169-198 (όπου υπάρχουν αναφορές στον Θαν. Διάκο και στη Γέφυρα της Αλαμάνας). Στεργιούλης Δημήτρης, «Μαρτυρία: Η ματαίωση μιας θεατρικής παράστασης» (διαδίκτυο). Σφυρόερας Βασίλης, «Διάκος Αθανάσιος», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 3, Αθήνα 1990, σ. 278-279. Φάκλαρης Παναγιώτης, «Μια μαρτυρία για τον ενταφιασμό του Αθαν. Διάκου», «Φθιωτικά Χρονικά – Ετήσια Φιλολογική Έκδοση», τόμ. όγδοος, Λαμία 1987, σ. 85-88. Φλικ, «Η μητέρα του Διάκου», εφημερίδα «Εστία», 18 Σεπτ. 1914. Χριστόπουλος Ευθύμιος, «Το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου. Όσα μας κρύβανε τόσα χρόνια», εφημερίδα «Λαμιακή Φωνή» (διαδίκτυο).

[2] Ο Αλέξανδρος Θ. Φιλαδελφεύς υπήρξε αρχαιολόγος, συγγραφεύς και ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1867. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, όπου διετέλεσε από το 1825 υφηγητής και συνέχισε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Υπήρξε Έφορος Αρχαιοτήτων στην Κόρινθο και στη Νικόπολη. Του αποδίδεται η επινόηση της μεθόδου αφής της Ολυμπιακής φλόγας. Ως ζωγράφος σπούδασε στην Ακαδημία του Μονάχου, στη Βαυαρία, ενώ υπήρξε και μαθητής του Ν. Γύζη. Προσάρμοσε στα ελληνικά δεδομένα τις κατευθύνσεις της Γερμανικής Σχολής και του ρεύματος των καλουμένων «Ναζαρηνών» των οποίων θεωρητικός υπήρξε ο Θείρσιος. Έχει ζωγραφίσει σκηνές από την Αγία Γραφή, τον Εθνικό Αγώνα, τη σύγχρονη Ελληνική ζωή και τη μνημειακή τοιχογραφία στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση Αθηνών «Άφες τα παιδία ελθείν προς εμέ». Ο εδώ παρατιθέμενος πίνακάς του, που παριστά τον Διάκο να ακούει την καταδίκη του σε θάνατο, φιλοτεχνήθηκε κατά την ώριμη ζωγραφική του περίοδο.

[3] Το Ζητούνι (σημερινή Λαμία) υπήρξε το ισχυρότερο πολιτικό, στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο των Οθωμανών σε ολόκληρη τη Ρούμελη, το οποίο ποτέ δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν οι επαναστατημένοι Έλληνες, κυρίως λόγω της ισχυρής και συγκροτημένης τουρκικής πλειοψηφίας που ήταν εγκατεστημένη σε αυτό, αλλά και επειδή στρατοπέδευαν εκεί τα τουρκικά σώματα συνεπικουρούμενα από τις τουρκικές δυνάμεις της Θεσσαλίας. Το Ζητούνι περιελήφθη τελικά στο Ελληνικό κράτος μόλις στις 21 Ιουνίου του 1832, ενώ οι περισσότεροι τούρκοι απεχώρησαν τον Μάρτιο του 1833. Ο Prinz Von Hermann Pükler – Muscau («Entre l’ Europe ef l’ Asia», Bruxelles, 1840) περιγράφει την όψη του Ζητουνίου, λίγα χρόνια μετά και το σαράι του Χαλίλ-Μπέη, όπου εσύρθη δέσμιος ο Διάκος. Το σχετικό απόσπασμα του κειμένου έχει ως εξής: «… Επισκέφθηκα τον μόνο αξιοθαύμαστο χώρο που διαθέτει αυτή η άθλια πόλη του Ζητουνίου, αναφερόμενος στον Ελληνικό στρατώνα, που ήταν παλιά, το σεράι του Πασά, ο οποίος παρουσιάζει μία μοναδικότητα, στο συνδυασμό υψηλών και χοντρών, πέτρινων τοιχωμάτων, με ζωγραφισμένα και διακοσμημένα, ελαφριά ξύλινα τμήματα. Θολωτές στέγες από μολύβι (σ.σ. κουμπέδες), ξεκουράζονταν πάνω σε ξύλινα δοκάρια, δάπεδα με κενά στις σανίδες τους, τα σκεπάζουν χρυσωμένα ταβάνια, είναι πολύ πιθανό όλ’ αυτά να πρόσφεραν ένα πολύ γραφικό σύνολο τότε, σήμερα που ένα μέρος του χώρου είναι γκρεμισμένο, ο διάκοσμος και τα χρώματα έχουν ξεβάψει, τα χρυσωμένα ταβάνια έχουν καπνιστεί …». Η περιγραφή αυτή καταγράφει ένα κτήριο που έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του, ίσως επειδή υπήρξε η τουρκοφωλιά, όπου ο Διάκος, αλλά και οι άλλοι άκουσαν την απόφαση του τουρκικού ιερατείου για το ανόσιο, ανάξιο τέλος τους, αντάξιο της ανατολικής θηριωδίας και βαναυσότητας.

[4] Ο Γ. Κρέμος, από το Στείρι Βοιωτίας (1839-1926) υπήρξε ιστορικός, υφηγητής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, με σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Διετέλεσε Γυμνασιάρχης της Ιωνιδείου Σχολής στον Πειραιά και αλλού. Ως Γυμνασιάρχης στη Λαμία, πρωτοστάτησε στη συγκρότηση επιτροπής (1876) ανεγέρσεως Μνημείου του Αθ. Διάκου στη Λαμία, το οποίο τελικώς εστήθη στην ομώνυμη πλατεία. Ο Γ. Κρέμος, υπήρξεν εκ των αξιόπιστων ιστορικών, ιδιαίτερα για τα συμβάντα στη Στερεά Ελλάδα, ενώ η εντοπιότητα και ευθυκρισία του, η επί τόπου συλλογή τεκμηρίων και πληροφοριών, τον καταξιώνει ως τον εγκυρότερο αφηγητή.

[5] Ο ισχυρός γαιοκτήμων Χαλίλ Μπέης, γαμπρός του Αλή Πασά, διοικητής του Ζητουνίου κατείχε τεράστιες εκτάσεις στον κάμπο τού Σπερχειού, κυρίως ρυζοχώραφα, αλλά και κτίσματα, αγροικίες, αποθήκες, μύλους, που εκποιήθηκαν αργότερα από τη χήρα του και τον γιό του Τεφήκ… προς απελπισίαν βεβαίως των δυστυχών κολλήγων, που τα καλλιεργούσαν και έβλεπαν τα αρπακτικά σμήνη των νέων τσιφλικάδων, να εφορμούν και να αντικαθιστούν τους τυράννους. Οι λεγόμενοι αυτοί «ετερόχθονες» πλησιέστερα, στις νέες κρατικές δομές, κατάφεραν να αρπάξουν τα κρατικά τσιφλίκια και να δημιουργήσουν δυναστείες, διαμορφώνοντας και τη νέα κοινωνική διαστρωμάτωση, όπου οι κολλήγοι παρέμειναν «γαιοσκώληκες», θεριζόμενοι από τις λοιμικές νόσους, την ελονοσία και την έλλειψη ποικιλιακής διατροφής, που έφερε και την άγνωστη σήμερα, νόσο «πάθος» της Γκούσης (βρογχοκήλη) (Γ. Αινιάν, «Απομνημονεύματα», σελ. 81).

[6] Ο Κιοσσέ Μεχμέτ πασάς, κεχαγιάς του Χουρσίτ, διοικητής των τουρκικών δυνάμεων. Στη μάχη της Αλαμάνας έλαβε μέρος επικεφαλής 8.000 ανδρών και επίλεκτων τουρκαλβανών, υπό τον Ομέρ Βρυώνη, παλαιό σύντροφο του Διάκου στην αυλή του Αλή Πασά, ιππέων από τη Θεσσαλία και Σαρακιούλιδων της Μακεδονίας, με επικεφαλής τους Χασάν Τομαρίτσα, Μεχμέτ Τσαπάρη, Τελεχά Μπέη Φεζο, συγγενή του Αλή Πασά κ.ά.

[7] Ο Ανασκολοπισμός, αρχαία μέθοδος βασανιστικού θανάτου, αναφέρεται και από τον Ηρόδοτο, ως πρακτική των Περσών. Οι Ρωμαίοι, τον αντικατέστησαν με τη σταύρωση, ενώ οι τούρκοι επανήλθαν στον ανασκολοπισμό, ως μέθοδο θανατώσεως αλλά και ως μέσον εκφοβισμού των υποδούλων.

Η εικόνα του Αγίου Γεωργίου από την επαναστατική σημαία του Αθ. Διάκου

Πηγές: Παν. Δημάκης, σε: fthiotikos-tymfristos.blogspot.com, mixanitouxronou.gr, atexnos.gr, antexoume.wordpress.com

kimintenia.wordpress.com

Χωρίς κατηγορία

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η ηρωική θυσία του Αθανασίου Διάκου (24 Απριλίου 1821)

  1. constantinanadia 24 Μαρτίου 2021 / 14:37

    Ευχαριστούμε Κιμιντένια. Ζήτω η Ελλάδα. Προσωπικά νιώθω ιδιαίτερη υπερήφανη καθώς είμαι απόγονος του Αθανασίου Διάκου, ο οποίος είχε συγγένεια με την οικογένεια της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας Σπεντζου το γένος Μασσαβέτα.

    Αρέσει σε 2 άτομα

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s